Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Και πάλι εδώ...

Special TIme - ocean beach figurative art -- Linda Apple
Special TIme - ocean beach figurative art
painting by artist Linda Apple

Έχω καιρό να γράψω κάτι, παρόλο που το μυαλό μου συνεχώς γυρίζει, σκέφτεται, ξανασκέφτεται, αναλύει, συνθέτει και άκρη, δεν βγάζει...
Δεν είναι οτι αναρωτιέμαι ή ανασυγκροτώ απόψεις...Αντίθετα, είμαι πιο κατασταλαγμένη απο ποτέ στις απόψεις μου, τα θέλω και τα όριά μου. Είναι που αρχίζω πια να παρατηρώ τους άλλους. Αφού καταλάγιασε η θύελλα μέσα μου, κάθομαι στο ωραίο αραξοβόλι μου και κοιτάζω τις βαρκες των αλλων να βολοδέρνουν....
Για κάποιους δεν με νοιάζει αν θα τα καταφέρουν να βγούν σώοι στην ακτή. Απλά αναρωτιέμαι για τις μανούβρες τους, που μου φαίνονται τόσο λάθος... και συνεχίζω να τους παρακολουθώ με την υποψία οτι τελικά κι αυτοί μια χαρά θα τα καταφέρουν, αν και διαφορετικά απο μένα.
Για κάποιους άλλους νοιάζομαι πολύ. Μου λείπουν και ανυπομονώ να ελλιμενιστούν και να έρθουν να καθήσουν πλάι μου το συντομότερο.
Με κάποιους ανυπομονώ να ανάψουμε τη βραδυνή φωτιά και να ζήσουμε μια νύχτα αξημέρωτη...Μέχρι το φώς να αναγγείλει την τελευταία μέρα.
Και είναι ένας, το φώς της ζωής μου, ο γιός μου, που παλεύει κι αυτός με τα κύματα. Κι όσο κι αν φωνάζω διαταγές και παραγγέλματα, ξέρω πως μόνος του θα τα καταφέρει. Κι ελπίζω να έρθει γρήγορα η μέρα που θα αράξει κι αυτός τη βάρκα του και θα έρθει δίπλα μου. Οχι για να μείνει. Απλά για να μου δώσει ένα φιλί και να αρχίσει να περπατάει, περήφανος κι ευθυτενής, πλάι στο κύμα, μέχρι να βρεί το δικό του αραξοβόλι, κάπως κοντά, αλλά και λίγο μακριά απο το δικό μου...

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

10. Η πρόσκληση.



-  Έξω απ' το σπίτι μου, παλιοθήλυκο!!!
-  Ηρέμησε, Κωνσταντίνε μου, θα πάθεις τίποτα. Η καρδιά σου.
-  Έξω, να μη σε  βλέπω, σίχαμα, που τόλμησες να μου φέρεις και πρόσκληση!!! Τόσα χρόνια πληρώνω τα έξοδά σου και μου το ξεπληρώνεις με μια πρόσκληση σ' αυτόν τον.τεκέ!...
-  Κωνσταντίνε, .
-  Φύγε από μπροστά μου, Ελένη! Μια ζωή υπερασπίζεσαι τη θυγατέρα σου!!! Υποθάλπεις τη ματαιοδοξία της, τη φιλαυτία της. Ορίστε το τέρας που δημιούργησες.. Μια θεατρίνα! Μας έφερε και πρόσκληση για να την καμαρώσουμε στο σανίδι!!!
Εσύ τα φταις όλα!... Μια ζωή μαλακιά, ανόητη. Ό,τι σου λένε το πιστεύεις, ποτέ δε είχες άποψη, ποτέ δεν είχες πειθαρχία και πυγμή! Αλλά τα ξέχασες τα χουνέρια που σου έκανε η κόρη σου, όταν ξέχασε τα λόγια της και γέλαγε όλο το σχολείο μαζί μας. Μέχρι κι ο κύριος διευθυντής  γελούσε με τα χάλια μας!!! Δυο γραμμές είχε όλες κι όλες και τις ξέχασε!...
Και τώρα μου φέρνε πρόσκληση να πάω να ξαναξεφτιλιστώ!
-  Κωνσταντίνε, παραλογίζεσαι. Στην Τρίτη δημοτικού συνέβη αυτό το περιστατικό. Από τότε..
-  Αποτυχημένη και τότε, αποτυχημένη και τώρα!...Τίποτα δεν έχει καταφέρει στη ζωή της. Και το πτυχίο για τα μάτια του κόσμου με 8! Αν δεν ήξερα εγώ τον πρύτανη.. Και σιγά το πτυχίο, δηλαδή. Φιλοσοφική! Εδώ όλοι πάνε για master και διδακτορικά σε επιστήμες και η Ιουλία. πάει για θεατρίνα!
Έξω παλιοθήλυκο, τσούλα! ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!
..........................................................................................................................................
Η Ιουλία βγήκε στο δρόμο. Ήταν νωρίς ακόμα, αλλά οι σκιές είχαν ήδη αρχίσει να μακραίνουν. Το μυαλό της ήταν άδειο. Ήταν άδεια και μουδιασμένη. Περπατούσε γρήγορα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φτάσει στο μικρό θέατρο πριν πιάσει καμιά βροχή. Βιαζόταν να φτάσει, να ντυθεί το ρόλο μιας άλλης, να περιμένει για λίγο στο μισοσκόταδο και έπειτα η αυλαία να ανοίξει.
Να γεννηθεί στο φως των προβολέων και να πάρει την πρώτη της ανάσα. Επιτέλους, ο εαυτός της!
 
 

Απο τη συμμετοχή μου στο παιχνίδι "Παίζοντας με τις λέξεις" που φιλοξενείται απο τη Μαρία στο: 
Συγχαρητήρια στη νικήτρια: http://toapagio.blogspot.gr/


Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Μια φορά, μια γειτονιά...

Διάβασα την ανάρτηση της Πέτρας για μια γειτονιά, μια φορά... Οι αναμνήσεις που ξεπήδησαν ολοζώντανες ήταν από τη γειτονιά "του παππού". Τον 3ο Συνοικισμό. Προσφυγικό, βεβαίως, γιατί ο παππούς και η γιαγιά ήταν πρόσφυγες μικρασιάτες.

Οι συνοικισμοί,τα προσφυγικά όπως τους λέμε ακόμα, ήταν κόσμοι διαφορετικοί, έξω από την άψογη ρυμοτομία και την αστική καθημερινότητα της πόλης.
Κάθε συνοικισμός αποτελούνταν από "τετράγωνα", δηλαδή συγκροτήματα χαμηλών κτιρίων (κατ αρχήν ισογείων, αργότερα με προσθήκη ενός ορόφου) χτισμένα περιμετρικά μιας πλατείας, ενός τετράγωνου χώρου που ουσιαστικά αποτελούσε μια κοινή απλόχωρη αυλή - το "τετράγωνο".
Το σπίτι του παππού μου βρισκόταν στον όροφο ενός κτιρίου. Όλα τα σπίτια  ορόφου ήταν προσθήκες που χτίστηκαν αρκετά μετά από τα ισόγεια. Έτσι, αφού δεν είχαν προβλεφθεί είσοδοι για όροφο, οι πόρτες αυτών των σπιτιών δεν "έβλεπαν" στο "τετράγωνο", αλλά στους γύρω παράδρομους.
Εξ' αιτίας αυτής της αρχιτεκτονικής πιστεύω πως δημιουργήθηκε ένα παράδοξο φαινόμενο που επηρέασε τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ενοίκων. Οι κάτοικοι των ισογείων, κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά, βίωναν μια αίσθηση κοινοβίου, με τις καθημερινές προστριβές, τους καυγάδες και τις μικρότητες μιας λαϊκής αυλής. Ταυτόχρονα, όμως είχαν έντονο το αίσθημα του ανήκειν και διατηρούσαν τα έθιμα και τον τρόπο ζωής που είχαν φέρει από τον τόπο τους.
Αντίθετα, οι ένοικοι των ορόφων, αν και μπορούσαν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο "τετράγωνο" από τα παράθυρά τους, σπάνια συμμετείχαν στον κουρνιαχτό αφού οι καθημερινές τους δραστηριότητες διαδραματίζονταν εκτός...
Ο παράδρομος του παππού είχε ένα χαρακτηριστικό που τον έκανε μοναδικό. Ακολουθούσε τη ροή ενός χειμάρρου. Στην απέναντι όχθη ήταν τα όρια του Κτήματος Τσιρώνη. Ενός μεγάλου κτήματος που αποτελούνταν από περιβόλια και κήπους, στάβλους με άλογα, κοτούλες και χήνες και πεύκα και λεύκες στην περίμετρο. Έτσι, αν και πλήρως ενταγμένος πια στα όρια της πόλης, ο συνοικισμός μύριζε χωριό. Για εμένα και την αδελφή μου (που μέναμε σε άλλη γειτονιά, όχι μακριά αλλά ούτε και κοντά) η επίσκεψη στον παππού ήταν σαν εκδρομή στο χωριό. Τα ξαδέλφια μας έμεναν πολύ κοντά στο τετράγωνο και γνώριζαν όλα τα παιδιά εκεί. Η απουσία οδικής κυκλοφορίας και η γνωριμία των γειτόνων έκανε τη μαμά μου να νοιώθει ασφάλεια και να ξεχνάει την υπερπροστατευτικότητά της.Οπότε, παππούς σήμαινε ξαδέλφια, φίλοι,παιχνίδι και φτού, ξελευτερία!!!
Τα καλοκαίρια ήταν μαγικά. Κάθε απόγευμα, ξεκινούσαμε αεράτες, η μαμά στη μέση, με μία τσαπερδόνα σε κάθε χέρι και βούρ για τον παππού. Ακολουθούσε σύντομη επίσκεψη με ελαφρύ κουβεντολόι, λίγη γκρίνια από τη μαμά, που την είχε στο αίμα της, στωικές απαντήσεις από τον παππού, που κι αυτός το είχε στο αίμα του, καμιά λεπτοδουλειά που ο παππούς δεν κατάφερνε μόνος του, κυρίως ραπτική. Κάθε τόσο ο παππούς με έβαζε να του περνάω κλωστές σε βελόνες. Άσπρες και μαύρες κλωστές "Πεταλούδα" που χρησιμοποιούσε για να ράβει τα κουμπιά του. Κουμπιά ήξερε να ράβει, δυσκολευόταν όμως με το καπλάντισμα των παπλωμάτων και άλλες ψιλοδουλειές. Αυτό το αναλάμβανε η μαμά. Εμείς παίζαμε σε ένα ξέφωτο του μπαζωμένου πια χείμαρρου, δίπλα από τα καλάμια και κάτω από τα τεράστια πεύκα του κτήματος. Εκεί κυνηγούσαμε πυγολαμπίδες για να τις κλείσουμε σε κάτι πλαστικά πορτοκάλια-μπουκάλια. Ήταν φτιαγμένα απο λεπτό πορτοκαλί πλαστικό σε μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού. Η πορτοκαλάδα ήταν χάλια, αλλά τα δοχεία ήταν τέλεια όταν τα γεμίζαμε με πυγολαμπίδες. Έφεγγαν σαν φαναράκια.
 Αν τύχαινε να έχει έρθει και η θεία μου με κανένα τάπερ, έπιαναν την κουβέντα με τη μαμά και τότε ο παππούς μας έδιωχνε μια ώρα γρηγορότερα... Δυο  γυναίκες και πέντε κουτσούβελα... του πέφταμε πολύ...Φιλάκι στον παππού και έξω απ' την πόρτα. Οι μεγάλες έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι της θείας και εμείς τα τσορομπίλια ακολουθούσαμε. Οι παλιές συνήθειες δεν είχαν ξεχαστεί τελείως και παρόλο που με τα παιδιά του τετραγώνου γνωριζόμασταν και με κάποια ήμασταν και συμμαθητές, σπάνια μέναμε εκεί για να παίξουμε.
 Εξαίρεση αποτελούσε η βραδιά του Άι-Γιαννιού. Το μικρό εκκλησάκι που  βρισκόταν μέσα στο κτήμα γιόρταζε και η πόρτες του κτήματος άνοιγαν για μια πανηγυρική λειτουργία. Πολύς κόσμος μαζευόταν και στο τετράγωνο άναβαν φωτιά, τη φωτιά του Άι-Γιαννιού. Καρέκλες έβγαιναν, σουβλάκια ψήνονταν, κασετόφωνα βρωντοφώναζαν λαϊκά άσματα και κάποιοι πηδούσαν μέσα από τη φωτιά. Δεν ήταν μόνο οι νέοι που πηδούσαν, αλλά και οι μεγαλύτεροι. Άνδρες και γυναίκες.
Αυτή είναι η παιδική μου ηλικία. Παιχνίδια και πυγολαμπίδες στο σκοτάδι του παράδρομου και μια υπέρλαμπρη φωτιά στο τετράγωνο.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ντρέπομαι για την προηγούμενη ανάρτησή μου.Αναδημοσιεύω απο το blog της Κατερίνας.

