Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Σ.



Μια τρικυμία μέσα μου
και συ βαρκούλα,
μιά βρίσκεσαι, μιά χάνεσαι...

Μέσα μου βράχια κοφτερά
σκίζω τα χέρια μου
και μες στα αίματα
κρατώ, μαντεμένιο πουλί,
την ψυχή μου.

Φωτιές κλείνουν τα μάτια μου
κι ονειρεύομαι,
Να 'ταν λέει περιστέρι λευκό,
με κλαδί ελιάς να σου το ΄στελνα...

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Κάτι ήθελα να σου πώ....όλο το ξεχνάω...Μάλλον κάτι που είχε γίνει παλιά... Δεν θυμάμαι που ήμασταν... Υπήρχαν δέντρα ψηλά, φθινόπωρο, με πυρόξανθα φύλλα. Απο κάπου ακουγόταν ένα ποτάμι... Και ψηλά, (σε φαράγγι ήμασταν; δε θυμάμαι...), απο ψηλά να μας φωνάζουν οι μανάδες μας, έξαλλες! Νόμιζαν πως είχαμε χαθεί!
Δεν ειχαμε χαθεί. Δεν φοβόμασταν. Σαν να ζούσαμε απο πάντα εκεί... Περίεργος τόπος...Το φώς επεφτε ανάμεσα απο τα φύλλα, σαν όνειρο. Μυρωδιά γής νοτισμένης απο βροχή ποτιστική, φύση χαρούμενη, και η δροσιά να μας χαιδεύει το μπράτσα, τα μάγουλα, τα μαλλιά, τα χείλη....έσερνα τα πόδια μου να κανω να θροίζουν τα πεσμένα φύλλα.
Εσυ; Θυμάσαι εκείνη τη μέρα; Νόμιζα πως θα τη θυμόσουν...
Νόμιζα πως θα θυμόμουν πού ήμασταν. Πως ήξερα πώς να ξαναπάω. Δοκίμασα εφηβη, με την παλιοπαρέα να βρω το άνοιγμα στο βράχο απο όπου είχαμε περάσει. Αργούσα, δεν το έβρισκα και οι άλλοι φώναζαν, πεινάσαμε...
Μία άλλη φορά με τον έρωτα μαζί μου ξεκίνησαμε για εκεί...Ήθελα να του δείξω... Μα έκανε ζέστη, αφόρητη, λοξοδρομήσαμε για τη θάλασσα και μετά... για έρωτα..., ξεχάστηκα...
Κι άλλη μια φορά, άφησα τους άλλους πίσω και κίνησα για να περάσω το άνοιγμα. Νομίζω πως θα το έβρισκα μόλις έστριβα στο μονοπάτι, αλλά είχε πολύ λάσπη και κολλούσαν τα τακούνια μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια...Και μερικές φορές μου φαίνεται πως θυμάμαι τα πάντα καθαρά, για μια στιγμή όμως. Σαν φλάς φωτογραφικής. Σαν ν'άναψα ενα σπίρτο σε μπουρίνι.
Μια μέρα όμως θα ξαναπάω εκεί. Θα φορέσω αθλητικά, και δεν θα πάρω παρέα...Θα μείνω όσο χρειαστεί για να βρώ το άνοιγμα στο βράχο...
Φοβάμαι λιγάκι...Θα 'ρθεις μαζί μου;