Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αυλαία.




 http://fridge.gr/wp-content/uploads/2013/02/Edvard-Munch-The-Kiss-1897.jpg?9d7bd4


 Ο  Μανώλης μπήκε στην αυλή κι έριξε μια ματιά γύρω. Το κοτέτσι ήταν από ώρα  κλεισμένο.  Μια παρδαλή γάτα γλειφόταν δίπλα στο γεράνι.
Ένα  παράθυρο φωτιζόταν απαλά. Αυτό το απαλό φώς έμοιαζε να φτάνει μέχρι μέσα του, να τον φωτίζει και να τον ηρεμεί. Πριν οι ευθύνες, οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί προλάβουν να ανοίξουν  δρόμο μέσα στο μυαλό του, πήρε βαθειά ανάσα και ξεκίνησε. Δεν είχε σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να χτυπήσει την πόρτα της. Μετά θα έβλεπε..
Η Ασημίνα σάστισε που τον είδε να στέκεται μπροστά της. Έκανε ένα βήμα πίσω για να τον προσκαλέσει να μπει στην κάμαρα.
Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι.
-Καλησπέρα, είπε ο Μανώλης.
- Καλησπέρα, Μανώλη, απάντησε η Ασημίνα.
Του άρεσε που άκουσε το όνομά του. Πήρε θάρρος σαν  να το είχαν ξεχωρίσει μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων. Όπως όταν ήταν μικρό παιδί και αλήτευε όλη μέρα στα παιχνίδια και άκουγε ξαφνικά τη φωνή της μάνας του να τον καλεί. Μόνο εκείνον από όλο το παιδομάνι. Ήταν γλυκιά η γεύση της παιδικής ελευθερίας,  μα πιο γλυκιά ακόμα η αίσθηση του να ανήκεις κάπου, να σε φωνάζουν με το όνομά σου.
Χαμογέλασε.
-Πέρασα να δω αν είναι όλα εντάξει... Αν εσύ είσαι εντάξει. ..
- Ναι. Ναι όλα είναι εντάξει. Και εγώ.
Η Ασημίνα  κοίταξε γύρω-γύρω την κάμαρα. Αισθανόταν αμήχανα μ' αυτόν τον άνδρα μέσα στο σπίτι της, κι όμως δεν ήθελε να φύγει. Προσπαθούσε να βρει τρόπο για να τον κρατήσει περισσότερο.  Του έδειξε μια καρέκλα για να καθίσει και γύρισε στο παραγώνι. Έβγαλε το τηγάνι και έριξε  δύο αυγά. Ο Μανώλης την παρακολουθούσε.
-Άφοβη ήσουν σήμερα! Ρίχτηκες κατευθείαν στη φωτιά να βγάλεις την Παναγιώτα. Αν δεν την προλάβαινα εγώ, θα την είχες βγάλει εσύ.
-Κάποιος θα το έκανε. Εγώ, εσύ.
Έμεινε ο απόηχος των λόγων της να καμπανίζει στο δωμάτιο. Εγώ... Εσύ.. Εγώ κι εσύ...
Η Ασημίνα ακούμπησε τα πιάτα στο τραπέζι. Έφερε ψωμί, τυρί, κρασί και δύο ποτήρια. Τελευταία έφερε δυο πιρούνια και το μαχαίρι για το ψωμί, όπως έκανε ο πατέρας της. Έτσι κανείς δεν έμπαινε στον πειρασμό να ξεκινήσει να τρώει πρώτος, πριν καθίσει κι ο άλλος.
Ο Μανώλης έριξε κρασί στα ποτήρια και σήκωσε το δικό του.
-Καλώς σε βρήκα, Ασημίνα, είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Καλώς σε βρήκα και καλώς με δέχτηκες.
-Καλώς όρισες και καλώς σε δέχτηκα, Μανώλη.

Μια  πορφυρή αυλαία έκλεισε έξω τη νύχτα. Έμειναν να κοιτάζονται με τα  ποτήρια μετέωρα,  χωρίς να νοιάζονται για αχρείαστα χειροκροτήματα..







Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο 5ο "Παίζοντας με τις λέξεις", ένα παιχνίδι που το διασκέδασα πολύ.
Στέλνω και απο εδώ τα συγχαρητήριά μου και τις ευχές μου σε όσους συμμετείχαν...
Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/12/5-6-12.html#ixzz3ulSwtoSp

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ξανά, μάνα.

 



Ένα μήνα μετά ξανά μανά τα ίδια...
Ζορίζομαι πολύ. Είμαι πολύ στενοχωρημένη. Την έσκασα τη μάνα,αλλά με έσκασε χειρότερα. Αμ, δεν το φαγες τ'αρνί , Μιχαλάκηηη, εκείνο σ'έφαγε.....
Αποτέλεσμα δεν βγαίνει, έχω παραιτηθεί χρόνια τώρα. Αλλά δεν μπορώ να δέχομαι καταστάσεις που με δυσκολεύουν έτσι αναίμακτα πάντα. Πόσο ζέν πια....
Έχει προστεθεί και η αίσθηση του τέλους χρόνου που τελευταία σκέφτομαι διαρκώς.
Θέλω να είμαστε συμφιλιωμένες.
Έχω τη φήμη μεγάλης αναίσθητης αλλά το να της πώ οτι ήρθα να τα βρούμε γιατί δεν θέλω να πεθάνει και να είμαστε μαλωμένες το βρίσκω μάλλον κακόγουστο...Λες όμως.....
Περιμένω να γίνει το κοτόπουλο με τις χυλοπίτες και θα της πάω ένα ταπεράκι. Μαζί με ένα μπουκάλι ξύδι.!


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Να πει κανείς ή να μην πει...