Μια ευκαιρία για τον Παύλο!

Ο Βασίλης είναι ο μπαμπάς του Παύλου. Ο Βασίλης έχει νονά τη μαμά μου, οπότε είναι σαν να λέμε πνευματικός της γιος. Αυτό πάντα μας έκανε λίγο...συγγενείς. Όταν ήμασταν μικρά και πηγαίναμε στο χωριό ο Βασίλης που είναι λίγο μεγαλύτερος μου κρυβόταν στα σκοτάδια και όταν περνούσαμε με την ξαδέρφη μου μας κατατρόμαζε και ουρλιάζαμε σαν χαζές. Μεγάλο κάθαρμα  ο Βασίλης που από μικρή με φώναζε κουμπάρα για να μου σπάσει τα νεύρα και πάντα τα κατάφερνε! Τελικά κατάφερε να με κάνει και κανονική του κουμπάρα μιας κι εγώ τελικά τον πάντρεψα!!!
Ο Βασίλης ήταν πάντα ένα χαρούμενο παιδί, έτσι τον θυμάμαι πάντα, μα τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει...
Έχει τρεις γιους. Περήφανος για τον κάθε έναν από αυτούς, μα εδώ και δυο χρόνια ζει το αδιανόητο γιατί η οικογένεια του ζει το αδιανόητο!
Θα σας συστήσω τον μεσαίο του γιο τον Παύλο. Ο Παύλος είναι δεκαεπτά χρονών, όμορφος σκέτο αστέρι αφού κατάφερε και πήρε τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά και των δυο γονιών του! Τρελαίνεται να παίζει μπάσκετ, να ζει έντονα, να βγαίνει με τους φίλους του...αγαπά τους υπολογιστές και τη μουσική...μα  δεν μπορεί να χαρεί τίποτε από όλα αυτά γιατί τα τελευταία δύο χρόνια έγινε μαχητής της ζωής. Της δικής του ζωής.
Διαγνώστηκε με μια επιθετική Λευχαιμία τύπου Τ και παρόλο που ο αδερφός του είναι συμβατός δότης ο οργανισμός του δεν δέχθηκε την μεταμόσχευση μυελού των οστών...κι αυτό έφερε μια ακόμη ανατροπή, μια αγωνία και μάχη με το χρόνο...Ο Παύλος πρέπει άμεσα να φύγει στην Αμερική! Στην Βοστόνη. Στον τόπο των θαυμάτων. 
Τα παιδιά ζουν σε ένα μικρό χωριό στον τόπο καταγωγής της μαμάς μου κι είναι εντυπωσιακό πως όλο το χωριό κινητοποιήθηκε κι άρχισε να διοργανώνει εράνους και μπαζάαρ και κάθε λογής διοργανώσεις με στόχο να μαζευτούν χρήματα και κατάφεραν πολλά, μα απέχουμε πολύ από το στόχο! Είναι εντυπωσιακό και συγκινητικό πολύ πως μια μικρή και φτωχική κοινότητα ανθρώπων οργανώνεται για να βοηθήσει μια οικογένεια που υποφέρει. Για να χαρίσει ελπίδα, σε ένα παιδί!
Είναι εντυπωσιακό πως ένα παιδί που κινδυνεύει γίνεται χωρίς δεύτερη σκέψη, παιδί μας! 
Με συγκίνησε αυτή η αυταπάρνηση, αυτή η τρομερή δύναμη των ανθρώπων...

Στο τηλέφωνο ο Βασίλης ήταν σκεπτικός. "Είναι πολλά τα χρήματα που χρειαζόμαστε" μου είπε...μα δεν γίνεται να απογοητευτούμε και να μην προσπαθήσουμε. Δεν γίνεται να μην δώσω στο παιδί μου αυτή την ελπίδα!"
Δεν μιλούσα πια με το Βασίλη, τον φίλο, κουμπάρο, κολλητό από τα παλιά που κάναμε φάρσες και γελούσαμε. Μιλούσα με έναν πατέρα σε αγωνία. Σε φόβο...Πως είσαι; Τον ρώτησα. 
"Όσο ο  Παύλος είναι καλά και  δεν τα παρατάει είμαι καλά!" 
Συγκινήθηκα βαθιά... Πως είναι η ψυχολογία του παιδιού; τον ρώτησα ξανά.  
''Αν τον δεις θα σκεφτείς πως φαίνεται λίγο ταλαιπωρημένος κι είναι αδυνατισμένος, κατά τα άλλα είναι θηρίο! Δίνει μεγάλο αγώνα, παλεύει ασταμάτητα δυο χρόνια τώρα! και δίνει σε όλους μας δύναμη." Μιλούσε με τόση περηφάνια για το γιο του... Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα...
Το να κινδυνεύει η ζωή του παιδιού σου είναι κάτι το τρομερό. Ξέρω πως υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι που ζουν με αυτό το φόβο που εμείς δεν μπορούμε να διανοηθούμε...μα τώρα, αυτοί οι τρομαγμένοι γονείς είναι άνθρωποι κοντινοί. Άνθρωποι που αγαπάμε, άνθρωποι που νιώθουμε την αύρα του τρόμου τους...
Αγαπημένοι...Αυτή η ανάρτηση αφορά ένα παιδί...Ένα δεκαεφτάχρονο πλάσμα, που έχει πολλά να δει και να νιώσει και να ζήσει και έχει δικαίωμα στο όνειρο και στην ελπίδα...Δυο χρόνια τώρα οι γονείς και τα αδέρφια του Παύλου ζουν με τη συνεχή απειλή, πως θα τον χάσουν και χρειάζονται να ανάψουν ένα φως στο σκοτάδι που ζουν.
Αν μπορούμε όλοι εμείς οι άνθρωποι να τους χαρίσουμε μια ευκαιρία...Μια ευκαιρία για το πολυτιμότερο αγαθό. Την ίδια τη ζωή!
Χρειάζονται πολλά χρήματα μα είμαστε κι εμείς πολλοί και το περίσσεμα μας λίγο, μα το περίσσεμα αγάπης πολύ!
Είναι Παρασκευή κι ακολουθούν ημέρες ξεκούρασης αγαπημένοι και αν μπορούμε όλοι αυτό το Σαββατοκύριακο να στερήσουμε από τον εαυτό ή από τα παιδιά μας κάτι μικρό, ένα σακουλάκι πατατάκια, ένα παγωτό, ένα σινεμά, μια μπύρα, μια πίτσα...και να προσφέρουμε αυτά τα δυο, τρία, πέντε ευρώ για να χαρίσουμε ελπίδα στο αγόρι μας!
Δεν σας το ζητώ αγαπημένοι, μα ελπίζω...ελπίζω πραγματικά στα θαύματα της ζωής κι εσείς με κάνατε να πιστεύω ακόμη περισσότερο στο θαύμα των ανθρώπων! 
Σας παραθέτω τον αριθμό μέσω του οποίου η οικογένεια προσπαθεί να συγκεντρώσει όσο πιο άμεσα γίνεται ένα αξιοσέβαστο και πολυπόθητο ποσό για να μπορέσει να μεταφερθεί ο Παύλος στη Βοστόνη.
ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΣΟΥΣΑΝΑ
Τηλέφωνο Επικοινωνίας Σουζάνα Κυριακίδου Μαμά Παύλου
6986789490 
...................................................................
Δυστυχώς ο χρόνος είχε άλλα σχέδια για τον Παύλο....
Θερμά συλληπητήρια στην οικογένεια καιτους οικείους...
 http://pistos-petra.blogspot.gr/2016/03/kalo-taksidi.html?showComment=1459590324396#c1047693357530571077

Είμαι έξαλλη!!!!

