Μικρές είχαμε ένα ροζ γαϊδαράκο, λούτρινο. Μεγάλος ήταν, μπορούσαμε να ανεβαίνουμε πάνω του και να κάνουμε πως ιππεύουμε στα εύφορα χωράφια της...Ανδαλουσίας....
Τρίχες δηλαδή... Εγώ ήμουν η μεγάλη και είχα ήδη διαβάσει αρκετά βιβλία ώστε να μη μου αρκεί η περιορισμένη φαντασία των παιχνιδιών.
Έτσι κι αλλιώς ο γάιδαρος της αδελφής μου ήταν. Και έτσι κι αλλιώς εγώ παραήμουν βαριά για να τον ιππεύω...
Της τον είχε αγοράσει ένας φίλος του μπαμπά, ο Σπηλιώρης. Είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι, δεν θυμάμαι πια που...
Ήταν μεγάλη η παρέα του πατέρα μου αλλά εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι να βγαίνουμε συνέχεια με δύο άλλα ζευγάρια, τον Σπηλιώρη και τη γυναίκα του και τον Αλέκο με τη Ζωή. 'Ήμασταν τα μόνα παιδιά στην παρέα, εγώ και η αδελφή μου. Γύρω στα 7 εκείνη, γύρω στα 9 εγώ. Τα παιδιά των άλλων ήταν μεγαλύτερα. Στην εφηβεία κάποια, κάποια ήδη φοιτητές... Οι γονείς μας παντρεύτηκαν μεγάλοι, πολύ μεγάλοι για τις εποχές εκείνες.
Στις παρέες τους η αδελφή μου ήταν πάντα η μασκότ. Χαριτωμένη, μικροσκοπική και αφελής όπως όφειλε να είναι κάθε παιδί. Εγώ ποτέ δεν ένιωθα άνετα μαζί τους. Ούτε κι αυτοί μαζί μου, νομίζω...
Ένα μεσήλικο παιδί, αυτό ήμουν πάντα. Το καμάρι των γονιών και των δασκάλων, αλλά αν το καλοσκεφτείς, λίγο τρομακτικό. Ιδιαίτερα σε μια παρέα μεσήλικων που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν άλλο. Δεν είναι και λίγο να έχεις τα μάτια ενός εννιάχρονου κολλημένα πάνω σου όταν προσπαθείς να διηγηθείς ένα σόκιν ανέκδοτο ενώ έχεις πιει και λίγο παραπάνω.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν θρίλερ θα πρέπει να με βλέπανε οι συγκεκριμένοι...
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, για κακή τύχη όλων μας εκτος της αδελφής μου και...κάποιων άλλων... το περάσαμε σχεδόν όλο μαζί.
Ταξίδια, εκδρομές και νυχτερινές έξοδοι σε ταβερνάκια αλλά και δισκοθήκες... Τρελά 80'ς. Γιακάδες, βάτες, φλούο χρώματα και "διαγωνισμοί χορού" στις "ντίσκο" και τα "πατινάζ". Και μεις, τα τσορομπίλια απο κοντά. Το ένα να χορεύει και να λυγιέται και το άλλο να κοιτάζει σοβαρό σαν να καταλαβαίνει ήδη τα πάντα.
Το γάιδαρο τον είχε ζητήσει η αδελφή μου. Από τη στιγμή που της είπε ο Σπηλιώρης "διάλεξε κάτι να σου το πάρω, μικρή", ήταν ξεγραμμένος. Το ήξερα. Η αδελφή μου ό,τι θέλει το ζητάει έτσι κι αλλιώς, αν τη ρωτήσεις κιόλας τι θέλει, σ' έχει ξεφραγκιάσει.
"Θέλω αυτόν τον γάιδαρο!".
Ο Σπηλιώρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα! Ο δόλιος υπολόγιζε κανένα δαχτυλιδάκι με κόκκινη πετρούλα, καμιά πλαστική κούκλα με ροζ φουστάνι και υπνωτιστικά γαλάζια μάτια...
Έβγαλε το χέρι από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς.
Στην τσέπη του πουκαμίσου κρατούσε τα χαρτονομίσματα...
Ο γάιδαρος ήταν τεράστιος, ροζ και απαλός.
Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να τον πληρώσει ο ίδιος, αλλά το φιλότιμο δεν το επέτρεψε...
Δεν ήταν δα και μπατίρης, ο Σπηλιώρης, εργολάβος ήταν και μάλιστα με πολλές δουλειές. Τότε οι πολυκατοικίες πουλιώνταν από τα σχέδια ακόμα, πριν καν πέσουν τα μπετά...Και πλήρωσε.