Γίνομαι πολύ κακιά με τους ευαίσθητους. Μου σπάνε τα νεύρα. Τους θεωρώ απο τα μεγαλύτερα καθίκια.
 Έχετε γνωρίσει πιο εγωπαθείς ανθρώπους απο τους ευαίσθητους; Τα πάντα γυρνάνε γύρω απο αυτούς και τις ευαισθησίες τους. Δεν θέλουν να ενοχλήσουν γι αυτό δε σε παίρνουν τηλέφωνο. Πληγώνονται όμως που δεν πήρες εσύ. Κλείνονται στο καβούκι τους γιατί μόνο εκεί νιώθουν ασφαλείς, δε λένε ποτέ τι νιώθουν, αλλά φταίς εσύ που δεν τους καταλαβαίνεις.
Θεωρούν τους εαυτούς τους εξαιρετικούς, μάρτυρες, έτοιμους να θυσιάστουν για όλους, αλλά περιμένουν να εκθειάσεις την αυτοθυσία τους και να τους δώσεις την ευκαιρία να απεραντολογήσουν για το πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έκαναν για σένα.
Φίλοι, οικογένεια, συνεργάτες, κανείς δεν ενδιαφέρεται γι αυτούς. Αν τους προσφέρεις το παραμικρό θεωρούν οτι απλά σου περισσεύει και το δίνεις.
Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν το πρόγραμμά τους, που συνήθως περιλαμβάνει και θεραπείες για ασθένειες για τις οποίες είναι διατεθιμένοι να κάνουν τα πάντα εκτός απο το να τις αντιμετωπίσουν.
Δεν μπορούν ποτέ να μοιράσουν το χρόνο τους ωστε να χωρέσεις. Έχουν πάντα τόσες υποχρεώσεις γιατί, ξέχασα να σου πώ, η γή δεν γυρίζει αν δεν είναι αυτοί εκεί.  Πού, ρωτάς; Δεν ξέρω να σου πω....
Είναι πάντα εκεί όταν έχεις προβλήματα, αρκεί να βολεύει το πρόγραμμα των παιδιών, να έχει ο σύζυγος καθαρό πουκάμισο, να πας εσύ σπίτι τους για καφέ, γιατί δεν οδηγούν, οχι σήμερα όμως γιατί όλο το πρωί έτρεχαν να αγοράσουν ένα γραμματόσημο και τους έπιασε ποδάγρα.
Και βέβαια πληγώνονται όταν ανακαλύπτουν οτι δεν είναι μοναδικοί στη ζωή σου. Είναι φανερό οτι κάνεις  άλλους φίλους γιατί αυτοί δεν ειναι αρκετοί... γιατί μεγαλοπιάνεσαι και θελεις να έχεις φίλους πιό όμορφους, πιο πλούσιους, πιο in. Φίλους με τους οποίους πας για καφέ και για ποτό και που συζητάς για θέματα που αυτοι (οι ευαίσθητοι) δεν γνωρίζουν. Αν βέβαια τύχει να γνωρίσουν κάποιον απο τους υπόλοιπους φίλους σου, θα καθήσουν μούγκα, να ακούν και να συγκεντρώνουν πληροφορίες, κινήσεις, υπονοούμενα που θα τους πληγώσουν και θα τους κάνουν να αισθανθούν άσχημα. Και δεν θα θέλουν να τους ξαναδούν στα μάτια τους αυτούς τους φίλους, οπότε πάντα θα βρίσκουν μια καλή δικαιολογία για να μην πατάνε ποτέ στις γιορτές και τις μαζώξεις σου. Άποψη όμως θα έχουν για όλους και για όλα, και θα είναι, βέβαια, αρνητική και μίζερη. Γιατί σαν ευαίσθητοι που είναι, αυτοί πιάνουν vibes και υπονοούμενα, που εσυ, σαν χοντρόπετσος, δεν αντιλαμβάνεσαι. (Να σου βάλει, ο ευάισθητος, φουρνέλο στο σπίτι με δυό κουβεντούλες, να τρέχεις και να μην φτάνεις... και αν ζητήσεις το λόγο, πέφτει και στα πατώματα με την αδικία που του έκανες, να του βρείς ψεγάδι).