Προσπαθώ και σήμερα να βρω την καλή μου διάθεση και ηρεμία μέσα από χαριτωμένη ελληνική swing.
Μάταια!!! Κοιμήθηκα ελάχιστα, στριφογύριζα και σκεφτόμουν. Βασανίζομαι από αυτό που λένε οι Γάλλοι "το πνεύμα της σκάλας". Το να χάσεις τα λόγια σου και να μην αντιδράσεις τη στιγμή που ακούς κάτι προσβλητικό, και να σου έρθουν όλα μαζεμένα όταν έχεις πια φύγει από το χώρο και το χρόνο της συζήτησης.
Περνάω εξαιρετικά δύσκολη περίοδο προσπαθώντας να μείνω ψύχραιμη και να μη λειτουργώ εν θερμώ, ενώ κανείς δεν φαίνεται να έχει παρόμοια διάθεση...
Χτες πήγα να πάρω το γιο μου από ένα παιδικό πάρτι. Πριν από λίγες μέρες ο δικός μου έπαιξε τις μπουνιές με ένα αγόρι. Το συγκεκριμένο παιδί δείχνει προκλητική και προσβλητική συμπεριφορά σε μικρούς και μεγάλους από την πρώτη δημοτικού,ενώ η μαμά του κάνει συνεχώς κήρυγμα σε όλους πως όλα τα παιδιά πρέπει να είναι φίλοι και να παίζουν μαζί.Στους δασκάλους που της επισημαίνουν προβλήματα ή κάνουν παράπονα  για τη συμπεριφορά του γιου της έχει πάντα να προτείνει ένα παιδαγωγικό τρικ για να προωθήσουν τη σύμπνοια στην τάξη. Πάρτη γενεθλίων με παράσταση από κλόουν στην τάξη, κεράσματα, και πάνω απ' όλα διάθεση να αποκατασταθεί η τάξη και η σύμπνοια το συντομότερο δυνατόν.
Και θα με ρωτήσετε πού είναι το λάθος, μακάρι να έκαναν το ίδιο όλες οι μαμάδες θα μου πείτε.
Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε και μένα σχεδόν έξι χρόνια για να το καταλάβω. Δεν συμπαθούσα τη συγκεκριμένη οικογένεια, μου φαίνονταν γλίτσες, θρασύδειλοι και επιφανειακοί φανφαρόνοι. Αλλά περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα...Το θέμα ήταν καθαρά του σχολείου. Ο γιος μου μου μετέφερε τα γεγονότα, αλλά αφού δεν τον αφορούσαν δεν έδινα συνέχεια. Με ενδιέφερε μόνο η δική του γνώμη. Έβλεπα ότι αντιμετώπιζε τις καταστάσεις με σωστή κρίση και ωριμότητα, συχνά μεγαλύτερη από των δασκάλων, και χαιρόμουν που το παιδί μου έχει αξίες και διαμορφώνει ένα χαρακτήρα ωραίο και αληθινό. Χαμηλών τόνων δεν είναι,έχει το θάρρος της γνώμης του και αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να σέβεται, αλλά να μην εξαρτάται από τη γνώμη των άλλων.
Υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο...και την εφηβεία...
Πριν μια εβδομάδα έφτασαν να παίξουν κλωτσομπουνίδι οι δυο τους. Αιτία ήταν πάλι οι προσβολές και η επίθεση που δέχτηκε ο δικός μου, τα οποία ανταπέδωσε και ξάπλωσε κάτω τον άλλο. Όταν μου τα είπε, του έκανα το σχετικό κήρυγμα περί του δεν χτυπάμε και όταν θυμώνουμε φεύγουμε κλπ. Παραδέχτηκε το λάθος του, μάλιστα είχε ήδη ζητήσει συγγνώμη από το συμμαθητή του. Ενημέρωσα το διευθυντή του σχολείου ότι έχω επιληφθεί του θέματος και ότι είμαι διαθέσιμη για συνεργασία και θεώρησα το θέμα λήξαν.
Δεν ήταν καθόλου έτσι...
Όπως ανακάλυψα, όλα τα λόγια και οι χειρισμοί της μαμάς αφορούσαν τρίτους και εμπλεκόμενους και επ'ουδενί το βλαστάρι της! Δύο μέτρα, δύο σταθμά. Ξέρουμε το σωστό και το επιβάλουμε στους άλλους, τους κρίνουμε και ζητάμε τα ρέστα αν δεν ακολουθήσουν τους κανόνες, αλλά εμείς είμαστε στο απυρόβλητο.
Το θέμα είναι ότι αυτό γίνεται με τόση μαεστρία που δεν μπορείς να δεις με την πρώτη ματιά πού χωλαίνει το θέμα.
Και φτάνουμε στο επίμαχο βράδυ όπου πάω να μαζέψω τον κανακάρη μου από πάρτι, βρίσκω την άλλη μαμά εκεί, να φυλάει σκοπιά για να μη χτυπήσει ο δικός της κανακάρης. Κι όταν τα παιδιά διαπληκτίστηκαν σχετικά με το πολύ σοβαρό θέμα ποιος νίκησε στα nerf, επενέβη και τους μάλωσε. Ο γιος μου ζήτησε να φύγει αλλά δεν τον άφησαν και δεν με ενημέρωσαν (οι γονείς που φιλοξενούσαν το πάρτι) Θεωρώντας ότι δρουν σαν ειρηνοποιοί.
Όταν έφτασα ο γιος μου με ενημέρωσε με περηφάνια ότι όλα πήγαν καλά και ζήτησε ξανά συγγνώμη από το συμμαθητή του και τον ρώτησα αν συνέβη και κάτι άλλο και ξαναζήτησε συγγνώμη.
Βρήκαν, λοιπόν, ευκαιρία οι δύο μαμάδες να ξανακάνουν κήρυγμα περί φιλίας των λαών, αδελφοσύνης και μη βίας. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, δεν κάθισα να ακούσω, κάτι είπα περί αμοιβαίου σεβασμού και αποχώρησα.
Σήμερα ρώτησα το γιοκαρίνι τι έγινε και μου είπε τα καθέκαστα.
Και αναρωτιέμαι πώς γίνεται τόσο σωστά πράγματα να ακούγονται τόσο λάθος.
Καταλήγω πως έκανα σωστά που έφυγα, έδωσα το παράδειγμα στο γιο μου. Όμως πρέπει κάπως να αποκαταστήσω το δίκιο του. Σκέφτομαι να πάρω την άλλη μαμά και να της ζητήσω να μην απευθυνθεί ξανά στο γιο μου. Θέλω να της πω οτι δεν με ενδιαφέρει να είναι φίλος με όλους με ενδιαφέρει μόνο να τους σέβεται. Να της πω οτι του μαθαίνω να είναι φίλος με λίγους και να σέβεται τους πάντες και όχι να είναι με όλους φίλος χωρίς να σέβεται κανέναν.  Γιατί εκεί νομίζω οτι το έχουμε χάσει όλοι το νόημα. Λέμε μεγάλα λόγια και ξεχνάμε την ουσία.
Ξέρω οτι θα έπρεπε να μου αρκεί που το μαθαίνω στο γιό μου και να τους αφήσω να κουρεύονται, αλλά και τόση ατιμωρησία φέρνει τελικά τα πάνω κάτω. Χάνουμε το δίκιο μας και τελικά η ατιμωρησία και η αμνηστία γίνονται δεδομένα.
Θα ήθελα να τα έχω πει όλα αυτά εχθές μπροστά σε όλους και κυρίως στο γιο μου.
Δυστυχώς όμως, όπως λέει και ο Ντιντερό όταν έχεις έντονο το αίσθημα της αδικίας που σου γίνεται, μπερδεύεσαι και δυσκολεύεσαι να απαντήσεις. Έρχεται όμως το πνεύμα στις σκάλες, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να ζητήσει αποκατάσταση.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Swinging Hermine...

Δεν ξέρω τί θα έκανα χωρίς μουσική....Δεν ξέρω να παίζω κανένα όργανο, δεν ξέρω να διαβαζω νότες, κι απο φωνή....θά 'θελα να γράψω "κορμάρα" αλλά ούτε αυτό ισχύει...
Αλλά ακούω! Κι απο τη στιγμή που ακούω...η μουσική μπορεί να μου αλλάξει τη ζωή...
Και χορεύω κιόλας! Και κυρίως, καθώς ακούω και χορεύω, ονειρεύομαι! Τί άλλο να ζητήσει κανείς.....

Λα Λα Λαλα!!!!

ΥΓ. Παιδιά, παρατηρώ οτι σε πολλά απο τα blogs που παρακολουθώ, υπάρχει εφαρμογή για να εντάξεις κανάλι μουσικής. Αν κάποιος έχει διάθεση, μπορεί να με διαφωτίσει πώς μπορώ να το κάνω;
Θα είμαι υπόχρεη!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!!!!

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ελαφριά ψυχή...

Καλημέρα σε όλους...
Ωραίο μελαγχολικό πρωινό σήμερα με συννεφιά και λίγη βροχή. Χαλαρή, λίγο blues, μουσική στο κασετόφωνο και σαν να μου αρέσει λίγο περισσότερο που είμαι μόνη μου. Σα να το προτιμώ απ' οτιδήποτε άλλο και σαν να με αγαπάω λίγο πιο πολύ σήμερα! Σα να μου αρέσω λίγο περισσότερο...
Σα να μου αρέσουν και οι άλλοι λίγο περισσότερο... Σα να μη με τσαντίζουν τόσο πολύ και σα να τους καταλαβαίνω λίγο περισσότερο....
Τι ωραία!
Πόσο θα ήθελα να προσφέρω αυτή την αίσθηση στους αγαπημένους μου. Πώς θα μπορούσα να τους την κάνω δώρο....Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να στείλω την αγάπη μου, τη ζεστασιά που νιώθω γι αυτούς και την εικόνα τους, τόσο υπέροχη όσο είναι μέσα στο μυαλό μου. Να δουν τον εαυτό τους με τα μάτια μου και να τον αγαπήσουν όσο κι εγώ. Να δουν πόσο ανεκτίμητοι είναι, αναντικατάστατοι και μοναδικοί.Και ν' αφήσουν πίσω τις στενοχώριες τους, τις ανασφάλειες και τα άγχη για πράγματα δευτερεύοντα, μικρά.

Στέλνω τη σκέψη μου στο μικρό μου αγόρι, που πια δεν είναι τόσο μικρό. Πλησιάζει τα 12 και αρχίζει τις μάχες του. Παλεύει με τον εαυτό του και με τους άλλους. Με αυτούς που παλεύουν τον εαυτό τους... Του στέλνω δύναμη και κουράγιο. Την αγάπη μου και την πίστη μου. Τη βαθιά μου πεποίθηση οτι είναι απόλυτα ικανός να βρει και ν' αγαπήσει τον εαυτό του, να βαδίσει στο δρόμο του χαμογελαστός και να κάνει επιλογές που θα τον κάνουν δυνατότερο. Είτε με τον εύκολο, είτε με το δύσκολο τρόπο- (ελπίζω πάντα με τον εύκολο, μια μάνα είμαι κι εγώ, πόσο να υπερβώ τον εαυτό μου;).

Παίρνω βαθιά ανάσα και θυμίζω στον εαυτό μου οτι πρέπει να μείνω ένα βήμα πίσω του. Αυτός πρέπει να πηγαίνει μπροστά, κι εγώ απλά να ακολουθώ....
Καλημέρα, παιδί μου. Σου εύχομαι να περπατάς πάντα με την ψυχή ελαφριά, όπως είναι σήμερα η δική μου!

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Βίρα τις άγκυρες....



Σηκώνω κι εγώ τις άγκυρες για να φύγω ταξίδι προς τα πίσω....στο πρώτο βιβλίο που διάβασα, όπως και η Μαρία από το my trips on blog  που εμπνεύστηκε από τον Γιάννη και πάει λέγοντας...
Συμμετοχή στην πρόσκληση να γράψουμε για το πρώτο βιβλίο που διαβάσαμε και να ταξιδέψουμε πιιιίσω, στα βιβλία με το χοντρό εξώφυλλο και το πολυτονικό...



Γαλάζια βιβλιοθήκη - Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ

"Οι περιπέτειες του Τόμ Σώγιερ".-Μαρκ Τουαίν

Το πρώτο!!! Εξαιρετικό, περιπετειώδες, με χιούμορ και λίγο θρίλερ...Μου το αγόρασε η μαμά μου από το βιβλιοπωλείο της φίλης της, της Μαρίτσας...
Το δάνεισα κάποια χρόνια μετά σε έναν μαντράχαλο με γλαρό βλέμμα... Είχαμε περάσει όλο το καλοκαίρι στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι που είχαν νοικιάσει οι δικοί μου για να δουλέψουν αυτοί και να κάνουμε μπάνια εμείς. Μέναμε σε ένα δωμάτιο πίσω από την κουζίνα. Το οίκημα ανήκε στους δικούς του που έμεναν σε ένα καλυβάκι στο παρακείμενο χωράφι. Η μαμά του είπε στη δική μου οτι και ο γιος της διαβάζει...όλη την ώρα. Αυτό που δεν ήξεραν οι μαμάδες είναι οτι το δεκαεφτάχρονο αγόρι διάβαζε συνεχώς εικονογραφημένες τσόντες. Τις ανακάλυψα ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι που δεν πήγα για μπάνιο...Κάτω από ένα δέντρο στο χωράφι, είχαν βάλει ένα ντιβάνι και τραπέζι με καρέκλες, σαν κατασκήνωση, σαν τσαντίρι...Έλειπαν όλοι, κάποιοι για δουλειά, κάποιοι για μπάνιο. Πήρα μια πορτοκαλάδα και πήγα να καθίσω κάτω από την παχιά σκιά του δέντρου. Μέσα σε ένα κασόνι είδα κάτι βιβλία και πήρα ένα στα χέρια μου... Επιμορφωτικό, στ'αλήθεια.... Το άφησα στη θέση του. Όταν φύγαμε για την πόλη ο Τομ μου ήταν ακόμα στο καλυβάκι... Δεν τόλμησα να χτυπήσω την πόρτα της καλύβας για να τον ζητήσω...Μάλλον ακόμα θα είναι εκεί...Αν ζούσε ο Μαρκ Τουαίν σίγουρα θα του το έγραφα! Ο Τόμ Σώγιερ ανάμεσα σε υγρές θηλυκές χαράδρες και ορθωμένους ανδρισμούς.... Θα έκανε κάτι γέλια....








Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αυλαία.




 http://fridge.gr/wp-content/uploads/2013/02/Edvard-Munch-The-Kiss-1897.jpg?9d7bd4


 Ο  Μανώλης μπήκε στην αυλή κι έριξε μια ματιά γύρω. Το κοτέτσι ήταν από ώρα  κλεισμένο.  Μια παρδαλή γάτα γλειφόταν δίπλα στο γεράνι.
Ένα  παράθυρο φωτιζόταν απαλά. Αυτό το απαλό φώς έμοιαζε να φτάνει μέχρι μέσα του, να τον φωτίζει και να τον ηρεμεί. Πριν οι ευθύνες, οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί προλάβουν να ανοίξουν  δρόμο μέσα στο μυαλό του, πήρε βαθειά ανάσα και ξεκίνησε. Δεν είχε σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να χτυπήσει την πόρτα της. Μετά θα έβλεπε..
Η Ασημίνα σάστισε που τον είδε να στέκεται μπροστά της. Έκανε ένα βήμα πίσω για να τον προσκαλέσει να μπει στην κάμαρα.
Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι.
-Καλησπέρα, είπε ο Μανώλης.
- Καλησπέρα, Μανώλη, απάντησε η Ασημίνα.
Του άρεσε που άκουσε το όνομά του. Πήρε θάρρος σαν  να το είχαν ξεχωρίσει μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων. Όπως όταν ήταν μικρό παιδί και αλήτευε όλη μέρα στα παιχνίδια και άκουγε ξαφνικά τη φωνή της μάνας του να τον καλεί. Μόνο εκείνον από όλο το παιδομάνι. Ήταν γλυκιά η γεύση της παιδικής ελευθερίας,  μα πιο γλυκιά ακόμα η αίσθηση του να ανήκεις κάπου, να σε φωνάζουν με το όνομά σου.
Χαμογέλασε.
-Πέρασα να δω αν είναι όλα εντάξει... Αν εσύ είσαι εντάξει. ..
- Ναι. Ναι όλα είναι εντάξει. Και εγώ.
Η Ασημίνα  κοίταξε γύρω-γύρω την κάμαρα. Αισθανόταν αμήχανα μ' αυτόν τον άνδρα μέσα στο σπίτι της, κι όμως δεν ήθελε να φύγει. Προσπαθούσε να βρει τρόπο για να τον κρατήσει περισσότερο.  Του έδειξε μια καρέκλα για να καθίσει και γύρισε στο παραγώνι. Έβγαλε το τηγάνι και έριξε  δύο αυγά. Ο Μανώλης την παρακολουθούσε.
-Άφοβη ήσουν σήμερα! Ρίχτηκες κατευθείαν στη φωτιά να βγάλεις την Παναγιώτα. Αν δεν την προλάβαινα εγώ, θα την είχες βγάλει εσύ.
-Κάποιος θα το έκανε. Εγώ, εσύ.
Έμεινε ο απόηχος των λόγων της να καμπανίζει στο δωμάτιο. Εγώ... Εσύ.. Εγώ κι εσύ...
Η Ασημίνα ακούμπησε τα πιάτα στο τραπέζι. Έφερε ψωμί, τυρί, κρασί και δύο ποτήρια. Τελευταία έφερε δυο πιρούνια και το μαχαίρι για το ψωμί, όπως έκανε ο πατέρας της. Έτσι κανείς δεν έμπαινε στον πειρασμό να ξεκινήσει να τρώει πρώτος, πριν καθίσει κι ο άλλος.
Ο Μανώλης έριξε κρασί στα ποτήρια και σήκωσε το δικό του.
-Καλώς σε βρήκα, Ασημίνα, είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Καλώς σε βρήκα και καλώς με δέχτηκες.
-Καλώς όρισες και καλώς σε δέχτηκα, Μανώλη.

Μια  πορφυρή αυλαία έκλεισε έξω τη νύχτα. Έμειναν να κοιτάζονται με τα  ποτήρια μετέωρα,  χωρίς να νοιάζονται για αχρείαστα χειροκροτήματα..







Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο 5ο "Παίζοντας με τις λέξεις", ένα παιχνίδι που το διασκέδασα πολύ.
Στέλνω και απο εδώ τα συγχαρητήριά μου και τις ευχές μου σε όσους συμμετείχαν...
Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/12/5-6-12.html#ixzz3ulSwtoSp

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ξανά, μάνα.

 



Ένα μήνα μετά ξανά μανά τα ίδια...
Ζορίζομαι πολύ. Είμαι πολύ στενοχωρημένη. Την έσκασα τη μάνα,αλλά με έσκασε χειρότερα. Αμ, δεν το φαγες τ'αρνί , Μιχαλάκηηη, εκείνο σ'έφαγε.....
Αποτέλεσμα δεν βγαίνει, έχω παραιτηθεί χρόνια τώρα. Αλλά δεν μπορώ να δέχομαι καταστάσεις που με δυσκολεύουν έτσι αναίμακτα πάντα. Πόσο ζέν πια....
Έχει προστεθεί και η αίσθηση του τέλους χρόνου που τελευταία σκέφτομαι διαρκώς.
Θέλω να είμαστε συμφιλιωμένες.
Έχω τη φήμη μεγάλης αναίσθητης αλλά το να της πώ οτι ήρθα να τα βρούμε γιατί δεν θέλω να πεθάνει και να είμαστε μαλωμένες το βρίσκω μάλλον κακόγουστο...Λες όμως.....
Περιμένω να γίνει το κοτόπουλο με τις χυλοπίτες και θα της πάω ένα ταπεράκι. Μαζί με ένα μπουκάλι ξύδι.!


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Να πει κανείς ή να μην πει...

Γίνομαι πολύ κακιά με τους ευαίσθητους. Μου σπάνε τα νεύρα. Τους θεωρώ απο τα μεγαλύτερα καθίκια.
 Έχετε γνωρίσει πιο εγωπαθείς ανθρώπους απο τους ευαίσθητους; Τα πάντα γυρνάνε γύρω απο αυτούς και τις ευαισθησίες τους. Δεν θέλουν να ενοχλήσουν γι αυτό δε σε παίρνουν τηλέφωνο. Πληγώνονται όμως που δεν πήρες εσύ. Κλείνονται στο καβούκι τους γιατί μόνο εκεί νιώθουν ασφαλείς, δε λένε ποτέ τι νιώθουν, αλλά φταίς εσύ που δεν τους καταλαβαίνεις.
Θεωρούν τους εαυτούς τους εξαιρετικούς, μάρτυρες, έτοιμους να θυσιάστουν για όλους, αλλά περιμένουν να εκθειάσεις την αυτοθυσία τους και να τους δώσεις την ευκαιρία να απεραντολογήσουν για το πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έκαναν για σένα.
Φίλοι, οικογένεια, συνεργάτες, κανείς δεν ενδιαφέρεται γι αυτούς. Αν τους προσφέρεις το παραμικρό θεωρούν οτι απλά σου περισσεύει και το δίνεις.
Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν το πρόγραμμά τους, που συνήθως περιλαμβάνει και θεραπείες για ασθένειες για τις οποίες είναι διατεθιμένοι να κάνουν τα πάντα εκτός απο το να τις αντιμετωπίσουν.
Δεν μπορούν ποτέ να μοιράσουν το χρόνο τους ωστε να χωρέσεις. Έχουν πάντα τόσες υποχρεώσεις γιατί, ξέχασα να σου πώ, η γή δεν γυρίζει αν δεν είναι αυτοί εκεί.  Πού, ρωτάς; Δεν ξέρω να σου πω....
Είναι πάντα εκεί όταν έχεις προβλήματα, αρκεί να βολεύει το πρόγραμμα των παιδιών, να έχει ο σύζυγος καθαρό πουκάμισο, να πας εσύ σπίτι τους για καφέ, γιατί δεν οδηγούν, οχι σήμερα όμως γιατί όλο το πρωί έτρεχαν να αγοράσουν ένα γραμματόσημο και τους έπιασε ποδάγρα.
Και βέβαια πληγώνονται όταν ανακαλύπτουν οτι δεν είναι μοναδικοί στη ζωή σου. Είναι φανερό οτι κάνεις  άλλους φίλους γιατί αυτοί δεν ειναι αρκετοί... γιατί μεγαλοπιάνεσαι και θελεις να έχεις φίλους πιό όμορφους, πιο πλούσιους, πιο in. Φίλους με τους οποίους πας για καφέ και για ποτό και που συζητάς για θέματα που αυτοι (οι ευαίσθητοι) δεν γνωρίζουν. Αν βέβαια τύχει να γνωρίσουν κάποιον απο τους υπόλοιπους φίλους σου, θα καθήσουν μούγκα, να ακούν και να συγκεντρώνουν πληροφορίες, κινήσεις, υπονοούμενα που θα τους πληγώσουν και θα τους κάνουν να αισθανθούν άσχημα. Και δεν θα θέλουν να τους ξαναδούν στα μάτια τους αυτούς τους φίλους, οπότε πάντα θα βρίσκουν μια καλή δικαιολογία για να μην πατάνε ποτέ στις γιορτές και τις μαζώξεις σου. Άποψη όμως θα έχουν για όλους και για όλα, και θα είναι, βέβαια, αρνητική και μίζερη. Γιατί σαν ευαίσθητοι που είναι, αυτοί πιάνουν vibes και υπονοούμενα, που εσυ, σαν χοντρόπετσος, δεν αντιλαμβάνεσαι. (Να σου βάλει, ο ευάισθητος, φουρνέλο στο σπίτι με δυό κουβεντούλες, να τρέχεις και να μην φτάνεις... και αν ζητήσεις το λόγο, πέφτει και στα πατώματα με την αδικία που του έκανες, να του βρείς ψεγάδι).
Πιο εύκολα αποσπάς απο τον Σκρουτζ Μακ Ντακ την τυχερή του δεκάρα, παρά μια συγγνώμη απο έναν ευαίσθητο. Μπορεί να επικαλεστεί μέχρι και τον προπάππο του που είχε δώσει φούσκο στον παππού του με αποτέλεσμα τα ψυχικά τραύματα να κληροδωτηθούν όλα σε αυτόν, (η υπόλοιπη οικογένεια δεν πήρε τίποτα, όλα τα βάσανα τα πλήρωσε αυτός), αλλά συγγνώμη απο τα χειλάκια του μην περιμένεις.  Το πιο πιθανό είναι να ζητήσεις εσύ συγγνώμη που τον πλήγωσες λέγοντάς του οτι σε πλήγωσε. Και μετά ξεκινάει η μνησικακία του ευαίσθητου....
Ουαί κι αλοίμονο !!!!!!! Ο ευάισθητος δεν ξεχνάει το κακό που του έκανες ούτε στο νεκροκρέββατό σου. Γιατί να είσαι σίγουρος οτι θα σε θάψει. Και θα φροντίσει στην ολονυχτία να αναφέρει πόσο καθίκι και χοντρόπετσος ήσουν εσύ, (ο συχωρεμένος) και πόσο ευαίσθητη ψυχή είναι αυτός που δεν κράτησε κακία και ήρθε να σε νεκροστολίσει. Και θα διατείνεται οτι σε ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα, ακόμα κι αν δεν είχε καμία ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή σου απο τότε που απέκτησε δική του. Είπαμε, αυτός είναι ευαίσθητος και τα πιάνει όλα στον αέρα. Δε χρειάζεται να κρατήσει επαφή μαζί σου για να σε ξέρει. Αυτός τον ψυχολογεί τον άνθρωπο που έχει απέναντί του, κρίνοντας απο την πλούσια γκάμα συναισθημάτων που εκπορεύεται κατευθείαν απο το στομάχι του.
Ίσως γίνομαι άδικη. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι με ευαισθησία ψυχής, με ενσυναίσθηση και διάθεση να ακούσουν το διπλανό τους και  να τον γνωρίσουν πραγματικά και όχι επιφανειακά. Άνθρωποι που δέχονται τον άλλο όπως είναι και δεν βιάζονται να βγάλουν κλισέ συμπεράσματα.
Έχω γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους και νιώθω πολύ τυχερή. Έχω γνωρίσει όμως και τους άλλους, τους "ευαίσθητους". Αυτούς που η ευαισθησία τους εξαντλήται στον εαυτό τους και δεν τους περισσεύει ποτέ χρόνος ή διάθεση για τον διπλανό. Αυτούς που είναι τόσο απασχολημένοι με τον εαυτό τους που δεν μπορούν να χαλαρώσουν λεπτό και καταλήγουν να μην μπορούν να αναγνωρίσουν και να πάρουν ευθύνη για τα ίδια τους τα συναισθήματα. Φτιάχνουν λοιπόν μια πανοπλία, τάχαμου για να προστατευτούν, στην πραγματικότητα όμως για να κρατήσουν όλους τους άλλους έξω. Γιατί αν τυχόν κάποιος πλησιάσει, θα δεί πόσο κενοί είναι. Κι ο μόνος λόγος γι αυτό το κενό είναι ο φόβος να ανοιχτούν, να εκτεθούν, να κάνουν λάθος και να φανούν λίγοι, άνθρωποι...Δεν αντέχουν οι ίδιοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους και φοβούνται όταν τους κοιτάζουν οι άλλοι...
Τί να κάνω λοιπόν, με τους ευαίσθητους στη ζωή μου; Τους αγαπάω και τους μισώ ταυτόχρονα. Με θλίβει αδιάκοπα η έλλειψη επικοινωνίας μαζί τους και με τσαντίζει η μιζέρια τους. Με κάποιους θέλω να σταματήσω να έχω σχέσεις, με άλλους αυτό είναι αδύνατο. Είπα να τους μιλήσω, να τους δείξω πόσα χάνουμε όλοι με αυτό τους το συνεχή φόβο να μην πληγωθούν και να μη βρεθούν να έχουν κάνει λάθος.
Είμαι όμως σίγουρη οτιμόνο χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα. Λέω, λοιπόν, να σιωπήσω.



Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Λίγες ώρες αργότερα....

Όλο το βράδυ χόρευα με τη χαρούμενη συντροφιά μου..... Κάποιοι έδιναν παραγγελιές και έβαζαν κολλαριστά χαρτονομίσματα στις τσέπες των οργανοπαιχτών. Οι υπόλοιποι χόρευαν στο ρυθμό, πότε πηδώντας ψηλά, πότε κάνοντας μικρά βήματα μπρος-πίσω, πότε σχηματίζοντας μεγάλους κύκλους και πότε ζευγάρια. Η ορχήστρα έπαιξε τα πάντα με κέφι κι άλλαζε ρυθμό κάθε φορά που οι χορευτές φαίνονταν να κουράζονται ή να χάνουν το κέφι τους.


'Ένιωθα μια περίεργη ζάλη.  Είχα πιει και κρασί.... Τη μια στιγμή το κεφάλι μου ήταν βαρύ και τα μάτια μου έκλειναν...και ξαφνικά ένιωθα ελαφριά σαν πούπουλο, έτοιμη να πετάξω ελεύθερη και χαρούμενη... Είχα ξεχάσει τις ιστορίες για τους ανθρώπους της ρεματιάς, δεν σκεφτόμουν τίποτα...
Η νύχτα ήταν ζεστή και το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω, να είμαι χαρούμενη, να δέχομαι το ακίνδυνο φλερτάρισμα των συντρόφων και να αφήνω να πλανιούνται γύρω μου ψεύτικες υποσχέσεις για περιπέτειες που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ, για παραμύθια όπου το "και έζησαν αυτοί καλά..." θα ερχόταν λίγο πριν το ξημέρωμα και όλοι θα πηγαίναμε για ύπνο εξαντλημένοι, μόνοι στα μονά κρεβάτια μας.....
Κάποια στιγμή, πάνω από τον ώμο του αδιάφορου καβαλιέρου μου, το βλέμμα μου μάκρυνε, πλανήθηκε πέρα από τα φώτα της πλατείας. Προσπαθούσα να ξεκουράσω τα νυσταγμένα μάτια μου κοιτώντας μακρυά, αφήνοντας τα να κοιτάξουν τα αχανή σκοτάδια της νύχτας που σε λίγο θα τελείωνε.
Ακούμπησα το μάγουλό μου στο πέτο του και έκλεισα τα βλέφαρα για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξα ξανά, πάγωσα. Η καρδία μου αναπήδησε από τρόμο και έκπληξη. Ο καβαλιέρος μου δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να με οδηγεί σ' ενα αργόσχολο κι αδιάφορο μπλούζ.
Το μυαλό μου καθάρισε ξαφνικά κι ένιωσα φρέσκια και διαυγής σαν να ξυπνούσα απο ύπνο βαθύ και αναζωογονητικό. Τον σκούντηξα και του έδειξα το φωτεινό σημείο στη ρεματιά που τόσο με τάραζε...
Κοίτα, κάτι γίνεται εκεί κάτω....
Μμμμ...Σσσσ μη σσσκέφτεσσσαι τίποτα, εσσσύ κι εγώ....
Ξαφνικά το μυαλό μου καθάρισε. Τον κοίταξα καθώς συνειδητοποιούσα έντρομη πώς ότι άκουγα όλο το βράδυ δεν ήταν τίποτ' άλλο απο συριστικά σύμφωνα βαλμένα σε άψυχες φράσεις. Φράσεις δίχως νόημα που δεν απαντούσαν σε καμία απο τις δικές μου. δεν είχα μιλήσει με κανέναν όλο το βράδυ, κανείς δε μου είχε μιλήσει. άκουγα ομιλίες μπερδεμένες με τη μουσική και με άλλες ομιλίες, μα ήταν μόνο φωνές... Δεν αναγνώριζα κανέναν από τον κόσμο στην πλατεία. Μου φαινόταν σαν να μιλούσαν γλώσσες ακατάληπτες, με λέξεις ελληνικές αλλά με άγνωστο συντακτικό ή πιο σωστά σαν να μιλούσε ο καθένας μόνος του, απαντώντας στον εαυτό του, ακολουθώντας στιχομυθίες χωρίς νόημα.
Σταμάτησα το βήμα μου. Δεν μπορούσα να συνεχίσω, ήθελα να φύγω από εκεί το συντομότερο. Ήθελα να βρεθώ κάτω απο τα σκεπάσματά μου, να κουκουλωθώ και να ξυπνήσω καταμεσήμερο μιας καινούριας μέρας, φωτεινής, χωρίς σκοτάδια. Να βγω και να πώ καλημέρα σε κόσμο που θα μου απαντούσε με τις συνηθισμένες πολυκαιρισμένες φράσεις. Που θα τσακωνόταν και θα έβριζε, που θα παζάρευε και θα αρνιόταν. Που θα φώναζε τα παιδιά κι εκείνα θα αδιαφορούσαν παίζοντας και μετά θα γυρνούσε στο διπλανό να παραπονεθεί για την αδιαφορία των νέων και να αναπολήσουν μαζί τα νιάτα τους λέγοντας αρχαίες ιστορίες.
Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κάποιοι χόρευαν, κάποιοι πλήρωναν, κάποιοι έπαιζαν μουσικοί και κάποιοι ετοιμάζονταν να φύγουν. Ήθελα να φύγω κι εγώ μα δεν τολμούσα να πάρω μόνη μου τα στενά μέχρι το σπίτι. Μου ήταν αδύνατο να πάρω τους σκοτεινούς δρόμους που οδηγούσαν σπίτι μου. Φοβόμουν τις φωτιές που είχα δεί στη ρεματιά, μα τώρα φοβόμουν και το πολύχρωμο και ζωηρό πανηγύρι που είχε πια τη νοσηρή ενέργεια και την κενή λάμψη της τρέλας.

Μια πόρτα έστεκε μισάνοιχτη και άφηνε να φανεί μια φωτισμένη σκάλα σε ένα από τα σπίτια της πλατείας. Κάποιοι ιδιοκτήτες, κυρίως αυτοί που είχαν μεγάλα παιδιά που θα πήγαιναν στο πανηγύρι με τις παρέες τους, ετοίμαζαν τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν αυτές τις παρέες των νεαρών που κατα κανόνα θα έφευγαν τελευταίοι απο την πλατεία εξαντλημένοι και μεθυσμένοι. Άφηναν τις πόρτες ανοιχτές, στα κατώγια στρωμένες φλοκάτες και σε μια γωνιά νερό, ψωμί, ελιές, καφέ και ζάχαρη. Ήταν μια παράδοση που είχαν βρει απο τους δικούς τους γονείς κι αυτοί απο τους δικούς τους. Στο πέρασμα του χρόνου τα πρόσωπα που καθρεφτίζονταν στα τζάμια των παραθύρων μεγάλωναν γερνούσαν κι άλλαζαν κι όμως έμεναν πεισματικά ίδια, τόσο που αν ξεχνιόσουν και κοίταζες μπορεί να έβλεπες τη μητέρα σου δεκαεφτάχρονη να κοιμάται πιό κεί, το μπακάλη αδύνατο και αμούστακο να μασουλάει αχτένιστος μια μπουκιά ψωμί και να σου προσφέρει μια φέτα με μέλι μέσα απο το θολό τζάμι.

Το να βρεθώ ανάμεσα στις θολές αντανακλάσεις του παρελθόντος μου φαινόταν έξαφνα το μόνο λογικό πράγμα. Το μόνο ασφαλές. Άφησα το χέρι του καβαλιέρου μου. Εκείνος φάνηκε να μου λέει κάτι... φφφφ....σσσσ...αααα.....
Γλίστρησα στο φωτισμένο διάδρομο και έριξα μια ματιά πίσω μου. Είχε ένα κορίτσι στην αγκαλιά του. Ένα κορίτσι που μου έμοιαζε πολύ. Ξάπλωσα κολλητά στον τοίχο και πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα, αποκοιμήθηκα. 

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Στο πανηγύρι


Η παρέα άρχισε να με τραβάει, να με σπρώχνει να προχωρήσουμε. 


Πάμε να φύγουμε από δώ... Περπάτα!
Ένας ένας και όλοι μαζί άρχισαν να μου λένε ιστορίες καθώς περπατούσαμε σε εκείνο το λασπωμένο λιθόστρωτο....Μαύρες ιστορίες, σκοτεινές, γεμάτες σκιές που καραδοκούσαν πίσω απ' τα σύδεντρα της ρεματιάς. Μου έλεγαν να μην κοιτάξω πίσω γιατί θα δώ μέσα απ' τους θάμνους μάτια να μας κοιτάζουν. Μάτια τρομερά, άδεια από ζωή κι από βλέμμα. Μάτια που όταν θα τα αντίκριζα, θα πάγωνα από το φόβο, θα γινόμουν για πάντα σκλάβος τους. Μου είπαν ιστορίες για παλικάρια με σαλεμένα λογικά, για γλώσσες λαλίστατες που τους κόπηκε η μιλιά, για ανθρώπους που χάθηκαν, που εξαφανίστηκαν, ιστορίες του χαμού και του θανάτου...
Φοβήθηκα, αγριεύτηκα. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω, μα ούτε και να τρέξω μπροστά, να τους αφήσω και να κρυφτώ στο σπίτι μου, στην ασφάλεια του δωματίου μου. Σαν μουδιασμένη περπατούσα μαζί τους κι αυτό το μούδιασμα με ανακούφιζε σιγά σιγά. Ήμουν μαζί τους, ήμασταν όλοι μαζί. Φοβόμασταν όλοι αυτούς που έμεναν στη ρεματιά, "εκεί κάτω...", αλλά όσο ήμασταν μαζί, δεν θα τολμούσαν να μας πειράξουν. Όσο περισσότεροι γινόμασταν, τόσο πιο ασφαλείς θα ήμασταν. Το στόμα μου στέγνωνε από το φόβο, μα ήμουν με τους συντρόφους μου. Αυτοί θα μου έλεγαν τι πρέπει να κάνω. Αυτοί θα ήταν μαζί μου, αν μου συνέβαινε κάτι κακό. Δε θα ήμουν μόνη. Μούδιαζε το σώμα μου, μούδιαζε η γλώσσα μου, αλλά ακολουθούσα και άκουγα. Έπρεπε να τα μάθω όλα για τη ρεματιά. Όσα περισσότερα ήξερα, τόσο καλύτερα θα μπορούσα να προστατευτώ. Θα μπορούσα να μιλήσω και σε άλλους. Να τους πείσω να έρθουν μαζί μας. Να προσέχουν. Να μην κυκλοφορούν μόνοι, να μην πλησιάζουν εκεί. Να μην παίρνουν το μονοπάτι του δάσους, ούτε καν την ημέρα.