Εκτός από μένα, η άλλη παράταιρη της παρέας ήταν η μάνα μου. Βέβαια η μάνα πάντα και παντού παράταιρη νιώθει. Πόσο μάλλον τότε ανάμεσα σε ανθρώπους γλεντζέδες, γυναίκες άνετες και ελεύθερες που δεν αναρωτιόνταν τι θα μαγειρέψουν αύριο, ούτε τι θα φάνε τα παιδιά. Σήμερα γελούσαν, χόρευαν, έπιναν, έτρωγαν χωρίς υπολογισμούς. Κι όταν ερχόταν η ώρα να σκεφτούν τα υπόλοιπα και πάλι μέσα έπεφταν...
Αν με ρωτήσεις σήμερα, τι άνθρωποι ήταν αυτοί...θα σου πω άνθρωποι-παιδιά. Άνθρωποι που περνούσαν καλά σήμερα και πλήρωναν αύριο. Και κάποιες φορές πλήρωναν πιο ακριβά από ότι έπρεπε.
Αν με ρωτήσεις τι κοινό είχε ο πατέρας μου μαζί τους, θα σου πω την ανάγκη να διασκεδάσει. Νομίζω πως εκείνη την εποχή έκανε διακοπές διαρκείας. Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα!. Η δουλειά του πήγαινε καλά, τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά για να ανησυχεί για το μέλλον τους, είχε ένα σπίτι όμορφο, μια τακτική γυναίκα, μια τακτοποιημένη ζωή. Ήθελε να χαίρεται.
Αν με ρωτήσεις γιατί μ' αυτούς, θα σου πω γιατί αυτοί διασκέδαζαν χωρίς έννοιες.
Η μάνα δεν είχε κανένα κοινό μαζί τους. Θεωρούσε τη διασκέδαση επιπολαιότητα, οι μουσικές και οι χοροί της φαίνονταν χυδαίοι, το ξενύχτι αμαρτία, για να μην πω παράβαση νόμου που λέει ότι μόνο οι εγκληματίες δεν βρίσκονται στο κρεββάτι τους μετά τις 10,00. Υπερβολική πάντα!!!
Κάποια στιγμή, όταν ήμουν πια μεγάλη, μου είπε πως εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου είχε σχέσεις με τη γυναίκα του Σπηλιώρη...
Όσο κι αν κοιτούσα τότε, δεν θα μπορούσα να καταλάβω τα μυστικά των μεγάλων. Την ειρωνεία της κατάστασης, τις κρυφές πληγές τους. Ένα παιδί ήμουν, τελικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, κάποιοι πέρασαν καλά, κάποιοι προβληματίστηκαν, κάποιοι πληγώθηκαν, κάποιοι παραγκωνίστηκαν.
Μεγαλώσαμε όλοι όμως... και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλοι μαζί...
"Και πώς θα τον βγάλεις το γάιδαρο;"
"Σπηλιώρη θα τον βγάλω, βέβαια! Αφού εσύ μου τον πήρες, θα του δώσω το όνομά σου..."
Το επόμενο καλοκαίρι η ροζ γούνα του Σπηλιώρη ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα της πίσω αυλής, βρώμικη, μουχλιασμένη. Για τη γιορτή της η αδελφή μου είχε ζητήσει ένα ποδήλατο από τη νονά της.
Συγκλωνιστικη περιγραφη...Μιας δεκαετιας που σημερα φανταζει σαν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ δεκαετια της ευτυχιας...
Πρεπει να ειμαι σχεδον συνομηλικος με τους γονεις σου..
Και συ..Συνομηλικη με τον μεγαλο μου γιο..!!
Βεβαια..
Ψευδαισθηση..Της προθυστερης συναισθηματικης φορτισης...Η περιγραφη του εαυτου σου..
Σκοτωνει...
Στο βαρος της συγκρισης, με το.."Μωρουλι"
Που αγαπουν ολοι...
Ειναι αυτο το παιδι..Που "ζηταει" η εποχη...
Ευχαριστω..Για τη μεταφορα..!!
Και τα χαστουκια, χρειαζονται..
Αγαπητέ Μαχαίρη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Πρόθεση για χαστούκια δεν είχα καμία, ήθελα απλά να μεταφέρω εικόνες ζωής.
Περνάω συχνά απο το "Μαχαίρικο" αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να αφήσω σχόλιο. Κάτι κάνει ο blogger και μου κόβει ότι γράφω... (έφαγα πόρτα σου λέω...)
Κρίμα γιατί θα σου άρεσε η ιστορία του σπιτιού μου. Ίσως είναι ευκαιρία να την γράψω σε ανάρτηση...
Καληνύχτα.
ΥΓ. Είμαι 36 και ο πατερουλάκης μου 77. Ήταν της ίδιας ιδεολογίας με σενα, αλλά τώρα πια οι πολιτικές του πεποιθήσεις συνοψίζονται σε ένα "μασσκαράαδες". Έτσι ακριβώς το λέει και φεύγει.
Είναι ωραίος τυπάκος, θα τον συμπαθούσες.