Πιο εύκολα αποσπάς απο τον Σκρουτζ Μακ Ντακ την τυχερή του δεκάρα, παρά μια συγγνώμη απο έναν ευαίσθητο. Μπορεί να επικαλεστεί μέχρι και τον προπάππο του που είχε δώσει φούσκο στον παππού του με αποτέλεσμα τα ψυχικά τραύματα να κληροδωτηθούν όλα σε αυτόν, (η υπόλοιπη οικογένεια δεν πήρε τίποτα, όλα τα βάσανα τα πλήρωσε αυτός), αλλά συγγνώμη απο τα χειλάκια του μην περιμένεις.  Το πιο πιθανό είναι να ζητήσεις εσύ συγγνώμη που τον πλήγωσες λέγοντάς του οτι σε πλήγωσε. Και μετά ξεκινάει η μνησικακία του ευαίσθητου....
Ουαί κι αλοίμονο !!!!!!! Ο ευάισθητος δεν ξεχνάει το κακό που του έκανες ούτε στο νεκροκρέββατό σου. Γιατί να είσαι σίγουρος οτι θα σε θάψει. Και θα φροντίσει στην ολονυχτία να αναφέρει πόσο καθίκι και χοντρόπετσος ήσουν εσύ, (ο συχωρεμένος) και πόσο ευαίσθητη ψυχή είναι αυτός που δεν κράτησε κακία και ήρθε να σε νεκροστολίσει. Και θα διατείνεται οτι σε ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα, ακόμα κι αν δεν είχε καμία ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή σου απο τότε που απέκτησε δική του. Είπαμε, αυτός είναι ευαίσθητος και τα πιάνει όλα στον αέρα. Δε χρειάζεται να κρατήσει επαφή μαζί σου για να σε ξέρει. Αυτός τον ψυχολογεί τον άνθρωπο που έχει απέναντί του, κρίνοντας απο την πλούσια γκάμα συναισθημάτων που εκπορεύεται κατευθείαν απο το στομάχι του.
Ίσως γίνομαι άδικη. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι με ευαισθησία ψυχής, με ενσυναίσθηση και διάθεση να ακούσουν το διπλανό τους και  να τον γνωρίσουν πραγματικά και όχι επιφανειακά. Άνθρωποι που δέχονται τον άλλο όπως είναι και δεν βιάζονται να βγάλουν κλισέ συμπεράσματα.
Έχω γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους και νιώθω πολύ τυχερή. Έχω γνωρίσει όμως και τους άλλους, τους "ευαίσθητους". Αυτούς που η ευαισθησία τους εξαντλήται στον εαυτό τους και δεν τους περισσεύει ποτέ χρόνος ή διάθεση για τον διπλανό. Αυτούς που είναι τόσο απασχολημένοι με τον εαυτό τους που δεν μπορούν να χαλαρώσουν λεπτό και καταλήγουν να μην μπορούν να αναγνωρίσουν και να πάρουν ευθύνη για τα ίδια τους τα συναισθήματα. Φτιάχνουν λοιπόν μια πανοπλία, τάχαμου για να προστατευτούν, στην πραγματικότητα όμως για να κρατήσουν όλους τους άλλους έξω. Γιατί αν τυχόν κάποιος πλησιάσει, θα δεί πόσο κενοί είναι. Κι ο μόνος λόγος γι αυτό το κενό είναι ο φόβος να ανοιχτούν, να εκτεθούν, να κάνουν λάθος και να φανούν λίγοι, άνθρωποι...Δεν αντέχουν οι ίδιοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους και φοβούνται όταν τους κοιτάζουν οι άλλοι...
Τί να κάνω λοιπόν, με τους ευαίσθητους στη ζωή μου; Τους αγαπάω και τους μισώ ταυτόχρονα. Με θλίβει αδιάκοπα η έλλειψη επικοινωνίας μαζί τους και με τσαντίζει η μιζέρια τους. Με κάποιους θέλω να σταματήσω να έχω σχέσεις, με άλλους αυτό είναι αδύνατο. Είπα να τους μιλήσω, να τους δείξω πόσα χάνουμε όλοι με αυτό τους το συνεχή φόβο να μην πληγωθούν και να μη βρεθούν να έχουν κάνει λάθος.
Είμαι όμως σίγουρη οτιμόνο χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα. Λέω, λοιπόν, να σιωπήσω.



Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Λίγες ώρες αργότερα....

Όλο το βράδυ χόρευα με τη χαρούμενη συντροφιά μου..... Κάποιοι έδιναν παραγγελιές και έβαζαν κολλαριστά χαρτονομίσματα στις τσέπες των οργανοπαιχτών. Οι υπόλοιποι χόρευαν στο ρυθμό, πότε πηδώντας ψηλά, πότε κάνοντας μικρά βήματα μπρος-πίσω, πότε σχηματίζοντας μεγάλους κύκλους και πότε ζευγάρια. Η ορχήστρα έπαιξε τα πάντα με κέφι κι άλλαζε ρυθμό κάθε φορά που οι χορευτές φαίνονταν να κουράζονται ή να χάνουν το κέφι τους.


'Ένιωθα μια περίεργη ζάλη.  Είχα πιει και κρασί.... Τη μια στιγμή το κεφάλι μου ήταν βαρύ και τα μάτια μου έκλειναν...και ξαφνικά ένιωθα ελαφριά σαν πούπουλο, έτοιμη να πετάξω ελεύθερη και χαρούμενη... Είχα ξεχάσει τις ιστορίες για τους ανθρώπους της ρεματιάς, δεν σκεφτόμουν τίποτα...
Η νύχτα ήταν ζεστή και το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω, να είμαι χαρούμενη, να δέχομαι το ακίνδυνο φλερτάρισμα των συντρόφων και να αφήνω να πλανιούνται γύρω μου ψεύτικες υποσχέσεις για περιπέτειες που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ, για παραμύθια όπου το "και έζησαν αυτοί καλά..." θα ερχόταν λίγο πριν το ξημέρωμα και όλοι θα πηγαίναμε για ύπνο εξαντλημένοι, μόνοι στα μονά κρεβάτια μας.....
Κάποια στιγμή, πάνω από τον ώμο του αδιάφορου καβαλιέρου μου, το βλέμμα μου μάκρυνε, πλανήθηκε πέρα από τα φώτα της πλατείας. Προσπαθούσα να ξεκουράσω τα νυσταγμένα μάτια μου κοιτώντας μακρυά, αφήνοντας τα να κοιτάξουν τα αχανή σκοτάδια της νύχτας που σε λίγο θα τελείωνε.
Ακούμπησα το μάγουλό μου στο πέτο του και έκλεισα τα βλέφαρα για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξα ξανά, πάγωσα. Η καρδία μου αναπήδησε από τρόμο και έκπληξη. Ο καβαλιέρος μου δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να με οδηγεί σ' ενα αργόσχολο κι αδιάφορο μπλούζ.
Το μυαλό μου καθάρισε ξαφνικά κι ένιωσα φρέσκια και διαυγής σαν να ξυπνούσα απο ύπνο βαθύ και αναζωογονητικό. Τον σκούντηξα και του έδειξα το φωτεινό σημείο στη ρεματιά που τόσο με τάραζε...
Κοίτα, κάτι γίνεται εκεί κάτω....
Μμμμ...Σσσσ μη σσσκέφτεσσσαι τίποτα, εσσσύ κι εγώ....
Ξαφνικά το μυαλό μου καθάρισε. Τον κοίταξα καθώς συνειδητοποιούσα έντρομη πώς ότι άκουγα όλο το βράδυ δεν ήταν τίποτ' άλλο απο συριστικά σύμφωνα βαλμένα σε άψυχες φράσεις. Φράσεις δίχως νόημα που δεν απαντούσαν σε καμία απο τις δικές μου. δεν είχα μιλήσει με κανέναν όλο το βράδυ, κανείς δε μου είχε μιλήσει. άκουγα ομιλίες μπερδεμένες με τη μουσική και με άλλες ομιλίες, μα ήταν μόνο φωνές... Δεν αναγνώριζα κανέναν από τον κόσμο στην πλατεία. Μου φαινόταν σαν να μιλούσαν γλώσσες ακατάληπτες, με λέξεις ελληνικές αλλά με άγνωστο συντακτικό ή πιο σωστά σαν να μιλούσε ο καθένας μόνος του, απαντώντας στον εαυτό του, ακολουθώντας στιχομυθίες χωρίς νόημα.
Σταμάτησα το βήμα μου. Δεν μπορούσα να συνεχίσω, ήθελα να φύγω από εκεί το συντομότερο. Ήθελα να βρεθώ κάτω απο τα σκεπάσματά μου, να κουκουλωθώ και να ξυπνήσω καταμεσήμερο μιας καινούριας μέρας, φωτεινής, χωρίς σκοτάδια. Να βγω και να πώ καλημέρα σε κόσμο που θα μου απαντούσε με τις συνηθισμένες πολυκαιρισμένες φράσεις. Που θα τσακωνόταν και θα έβριζε, που θα παζάρευε και θα αρνιόταν. Που θα φώναζε τα παιδιά κι εκείνα θα αδιαφορούσαν παίζοντας και μετά θα γυρνούσε στο διπλανό να παραπονεθεί για την αδιαφορία των νέων και να αναπολήσουν μαζί τα νιάτα τους λέγοντας αρχαίες ιστορίες.
Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κάποιοι χόρευαν, κάποιοι πλήρωναν, κάποιοι έπαιζαν μουσικοί και κάποιοι ετοιμάζονταν να φύγουν. Ήθελα να φύγω κι εγώ μα δεν τολμούσα να πάρω μόνη μου τα στενά μέχρι το σπίτι. Μου ήταν αδύνατο να πάρω τους σκοτεινούς δρόμους που οδηγούσαν σπίτι μου. Φοβόμουν τις φωτιές που είχα δεί στη ρεματιά, μα τώρα φοβόμουν και το πολύχρωμο και ζωηρό πανηγύρι που είχε πια τη νοσηρή ενέργεια και την κενή λάμψη της τρέλας.