Η νύχτα προχωρούσε, το ίδιο κι εμείς. Είχαμε περάσει τα πρώτα σπίτια του χωριού και σε λίγο θα μπαίναμε στη μεγάλη πλατεία. Ο ρυθμός των οργάνων ήδη δονούσε την ατμόσφαιρα. Σε λίγο θα ακούγαμε τις νότες καθαρά. Και μόλις φτάναμε στην πλατεία θα μπαίναμε κατευθείαν στο χορό. 'Ένιωθα ασφάλεια με τους ανθρώπους γύρω μου. Με είχαν προστατέψει, με είχαν πάρει μαζί τους στο πανηγύρι και σε λίγα λεπτά θα διασκέδαζα μαζί τους και θα ξεχνούσα κάθε φόβο, κάθε περίεργη ιδέα που μπορεί να με οδηγούσε στη ρεματιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσω εκεί.
Μου έφεραν κρασί, Οι ιστορίες φαντασμάτων είχαν γίνει ανέκδοτα. Γελούσαμε, πίναμε, διασκεδάζαμε. Δεν διψούσα πια. Δε φοβόμουν. Δεν ήμουν μόνη. 'Ήμουν μαζί τους. Και ήμασταν όλοι ένα τσούρμο παιδιά, μια παρέα που περνούσε καλά. Ξεφαντώναμε, λέγαμε αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλο. Κι αν λέγαμε και καμιά χοντράδα και στενοχωρούσαμε κάποιον, δεν πείραζε και τόσο. Θα έβρισκε κι αυτός κάτι να πει για κάποιον άλλο και θα γελούσαμε όλοι με το καινούριο θύμα. Αρκεί να μην ήμουν εγώ....
Στη μεγάλη πλατεία τα λαμπιόνια και οι στύλοι φώτιζαν το χώρο, τους χορευτές, τους μουσικούς. Ήταν όλα λουσμένα σε ένα απαλό φως, χορεύαμε και γελούσαμε μέσα σ' ένα φωτεινό κύκλο. Σ' έναν μικρό, αυτόφωτο πλανήτη που περιδινούταν μέσα στο σκοτεινό σύμπαν. Κοιτούσα τα φωτεινά πρόσωπα των συντρόφων μου και γελούσα. Γλεντούσα μαζί τους, τραγουδούσα, χόρευα.... Καμιά κακιά σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό μου. Κανένας φόβος, καμία τραγωδία. Αρκεί να ήμουν μέσα στο φωτεινό μας κύκλο. Αρκεί να μην σκεφτόμουν τίποτα. Αρκεί να μην ξεστράτιζε η ματιά μου στα φοβερά σκοτάδια....



(Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια ενός παλαιότερου
 και μάλλον αυτό ακριβώς κάνει....)

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Για τα 22....

Αγαπημένε μου Βύρωνα,

Κλείνουμε τα 22....

Πρωινό ραντεβού και ποιος να το πίστευε οτι θα τα κατάφερνες να με καταφέρεις.... Εμένα, που μόνο τη νύχτα γλυκαίνει η ματιά μου....
Πρωινό ήταν το πρώτο μας ραντεβού, το θυμάσαι; Τα λόγια σου σταράτα και μετρημένα. Κανένα ρομάντζο, όλα άσπρα, όπως είναι και μια πρόσφατη τηλεοπτική ατάκα.
Αυτό ήθελα; Αυτό χρειαζόμουν για να ξεκλειδώσω; Δεν ξέρω...
Ξέρω όμως αυτά που ακολούθησαν. Το παραμύθι που έζησα μαζί σου. Και που ακόμα ζω.
Σ' ευχαριστώ!!!
Ακόμα θυμώνω σαν έφηβη... Ακόμα φουντώνω και νομίζω οτι θα εκραγώ μερικές φορές. Εσύ όμως, βάζεις τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Μου δείχνεις το πραγματικό τους μέγεθος.... Κάπως σαν τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που όσο περνάει ο καιρός μας γίνονται απαραίτητα...
Σου χαρίζω την προηγούμενη Ιστορία για να θυμάσαι...

Σε φιλώ,
εγώ που είμαι 40 και ακόμα θυμώνω, αγωνίζομαι και αισιοδοξώ σαν να είμαι 18. Όλα εξ' αιτίας σου....

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Ιστορίες της νύχτας - Νυχτερινή πτήση.

http://i.ytimg.com/vi/hQQObD0BkY0/maxresdefault.jpg
- Νύσταξα...
- Κι εγώ... Τι ωραία που περάσαμε! Υπέροχα... Να 'ναι καλά ο Βύρων που μας τα κανόνισε...
- Κορίτσια, νιώθω σαν διασημότητα, σαν ηθοποιός του Hollywood. Έτσι θα τα περνάνε κι αυτές... Πολυτέλεια, ευγένεια, περιποίηση... Βασίλισσες μας έχουν.
- Άντε, λοιπόν, ας αποσυρθούμε στη βασιλική μας καμπίνα για το βασιλικό μας ύπνο... Αύριο φτάνουμε... Τελειώνουν τα παραμύθια.
- Πηγαίνετε εσείς, εγώ θα μείνω λίγο. Κατά τις δωδεκάμιση φτάνουμε στο πρώτο λιμάνι. Το καράβι του Βύρωνα θα φορτώνει εκεί. Θα μείνω να το δώ.
Χαμογέλασαν τα κορίτσια...
- Σε μόνιμες διακοπές η φιλενάδα μας... Σε μόνιμο παραμύθι... Καληνύχτα, λοιπόν...

Κατέβηκα στο σαλόνι. Έκανα μια βόλτα, βγήκα στο κατάστρωμα. Μπουνάτσα, λάδι η θάλασσα κι ο ουρανός ανοιχτός σαν να ξεμακραίνει και να απλώνεται συνεχώς. Ένας θόλος διάστικτος απο φωτεινά σημάδια, γαλαξίες, συμπλέγματα αστεριών που περιδινίζονται.  Κι ένα φεγγάρι να μεγαλώνει νύχτα με τη νύχτα. Θάλασσα κι ουρανός ανταλάσσουν τα όριά τους, ανταλάσσουν τα αστέρια τους... Πάρε εσύ έναν προβολέα, δώσ' μου ένα μικρό αστέρι, σου δίνω έναν σπειροειδή γαλαξία και θέλω το λιμάνι σου με όλες τις αντανακλάσεις του.
Είναι υπέροχη η αίσθηση να βρίσκεσαι τη νύχτα σ' ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας, στη μέση του σύμπαντος. τα πάντα κινούνται, περιστρέφονται, ταξιδεύουν κι εσύ μαζί τους, ένα μ΄αυτά. Την ίδια στιγμή παρατηρητής και ήρωας. Ένιωθα να αιωρούμαι, έτοιμη να ανοίξω τα χέρια και να ενωθώ με όλα...

Ένα απόκοσμο φώς άρχισε να φαίνεται στα δεξιά του πλοίου, σαν να ερχόταν η ανατολή, μα ήταν ακόμα μεσάνυχτα. Ένα σύθαμπο στην αρχή και μετά ξεκάθαρα οι προβολείς της προβλήτας και τα πιό θαμπά φώτα των δρόμων, το λιμάνι αναδυόταν μεσ' απ το σκοτάδι, μαγικά.

Μπήκα ξανά στο σαλόνι και βρήκα ένα φίλο κοινό, συνάδελφο του Βύρωνα. Πιάσαμε  ψιλοκουβέντα μέχρι να περάσει η ώρα και να πέσει η άγκυρα.

- Να κατέβω μαζί σου στον καταπέλτη;
- Άντε, έλα...

Κάτω απο τους προβολείς του λιμανιού η νύχτα έγινε μέρα, φωνές, μηχανές, μπετά και λαμαρίνες, η νύχτα τελικά δεν ήταν τόσο σιωπηλή....
Το καράβι του Βύρωνα εμφανίστηκε μεγαλόπρεπα και έδεσε τρείς ντόκους μακριά. Ο Βύρων θα ήταν στον καταπέλτη τώρα και θ' άρχιζε τη φόρτωση. Αυτοκίνητα, φορτηγά και επιβάτες θα εξαφανίζονταν στην κοιλιά των πλοίων και ο Βύρων θα έφευγε για το λιμάνι απ' όπου είχα ξεκινήσει εγώ κι εγώ θα έφευγα για το λιμάνι απ' όπου είχε ξεκινήσει εκείνος.
Για μισή ώρα μέσα  στη νύχτα τα πλοία μας συναντήθηκαν σ' αυτό το ενδιάμεσο λιμάνι και μετά το καθένα θα συνέχιζε το ταξίδι του.

Ο ύπαρχος με είδε που κοίταζα πέρα... Με κοίταξε με νόημα. Ήξερε κι αυτός τον καημό μου, τόσα χρόνια αυτός ο λιμανίσιος έρωτας μου δεν κρυβόταν. Δεκαοκτώ χρονών ήμουν όταν ξεκίνησα τα δρομολόγια, τα ταξίδια, την αναμονή. Και τώρα με σχεδόν τα διπλά χρόνια στην πλάτη μου, η αγωνία να τον δώ δεν είχε ησυχάσει.

- Να πάω; Προλαβαίνω;, τον ρώτησα κι ένιωθα τα μάτια μου να ικετεύουν σαν του κουταβιού...

Σχεδόν την άκουσα τη βλαστήμια που είπε απο μέσα του. Μα τα δικά του μάτια χαμογελούσαν πονηρά και ευχαριστημένα. Το περίμενε πως θα τον ρωτούσα, πως θα ζητούσα να δω το Βύρωνα... μας ήξερε τόσα χρόνια κι αυτός...

-Βιολίδα, μου λέει, σε δέκα λεπτά φεύγω και δεν περιμένω...

Και δάγκωνε το μουστάκι του.

- Σ' αγαπώωωω, του φωνάζω και του πετάω ένα φιλί με τα δυό μου χέρια. Καμία σοβαρότητα! Ήμουν πάλι δεκαοχτώ κι έτρεχα μες στο λιμάνι για μια ματιά ένα γειά, ένα φιλί...
Έτρεχα μπροστά απο τα σταματημένα φορτηγά, δίπλα μου το μαύρο νερό αντανακλούσε τ' αστέρια, είχα ήδη αφήσει μια νησίδα φωτός κι έτρεχα μεσ' το σκοτάδι προς έναν άλλο φωτεινό πλανήτη, αυτόν του Βύρωνα. Ταξίδευα στο σύμπαν πετώντας κι ασθμαίνοντας.

