Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Μια φορά, μια γειτονιά...

Διάβασα την ανάρτηση της Πέτρας για μια γειτονιά, μια φορά... Οι αναμνήσεις που ξεπήδησαν ολοζώντανες ήταν από τη γειτονιά "του παππού". Τον 3ο Συνοικισμό. Προσφυγικό, βεβαίως, γιατί ο παππούς και η γιαγιά ήταν πρόσφυγες μικρασιάτες.

Οι συνοικισμοί,τα προσφυγικά όπως τους λέμε ακόμα, ήταν κόσμοι διαφορετικοί, έξω από την άψογη ρυμοτομία και την αστική καθημερινότητα της πόλης.
Κάθε συνοικισμός αποτελούνταν από "τετράγωνα", δηλαδή συγκροτήματα χαμηλών κτιρίων (κατ αρχήν ισογείων, αργότερα με προσθήκη ενός ορόφου) χτισμένα περιμετρικά μιας πλατείας, ενός τετράγωνου χώρου που ουσιαστικά αποτελούσε μια κοινή απλόχωρη αυλή - το "τετράγωνο".
Το σπίτι του παππού μου βρισκόταν στον όροφο ενός κτιρίου. Όλα τα σπίτια  ορόφου ήταν προσθήκες που χτίστηκαν αρκετά μετά από τα ισόγεια. Έτσι, αφού δεν είχαν προβλεφθεί είσοδοι για όροφο, οι πόρτες αυτών των σπιτιών δεν "έβλεπαν" στο "τετράγωνο", αλλά στους γύρω παράδρομους.
Εξ' αιτίας αυτής της αρχιτεκτονικής πιστεύω πως δημιουργήθηκε ένα παράδοξο φαινόμενο που επηρέασε τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ενοίκων. Οι κάτοικοι των ισογείων, κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά, βίωναν μια αίσθηση κοινοβίου, με τις καθημερινές προστριβές, τους καυγάδες και τις μικρότητες μιας λαϊκής αυλής. Ταυτόχρονα, όμως είχαν έντονο το αίσθημα του ανήκειν και διατηρούσαν τα έθιμα και τον τρόπο ζωής που είχαν φέρει από τον τόπο τους.
Αντίθετα, οι ένοικοι των ορόφων, αν και μπορούσαν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο "τετράγωνο" από τα παράθυρά τους, σπάνια συμμετείχαν στον κουρνιαχτό αφού οι καθημερινές τους δραστηριότητες διαδραματίζονταν εκτός...
Ο παράδρομος του παππού είχε ένα χαρακτηριστικό που τον έκανε μοναδικό. Ακολουθούσε τη ροή ενός χειμάρρου. Στην απέναντι όχθη ήταν τα όρια του Κτήματος Τσιρώνη. Ενός μεγάλου κτήματος που αποτελούνταν από περιβόλια και κήπους, στάβλους με άλογα, κοτούλες και χήνες και πεύκα και λεύκες στην περίμετρο. Έτσι, αν και πλήρως ενταγμένος πια στα όρια της πόλης, ο συνοικισμός μύριζε χωριό. Για εμένα και την αδελφή μου (που μέναμε σε άλλη γειτονιά, όχι μακριά αλλά ούτε και κοντά) η επίσκεψη στον παππού ήταν σαν εκδρομή στο χωριό. Τα ξαδέλφια μας έμεναν πολύ κοντά στο τετράγωνο και γνώριζαν όλα τα παιδιά εκεί. Η απουσία οδικής κυκλοφορίας και η γνωριμία των γειτόνων έκανε τη μαμά μου να νοιώθει ασφάλεια και να ξεχνάει την υπερπροστατευτικότητά της.Οπότε, παππούς σήμαινε ξαδέλφια, φίλοι,παιχνίδι και φτού, ξελευτερία!!!
Τα καλοκαίρια ήταν μαγικά. Κάθε απόγευμα, ξεκινούσαμε αεράτες, η μαμά στη μέση, με μία τσαπερδόνα σε κάθε χέρι και βούρ για τον παππού. Ακολουθούσε σύντομη επίσκεψη με ελαφρύ κουβεντολόι, λίγη γκρίνια από τη μαμά, που την είχε στο αίμα της, στωικές απαντήσεις από τον παππού, που κι αυτός το είχε στο αίμα του, καμιά λεπτοδουλειά που ο παππούς δεν κατάφερνε μόνος του, κυρίως ραπτική. Κάθε τόσο ο παππούς με έβαζε να του περνάω κλωστές σε βελόνες. Άσπρες και μαύρες κλωστές "Πεταλούδα" που χρησιμοποιούσε για να ράβει τα κουμπιά του. Κουμπιά ήξερε να ράβει, δυσκολευόταν όμως με το καπλάντισμα των παπλωμάτων και άλλες ψιλοδουλειές. Αυτό το αναλάμβανε η μαμά. Εμείς παίζαμε σε ένα ξέφωτο του μπαζωμένου πια χείμαρρου, δίπλα από τα καλάμια και κάτω από τα τεράστια πεύκα του κτήματος. Εκεί κυνηγούσαμε πυγολαμπίδες για να τις κλείσουμε σε κάτι πλαστικά πορτοκάλια-μπουκάλια. Ήταν φτιαγμένα απο λεπτό πορτοκαλί πλαστικό σε μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού. Η πορτοκαλάδα ήταν χάλια, αλλά τα δοχεία ήταν τέλεια όταν τα γεμίζαμε με πυγολαμπίδες. Έφεγγαν σαν φαναράκια.
 Αν τύχαινε να έχει έρθει και η θεία μου με κανένα τάπερ, έπιαναν την κουβέντα με τη μαμά και τότε ο παππούς μας έδιωχνε μια ώρα γρηγορότερα... Δυο  γυναίκες και πέντε κουτσούβελα... του πέφταμε πολύ...Φιλάκι στον παππού και έξω απ' την πόρτα. Οι μεγάλες έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι της θείας και εμείς τα τσορομπίλια ακολουθούσαμε. Οι παλιές συνήθειες δεν είχαν ξεχαστεί τελείως και παρόλο που με τα παιδιά του τετραγώνου γνωριζόμασταν και με κάποια ήμασταν και συμμαθητές, σπάνια μέναμε εκεί για να παίξουμε.
 Εξαίρεση αποτελούσε η βραδιά του Άι-Γιαννιού. Το μικρό εκκλησάκι που  βρισκόταν μέσα στο κτήμα γιόρταζε και η πόρτες του κτήματος άνοιγαν για μια πανηγυρική λειτουργία. Πολύς κόσμος μαζευόταν και στο τετράγωνο άναβαν φωτιά, τη φωτιά του Άι-Γιαννιού. Καρέκλες έβγαιναν, σουβλάκια ψήνονταν, κασετόφωνα βρωντοφώναζαν λαϊκά άσματα και κάποιοι πηδούσαν μέσα από τη φωτιά. Δεν ήταν μόνο οι νέοι που πηδούσαν, αλλά και οι μεγαλύτεροι. Άνδρες και γυναίκες.
Αυτή είναι η παιδική μου ηλικία. Παιχνίδια και πυγολαμπίδες στο σκοτάδι του παράδρομου και μια υπέρλαμπρη φωτιά στο τετράγωνο.