Μια πόρτα έστεκε μισάνοιχτη και άφηνε να φανεί μια φωτισμένη σκάλα σε ένα από τα σπίτια της πλατείας. Κάποιοι ιδιοκτήτες, κυρίως αυτοί που είχαν μεγάλα παιδιά που θα πήγαιναν στο πανηγύρι με τις παρέες τους, ετοίμαζαν τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν αυτές τις παρέες των νεαρών που κατα κανόνα θα έφευγαν τελευταίοι απο την πλατεία εξαντλημένοι και μεθυσμένοι. Άφηναν τις πόρτες ανοιχτές, στα κατώγια στρωμένες φλοκάτες και σε μια γωνιά νερό, ψωμί, ελιές, καφέ και ζάχαρη. Ήταν μια παράδοση που είχαν βρει απο τους δικούς τους γονείς κι αυτοί απο τους δικούς τους. Στο πέρασμα του χρόνου τα πρόσωπα που καθρεφτίζονταν στα τζάμια των παραθύρων μεγάλωναν γερνούσαν κι άλλαζαν κι όμως έμεναν πεισματικά ίδια, τόσο που αν ξεχνιόσουν και κοίταζες μπορεί να έβλεπες τη μητέρα σου δεκαεφτάχρονη να κοιμάται πιό κεί, το μπακάλη αδύνατο και αμούστακο να μασουλάει αχτένιστος μια μπουκιά ψωμί και να σου προσφέρει μια φέτα με μέλι μέσα απο το θολό τζάμι.

Το να βρεθώ ανάμεσα στις θολές αντανακλάσεις του παρελθόντος μου φαινόταν έξαφνα το μόνο λογικό πράγμα. Το μόνο ασφαλές. Άφησα το χέρι του καβαλιέρου μου. Εκείνος φάνηκε να μου λέει κάτι... φφφφ....σσσσ...αααα.....
Γλίστρησα στο φωτισμένο διάδρομο και έριξα μια ματιά πίσω μου. Είχε ένα κορίτσι στην αγκαλιά του. Ένα κορίτσι που μου έμοιαζε πολύ. Ξάπλωσα κολλητά στον τοίχο και πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα, αποκοιμήθηκα. 

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Στο πανηγύρι


Η παρέα άρχισε να με τραβάει, να με σπρώχνει να προχωρήσουμε. 


Πάμε να φύγουμε από δώ... Περπάτα!
Ένας ένας και όλοι μαζί άρχισαν να μου λένε ιστορίες καθώς περπατούσαμε σε εκείνο το λασπωμένο λιθόστρωτο....Μαύρες ιστορίες, σκοτεινές, γεμάτες σκιές που καραδοκούσαν πίσω απ' τα σύδεντρα της ρεματιάς. Μου έλεγαν να μην κοιτάξω πίσω γιατί θα δώ μέσα απ' τους θάμνους μάτια να μας κοιτάζουν. Μάτια τρομερά, άδεια από ζωή κι από βλέμμα. Μάτια που όταν θα τα αντίκριζα, θα πάγωνα από το φόβο, θα γινόμουν για πάντα σκλάβος τους. Μου είπαν ιστορίες για παλικάρια με σαλεμένα λογικά, για γλώσσες λαλίστατες που τους κόπηκε η μιλιά, για ανθρώπους που χάθηκαν, που εξαφανίστηκαν, ιστορίες του χαμού και του θανάτου...
Φοβήθηκα, αγριεύτηκα. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω, μα ούτε και να τρέξω μπροστά, να τους αφήσω και να κρυφτώ στο σπίτι μου, στην ασφάλεια του δωματίου μου. Σαν μουδιασμένη περπατούσα μαζί τους κι αυτό το μούδιασμα με ανακούφιζε σιγά σιγά. Ήμουν μαζί τους, ήμασταν όλοι μαζί. Φοβόμασταν όλοι αυτούς που έμεναν στη ρεματιά, "εκεί κάτω...", αλλά όσο ήμασταν μαζί, δεν θα τολμούσαν να μας πειράξουν. Όσο περισσότεροι γινόμασταν, τόσο πιο ασφαλείς θα ήμασταν. Το στόμα μου στέγνωνε από το φόβο, μα ήμουν με τους συντρόφους μου. Αυτοί θα μου έλεγαν τι πρέπει να κάνω. Αυτοί θα ήταν μαζί μου, αν μου συνέβαινε κάτι κακό. Δε θα ήμουν μόνη. Μούδιαζε το σώμα μου, μούδιαζε η γλώσσα μου, αλλά ακολουθούσα και άκουγα. Έπρεπε να τα μάθω όλα για τη ρεματιά. Όσα περισσότερα ήξερα, τόσο καλύτερα θα μπορούσα να προστατευτώ. Θα μπορούσα να μιλήσω και σε άλλους. Να τους πείσω να έρθουν μαζί μας. Να προσέχουν. Να μην κυκλοφορούν μόνοι, να μην πλησιάζουν εκεί. Να μην παίρνουν το μονοπάτι του δάσους, ούτε καν την ημέρα.