Η απόσταση  που χώριζε  τα δυό καράβια δεν ήταν μεγάλη, τετρακόσια- πεντακόσια μέτρα το πολύ. Μα κι εγώ δεν ήμουν πιά παιδάκι. Λαχάνιασα, σταμάτησα και κοίταξα πίσω, στο δικό μου φωτεινό πλανήτη. Για μια στιγμή φοβήθηκα οτι  θα έβλεπα και τους δύο καταπέλτες να σηκώνονται, τα δύο βαπόρια να σαλπάρουν κι εγώ να μένω εκεί , στο σκοτάδι, μόνη ανάμεσα στα θεόρατα μηχανήματα...
- Άν γίνει αυτό, θα δώ τι θα κάνω, σκέφτηκα. Και ξανάβαλα την τρεχάλα.

Πέρασα ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που περίμεναν στην ουρά για την επιβίβαση. Ο Βύρων τα σταματούσε, έπαιρνε τα εισιτήρια, τα έλεγχε, τα επέστρεφε και το αυτοκίνητο επιβιβαζόταν. Δεν είχα ανάσα για να φωνάξω κι έτσι δε με είδε παρά μόνο όταν έφτασα δίπλα του. Δεν μίλησε, με κοίταξε έκπληκτος και μ' έναν αναστεναγμό μ' αγκάλιασε. Μ' έσφιξε πάνω του κι εγώ ανάσανα βαθειά.

Το σύμπαν σταμάτησε να περιστρέφεται  κι ένιωσα τα πόδια μου να γατζώνονται στο έδαφος και το σώμα μου να γίνεται ένα με το σώμα που αγκάλιαζα, να βγάζουμε ρίζες και κλαδιά που ανθίζουν, φυλλώνουν, απλώνονται. Κι εμείς ενωμένοι στον κόσμο αυτού του τεράστιου δέντρου που απλώνεται κι ανοίγει παντού κι όσο τα κλαδιά απλώνονται τόσο ο κορμός δυναμώνει, γίνεται συμπαγής, αδιαίρετος.

Ο Βύρων με φίλησε και η μαγεία εξαϋλώθηκε. Τα ανθάκια του δέντρου μας έγιναν αστέρια και κάτω απο τα πόδια μας αρχίσαμε να νιώθουμε ξανά τις δονήσεις απο το βάρος των τροχών και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων. Ξαναγυρίσαμε στη νύχτα.

Το 'σκασα πάλι τρέχοντας για να επιστρέψω στο πλοίο μου. τώρα ήμουν ήρεμη. Έβλεπα απο μακριά τα φορτηγά που περίμεναν να επιβιβαστούν και ήξερα πως έχω αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου. Δεν λαχάνιαζα πιά, ήμουν δυνατή.

Όταν έφτασα, κούνησα το χέρι στον ύπαρχο, να δεί οτι γύρισα. Ανέβηκα στην καμπίνα. Τα κορίτσια κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου, είχαμε περάσει ένα υπέροχο τριήμερο.
Κατέβηκα ξανά στο γραφείο του φίλου μας. Συζήτησα μαζί του για τα προβλήματα της δουλειάς. Για την ακρίβεια, εκείνος μιλούσε κι εγώ άκουγα. Αυτό είχε ανάγκη εκείνος, κάποιον να μιλήσει.

Εγώ δε χρειαζόμουν τίποτα πιά. Ήμουν πλήρης.






Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύουμε!!!!

PAIDIA
Κανονικά θα έπρεπε να προσπαθήσω να γράψω μια Ιστορία της Νύχτας, αλλά οι πομπές της Ημέρας δε μ'αφήνουν.... Η Νύχτα, για μένα, αφορά την Ψυχή και το Σώμα, το Πνεύμα και τη Νόηση, τη Διαίσθηση και το Όνειρο. Η μέρα, απο την άλλη πλευρά...., αφορά το χώμα, το εφήμερο, το προϊόν, τη συντήρηση και την πρακτικότητα....
Και τα δύο αναγκαία, το ένα πιο ευχάριστο, το άλλο πιο πρακτικό. Κι εμείς ανάμεσα, να προσπαθούμε να κρατήσουμε την παλάτζα...

Σήμερα διάβασα δύο αναρτήσεις που αφορούσαν άμεσα τα τεκταινόμενα στην ταπεινή μου μονοκατοικία....(http://princess-airis.blogspot.gr/2015_05_01_archive.html
και http://toapagio.blogspot.gr/). Αποφάσισα να πω λοιπόν κι εγώ τον πόνο μου, γιατί, όπως λέει και η Αριστέα, όλοι έχουμε δικαίωμα στη γνώμη....

Που λέτε, έχω πάει να παραλάβω το βλαστάρι από το σπίτι της φιληνάδας και συναθλήτριας στο στίβο της μητρότητας και ανατροφής 10χρονων βλασταριών...όπου είχε πάει ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ, το ίδιο απόγευμα. Μέχρι να πούμε μια κουβέντα και να βάλει το βλαστάρι τα παπούτσια του (που σαρανταποδαρούσα να ήταν πιο γρήγορα θα ποδαινόταν...) χτυπάει το τηλέφωνο (το ξένο...) και ζητάνε εμένα!!!. "Ποιός είναι, ρε παιδιά?" " Ο Βύρων, τρέξε..!"
Τώρα πρέπει να ξανακάνω παρένθεση και να πώ οτι ο Βύρων είναι πολυταξιδεμένος και γυρίζει τα πέρατα του κόσμου... (κοσμοναύτη βέβαια δεν τον λές, στο "καλέ, ναύτη!" όμως, ακούει...)
 Να μην τα πολυλογώ, ο Βύρων, αλλόφρων και ασθμαίνων στην άλλη άκρη της γραμμής ήθελε, λέει, να μας μιλήσει γιατί άκουσε οτι κυκλοφορεί στην περιοχή μας ένα αυτοκίνητο που απαγάγει παιδιά... Για την ακρίβεια Κόκκινο Σιτροέν!!! και έχει ήδη πάρει δύο παιδιά δεκατριών και δεκατεσσάρων χρονών!!! "Ποιά παιδιά???" ρωτάω η έρμη, νομίζοντας πως θα είναι γνωστά μας και έτσι το έμαθε....
" Δεν ξέρω..." απαντάει η αγάπη της ζωής μου, "Το διάβασα στο φέισμπουκ!!!!"
Κλείνω το τηλέφωνο επιτόπου... χαμογελάω στη φιληνάδα που νόμιζε κι αυτή οτι μας βρήκε η συμφορά, παίρνω το βλαστάρι και βγαίνουμε στο δρόμο, πεζοί στις 9 η ώρα το βράδυ.
Αφού περπατήσαμε ξένοιαστα τα ολόκληρα δύο τετράγωνα που χωρίζουν την ταπεινή μονοκατοικία μας από την ταπεινή μονοκατοικία της φιληνάδας, ετοιμάζω το βλαστάρι για ύπνο και συνδέομαι στο διαδίκτυο. Μπαίνω στο Amber Alert και στο Χαμόγελο Του Παιδιού. Ευτυχώς δεν βρίσκω καμία πρόσφατη ανάρτηση για αγνοούμενο παιδί. Ψάχνω ξανά και βρίσκω την ανάρτηση που διάβασε ο Βύρων και διαπιστώνω οτι έχει αναρτηθεί αρχικά από ένα σάιτ ποικίλης ύλης, όπου όλοι πηδιούνται, αρρωσταίνουν, ψεκάζονται, τους παίρνουν τα λεφτά οι επιτήδειοι κλπ. και όλα αυτά θεωρούνται ειδήσεις. Ο πρώτος τίτλος που έπιασε το μάτι μου ήταν "Φοιτήτρια βγαίνει με το στρίνγκ στο μπαλκόνι. Ανάστατη η γειτονιά"(Ακριβής μεταφορά, μη γελάτε...). Η "είδηση" που διάβασε ο καλός μου ανέφερε οτι ένα αγόρι βγαίνοντας από το φροντιστήριο για να πάει στη γωνία όπου το περίμενε ο πατέρας του είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο που έκοψε ταχύτητα περνώντας έξω από το φροντιστήριο και μετά συνέχισε την πορεία του. Όλο αυτό φάνηκε ύποπτο στο παιδί που το μετέφερε στον πατέρα... Αναρτήσεις επί αναρτήσεων στο φέισμπουκ πρόσθεσαν διάφορες λεπτομέρειες για την περιοχή, τον αριθμό των παιδιών, σπείρες αλλοδαπών και τα λοιπά και τα λοιπά.
Πάω για ύπνο ήρεμη αφού σκέφτομαι οτι αν Η Φοιτήτρια με το στρίνγκ και Ο Νεαρός που έβλεπε πολύ CSΙ είχαν τέτοιο σουξέ, αν πραγματικά είχε απαχθεί παιδί θα είχε γίνει χαμός και δεν θα μέναμε σε γενικά κι αόριστα σχόλια. Εδώ δεν τίθεται θέμα διαφύλαξης προσωπικών δεδομένων, τα στοιχεία των παιδιών που αγνοούνται κοινοποιούνται αμέσως από τις αρχές όπως έχουμε ήδη αντιληφθεί, αλλά φροντίζουμε να ξεχνάμε...

Και περιμένω πώς και πώς να έρθει ο Βύρων για να του ρίξω χοντρό βρισίδι που με τάραξε. Ακόμα πιο χοντρό που ταράχτηκε αυτός. Κι ακόμα πιο χοντρό που μπαίνει στο παιχνίδι του τρόμου που μας ταΐζουν καθημερινά. που για την ακρίβεια, ούτε καν μπαίνουν πια στον κόπο να μας ταΐσουν. Μας πετάνε δυο ξεροκόμματα και φτιάχνουμε μόνοι μας μπουφέ γκουρμέ....

Όπου συζήτησα αυτό το θέμα επιμένουν να μου λένε οτι δεν ήταν έτσι παλιά, οτι τώρα άλλαξαν τα πράγματα και οτι κινδυνεύουμε. Εγώ λέω οτι έτσι ήταν πάντα, απλά τώρα τα μαθαίνουμε όλα γρήγορα, με αφόρητες λεπτομέρειες και παραποιήσεις. Ανάμεσα στους γονείς είναι διάχυτος ο φόβος οτι θα μας κλέψουν τα παιδιά μας. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για ένα γονιό, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Κάποια στιγμή, όταν το βλαστάρι ήταν ακόμα μικρό, είχα τρομάξει πολύ. Άκουγα συνεχώς γύρω μου οτι πρέπει να προσέχω το παιδί, να μην το αφήνω από το χέρι μου, οτι κλέβουν παιδιά στα πολυκαταστήματα, στους δρόμους, στη θάλασσα, παντού! Έψαξα στη σελίδα του  Χαμόγελου Του Παιδιού και από εκεί στη σελίδα του Amber Alert. Έγινα εθελόντρια στο Χαμόγελο για να γνωρίσω από κοντά τον οργανισμό και τους ανθρώπους του και να καταλάβω κατά πόσο είναι αξιόπιστο. Αυτό που ήθελα να καταλάβω στην ουσία ήταν από τί και πώς να προφυλάξω το βλαστάρι μου. Αυτό που έμαθα είναι οτι η μεγαλύτερη απειλή για τα παιδιά είναι οι γονείς τους και αμέσως μετά άτομα του οικείου περιβάλλοντός τους. Τα παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες επίσης απειλούνται όχι μόνο με κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά ακόμα και με εγκλήματα κατά της υγείας και της ζωής τους, από τους συνομηλίκους τους!!! Και δυστυχώς αυτά τα στοιχεία δεν είναι φήμες, επιβεβαιώνονται δραματικά από την επικαιρότητα. Μαντλέν και Άννυ ήταν θύματα των γονιών τους. Η Μαρία δόθηκε από τους τσιγγάνους γονείς της, ίσως να πουλήθηκε. Ο Άλεξ ήταν θύμα συμμαθητών του και το έγκλημα συγκαλήφτηκε από τους γονείς τους. Ο Βαγγέλης δεν άντεξε τον κοινωνικό κατατρεγμό απο τους "μάγκες" ετεροφυλόφυλους συμφοιτητές του. (Και να φανταστείς οτι οι φοιτητές κάποτε έριχναν τις χούντες...Τώρα μάλλον οι χούντες ρίχνουν τους φοιτητές...)
Το έψαξα πολύ και είμαι σε θέση να πω οτι τα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να τα αρπάξουν τη στιγμή που θα αφήσουν το χέρι μας. Αντίθετα κινδυνεύουν αν δεν τα αφήσουμε να αυτονομηθούν, να βρουν τον εαυτό τους και να πιστέψουν σ'αυτόν. Και να πιστέψουμε κι εμείς στον εαυτό μας και την αγάπη μας ως γονείς. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να τα αγαπάμε και να τα στηρίζουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από αυτό.