Η νύχτα προχωρούσε, το ίδιο κι εμείς. Είχαμε περάσει τα πρώτα σπίτια του χωριού και σε λίγο θα μπαίναμε στη μεγάλη πλατεία. Ο ρυθμός των οργάνων ήδη δονούσε την ατμόσφαιρα. Σε λίγο θα ακούγαμε τις νότες καθαρά. Και μόλις φτάναμε στην πλατεία θα μπαίναμε κατευθείαν στο χορό. 'Ένιωθα ασφάλεια με τους ανθρώπους γύρω μου. Με είχαν προστατέψει, με είχαν πάρει μαζί τους στο πανηγύρι και σε λίγα λεπτά θα διασκέδαζα μαζί τους και θα ξεχνούσα κάθε φόβο, κάθε περίεργη ιδέα που μπορεί να με οδηγούσε στη ρεματιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσω εκεί.
Μου έφεραν κρασί, Οι ιστορίες φαντασμάτων είχαν γίνει ανέκδοτα. Γελούσαμε, πίναμε, διασκεδάζαμε. Δεν διψούσα πια. Δε φοβόμουν. Δεν ήμουν μόνη. 'Ήμουν μαζί τους. Και ήμασταν όλοι ένα τσούρμο παιδιά, μια παρέα που περνούσε καλά. Ξεφαντώναμε, λέγαμε αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλο. Κι αν λέγαμε και καμιά χοντράδα και στενοχωρούσαμε κάποιον, δεν πείραζε και τόσο. Θα έβρισκε κι αυτός κάτι να πει για κάποιον άλλο και θα γελούσαμε όλοι με το καινούριο θύμα. Αρκεί να μην ήμουν εγώ....
Στη μεγάλη πλατεία τα λαμπιόνια και οι στύλοι φώτιζαν το χώρο, τους χορευτές, τους μουσικούς. Ήταν όλα λουσμένα σε ένα απαλό φως, χορεύαμε και γελούσαμε μέσα σ' ένα φωτεινό κύκλο. Σ' έναν μικρό, αυτόφωτο πλανήτη που περιδινούταν μέσα στο σκοτεινό σύμπαν. Κοιτούσα τα φωτεινά πρόσωπα των συντρόφων μου και γελούσα. Γλεντούσα μαζί τους, τραγουδούσα, χόρευα.... Καμιά κακιά σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό μου. Κανένας φόβος, καμία τραγωδία. Αρκεί να ήμουν μέσα στο φωτεινό μας κύκλο. Αρκεί να μην σκεφτόμουν τίποτα. Αρκεί να μην ξεστράτιζε η ματιά μου στα φοβερά σκοτάδια....



(Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια ενός παλαιότερου
 και μάλλον αυτό ακριβώς κάνει....)

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Για τα 22....

Αγαπημένε μου Βύρωνα,

Κλείνουμε τα 22....

Πρωινό ραντεβού και ποιος να το πίστευε οτι θα τα κατάφερνες να με καταφέρεις.... Εμένα, που μόνο τη νύχτα γλυκαίνει η ματιά μου....
Πρωινό ήταν το πρώτο μας ραντεβού, το θυμάσαι; Τα λόγια σου σταράτα και μετρημένα. Κανένα ρομάντζο, όλα άσπρα, όπως είναι και μια πρόσφατη τηλεοπτική ατάκα.
Αυτό ήθελα; Αυτό χρειαζόμουν για να ξεκλειδώσω; Δεν ξέρω...
Ξέρω όμως αυτά που ακολούθησαν. Το παραμύθι που έζησα μαζί σου. Και που ακόμα ζω.
Σ' ευχαριστώ!!!
Ακόμα θυμώνω σαν έφηβη... Ακόμα φουντώνω και νομίζω οτι θα εκραγώ μερικές φορές. Εσύ όμως, βάζεις τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Μου δείχνεις το πραγματικό τους μέγεθος.... Κάπως σαν τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που όσο περνάει ο καιρός μας γίνονται απαραίτητα...
Σου χαρίζω την προηγούμενη Ιστορία για να θυμάσαι...