Μερικές φορές νιώθω οτι είμαι φυλακισμένη σε μια φυλακή χωρίς τοίχους. Δεν χρειάζονται οι τοίχοι γιατί φροντίζουν να με κρατάνε δεμένοι οι ίδιοι οι συγκρατούμενοί μου, δεν χρειάζονται καν δεσμοφύλακες. Ο καλύτερος δεσμοφύλακας είναι ο φόβος. Προσπαθώ κάθε μέρα να θυμάμαι ποια είμαι, να μου υπενθυμίζω να φοβάμαι αυτούς που μου προσφέρουν ασφάλεια, άνεση και πλούτο. Να κρίνω ανθρώπους από τις πράξεις τους και όχι από τα λόγια τους. Να θυμάμαι οτι ο βλαστάρι δεν κινδυνεύει απο κάποιον που δεν έχει τίποτα. Κινδυνεύει από αυτόν που έχει τα πάντα και θέλει κάτι ακόμα. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που ζητάει σεβασμό. Κινδυνεύει από αυτόν που δε σέβεται κανέναν, ούτε καν τον εαυτό του. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που λέει τη γνώμη του, αλλά από αυτόν που λέει αυτό που θέλουν οι άλλοι ν' ακούσουν.
Κοιμάμαι κάθε βράδυ μόνη μου, με το βλαστάρι στο διπλανό δωμάτιο. Και η ευχή μου κάθε βράδυ είναι να μείνει μακριά από κάθε κακία και κάθε μίσος, αλλά κυρίως κάθε κακία και κάθε μίσος να μείνουν μακριά από την ψυχή του.
Και κακιώνω με το Βύρωνα που είναι έτοιμος να μου καταλογίσει ευθύνες γιατί δεν φοβάμαι  όσο θα έπρεπε....

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Χωρίς σκοπό

Φωτο:http://mytripssonblog.blogspot.gr


Καθόμουν στο παγκάκι και κοίταζα την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Το βλέμμα μου χανόταν στο ασημένιο καθρέφτισμα του ουρανού. Ήρεμη ώρα, μεσημεριανή...

Είχα ακουμπήσει το βιβλίο δίπλα μου, με το δάχτυλό μου ακόμα ανάμεσα στις σελίδες για να συνεχίσω τάχα το διάβασμα. Έκλεισα τα μάτια και  έγειρα το κεφάλι μου πίσω, προσφορά τα βλέφαρα και τα χείλη μου στο φιλί του ήλιου. Έλιωνα, κούκλα από κερί.  Με τα μέλη μου να λύνονται απορροφώντας τις ζεστές αχτίδες, ένιωσα να γαληνεύω. Το σώμα μου ενώθηκε με τη γη, έγινε χωμάτινο, ένα πήλινο δοχείο που πυρωνόταν στο ανοιξιάτικο μεσημέρι. Και η σκέψη μου, ελαφριά κι αέρινη χανόταν στο τίποτα, ακολουθώντας τις πυρόχρωμες σταγόνες που έπεφταν στα κλειστά μου βλέφαρα κι άνοιγαν, απλώνονταν σαν το λάδι στο νερό.....

Χάθηκα ώρα πολλή στο κατακόκκινο ταξίδι μου, μέχρι που ξαφνικά ο αέρας ψύχρανε κι επέστρεψα στο παρόν ανατριχιάζοντας. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω. Το φως είχε αλλάξει, είχε γίνει ψυχρό, βράδιαζε....

Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ στο πέτρινο μονοπάτι. Από μακριά έβλεπα την αντανάκλαση των τελευταίων αχτίδων πάνω στα τζάμια των κτιρίων. Βγήκα από το πάρκο και βρέθηκα στο κέντρο της πόλης. 
Αυτοκίνητα, κόσμος, άνθρωποι στις στάσεις των λεωφορείων με βλέμμα κουρασμένο, βιαστικοί περαστικοί να σκουντουφλούν μεταξύ τους και να κοιτάζονται με αηδία και αγανάκτηση...

Το δάχτυλό μου είχε μουδιάσει ανάμεσα στις σελίδες. Τσάκισα την άκρη του φύλλου, ένα μικρό χάρτινο τριγωνάκι που μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
Χαμογέλασα κι έκλεισα το βιβλίο. 

Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/05/2-5-11.html#ixzz3afGXVGQj


Και ξαναβάζω το κείμενό μου που τόση αναστάτωση έφερε στο "Παιχνίδι με τις λέξεις". Τα συγχαρητήριά μου σε όλους τους συμμετέχοντες και τη διοργανώτρια. Καλημέρα!!!!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Λάθος!!!

Δυστυχώς δεν γνώριζα καλά τους κανόνες του "παίζοντας  με τις λέξεις" και ανάρτησα την ιστορία μου στο blog μου νωρίτερα απ' ότι έπρεπε! Την αποσύρω σεβόμενη τους κανονισμούς και ζητώ ειλικρινά συγγνώμη από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο παιχνίδι και τη διοργανώτρια....
Ευχαριστώ για τις επισημάνσεις!!!


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μπου!

Έιναι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο σούρουπο σ'ένα μάλλον ορεινό χωριό. Κρύο, λάσπη και μυρωδιά απο βρεγμένο χώμα. Σίγουρα θα είχε ρίξει καλή μπόρα το μεσημέρι τώρα όμως ο ουρανός είναι   καθαρός και τα πρώτα αστέρια θα φανούν σε λίγο.
Με μια παρέα περπατάμε προς την πλατεία του χωριού. Τα παπούτσια μας γλυστράνε στο καταλασπωμένο κράσπεδο.
Κάπου στα δεξιά διακρίνω ένα άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα που κρύβουν τη θέα της ρεματιάς. Ένα λιθόστρωτο μονοπατάκι φιδοσέρνεται ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους. Η βροχή δεν έχει καταφέρει να ξεπλύνει τη σκόνη και το χώμα που είχε σκεπάσει το φύλλωμά τους. Αντίθετα, έχει φτιάξει ένα γλιτσερό πέπλο απο λασπουριά και σαπισμένα φύλλα που καθώς πέφτει το σκοτάδι φαίνεται όλο και πιο σκούρο, σχεδόν μαύρο...
Παρ'όλο το θλιβερό τοπίο και τη νύχτα που πλησιάζει, η διάθεση της παρέας είναι χαρούμενη και χαλαρή. Χαμογελώ καθώς ενα συνοθύλευμα απο χαρούμενα μουρμουρητά φτάνει στ'αυτιά μου. Δεν ξεχωρίζω λόγια, αλλά δεν μου χρειάζεται αυτό για να νιώσω τους ήχους της νιότης, της ξεγνοιασιάς και του έρωτα, ίσως....
Με πιάνει μια διάθεση να κάνω ζαβολιά..."Πού πάει αυτό το μονοπάτι; Πάμε να δούμε;", λέω.
Άξαφνα οι ήχοι σταματούν. Μια αναπάντεχη σιγαλιά απλώνεται. Ακόμα και τα βήματα που άκουγα να με συντροφεύουν, σταματούν και είναι σαν να σταμάτησε και ο χρόνος. Κρατώ την ανάσα μου σαν να είπα κάτι άπρεπο και περιμένω το πρώτο υποτιμητικό σχόλιο να ακουστεί και να σπάσει την αμήχανη σιωπή που μας τυλίγει μακάβρια. Κι αρχίζει ξαφνικά να ακούγεται ένας σιγανός ήχος, γεμάτος συρριστικά σύμφωνα, μακρόσυρτες συλλαβές και βαθιές ανάσες, που γεμίζει τον ακίνητο αέρα και σιγά σιγά κορυφώνεται σε μια ψιθυριστή πολυφωνία που μου κόβει τα ήπατα! Μια παγωμένη αίσθηση απλώνεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου καλύπτοντας το μυαλό μου με την αβεβαιότητα του φόβου. Συνειδητοποιώ αυτό που ξέρουν οι φίλοι και προσπαθούν με ψίθυρους και θροίσματα να μου μεταδώσουν χωρίς να χρειαστεί να κατονομάσουν.
"Κανείςςςς δεν κατεβαίνει στη ρεματιάαααα! Εκείιιι δουλεύουν εκείιιιινοι... Ζούν και δουλεύουν... Σσσσσσιωπηλά, αθθθθόοοορυβα, μυσσσσστικά."
Κανείς δεν ξέρει τί κάνουν. Κανείς δεν ξέρει να σου πεί πόσοι εἰναι, πως μοιάζουν. Κανείς δεν τους έχει δεί. Δεν έχουν καμία επαφή με το χωριό, ούτε είχαν ποτέ. Κανείς δε θυμάται πότε ήρθαν, για ποιό λόγο, αν έφεραν μηχανήματα, εξοπλισμό ή προμήθειες. Κανείς δεν έχει ιδέα πώς τρέφονται, πώς ζουν, αν ζούν... Αν είναι ζωντανοί...
Το χωριό τους ξεχνάει τη μέρα. Η ρουτίνα, η καθημερινότητα, οι εποχιακές εργασίες, δεν αφήνουν χρόνο σε κανέναν να τους σκεφτεί... Ποιός σκέφτεται τις σκιές μέσα στο καταμεσήμερο;
Τα χειμωνιάτικα βράδια όμως, αυτές οι σκιές λές και μακραίνουν και απλώνονται μέσα στο χωριό. Μεγαλώνουν όσο προχωράει το σκοτάδι και καλύπτουν με παγωνιά και φόβο τους δρόμους, τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τις ίδιες σκιές νιώθω και εγω να μεγαλώνουν πίσω μου και πάνω μου, να βγαίνουν απο το δρομάκι της ρεματιάς και να απλώνονται στο δρόμο και την πλατεία. Σαν ένα σύννεφο να κάλυψε το φεγγάρι.
Τρομάζω. Η αίσθηση του άγνωστου, του υπερφυσικού, με κάνει να παγώνω και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στον ουρανίσκο μου. Το στόμα μου ξεραίνεται και προσπαθώ με κόπο να καταπιώ.
Μια άλλη αίσθηση όμως ανεβαίνει σιγά σιγά απο το στήθος μου. Κι αν...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Είσαι κότα;








Η Κότα περιφερόταν έξω απο το κοτέτσι της τσιμπολογώντας καλαμπόκι. Σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε απο τη μία το κοτέτσι, απο την άλλη το σπίτι του Ανθρώπου. Μια το ένα, μια το άλλο, τελικά δεν έβλεπε και μεγάλες διαφορές!
Η Αλεπoύ μπήκε στην αυλή μια μέρα που ο Ανθρωπος έλειπε.
- Πώς απο δω, κυρα-Μάρω; ρώτησε η Κότα.
- Για σένα ήρθα, της απάντησε η Αλεπού, για να σε φάω.
- Χα, ας γελάσω! Σιγά που θα με φάς. Ξέρεις ποιά είμαι εγώ κυρα-Μάρω; Εγώ ζώ σε σπίτι, σαν τον Άνθρωπο. Το ίδιο είμαστε!
- Αυτός όμως κρατάει τσεκούρι! είπε η Αλεπού
και την έφαγε.