Σε φιλώ,
εγώ που είμαι 40 και ακόμα θυμώνω, αγωνίζομαι και αισιοδοξώ σαν να είμαι 18. Όλα εξ' αιτίας σου....

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Ιστορίες της νύχτας - Νυχτερινή πτήση.

http://i.ytimg.com/vi/hQQObD0BkY0/maxresdefault.jpg
- Νύσταξα...
- Κι εγώ... Τι ωραία που περάσαμε! Υπέροχα... Να 'ναι καλά ο Βύρων που μας τα κανόνισε...
- Κορίτσια, νιώθω σαν διασημότητα, σαν ηθοποιός του Hollywood. Έτσι θα τα περνάνε κι αυτές... Πολυτέλεια, ευγένεια, περιποίηση... Βασίλισσες μας έχουν.
- Άντε, λοιπόν, ας αποσυρθούμε στη βασιλική μας καμπίνα για το βασιλικό μας ύπνο... Αύριο φτάνουμε... Τελειώνουν τα παραμύθια.
- Πηγαίνετε εσείς, εγώ θα μείνω λίγο. Κατά τις δωδεκάμιση φτάνουμε στο πρώτο λιμάνι. Το καράβι του Βύρωνα θα φορτώνει εκεί. Θα μείνω να το δώ.
Χαμογέλασαν τα κορίτσια...
- Σε μόνιμες διακοπές η φιλενάδα μας... Σε μόνιμο παραμύθι... Καληνύχτα, λοιπόν...

Κατέβηκα στο σαλόνι. Έκανα μια βόλτα, βγήκα στο κατάστρωμα. Μπουνάτσα, λάδι η θάλασσα κι ο ουρανός ανοιχτός σαν να ξεμακραίνει και να απλώνεται συνεχώς. Ένας θόλος διάστικτος απο φωτεινά σημάδια, γαλαξίες, συμπλέγματα αστεριών που περιδινίζονται.  Κι ένα φεγγάρι να μεγαλώνει νύχτα με τη νύχτα. Θάλασσα κι ουρανός ανταλάσσουν τα όριά τους, ανταλάσσουν τα αστέρια τους... Πάρε εσύ έναν προβολέα, δώσ' μου ένα μικρό αστέρι, σου δίνω έναν σπειροειδή γαλαξία και θέλω το λιμάνι σου με όλες τις αντανακλάσεις του.
Είναι υπέροχη η αίσθηση να βρίσκεσαι τη νύχτα σ' ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας, στη μέση του σύμπαντος. τα πάντα κινούνται, περιστρέφονται, ταξιδεύουν κι εσύ μαζί τους, ένα μ΄αυτά. Την ίδια στιγμή παρατηρητής και ήρωας. Ένιωθα να αιωρούμαι, έτοιμη να ανοίξω τα χέρια και να ενωθώ με όλα...

Ένα απόκοσμο φώς άρχισε να φαίνεται στα δεξιά του πλοίου, σαν να ερχόταν η ανατολή, μα ήταν ακόμα μεσάνυχτα. Ένα σύθαμπο στην αρχή και μετά ξεκάθαρα οι προβολείς της προβλήτας και τα πιό θαμπά φώτα των δρόμων, το λιμάνι αναδυόταν μεσ' απ το σκοτάδι, μαγικά.

Μπήκα ξανά στο σαλόνι και βρήκα ένα φίλο κοινό, συνάδελφο του Βύρωνα. Πιάσαμε  ψιλοκουβέντα μέχρι να περάσει η ώρα και να πέσει η άγκυρα.

- Να κατέβω μαζί σου στον καταπέλτη;
- Άντε, έλα...

Κάτω απο τους προβολείς του λιμανιού η νύχτα έγινε μέρα, φωνές, μηχανές, μπετά και λαμαρίνες, η νύχτα τελικά δεν ήταν τόσο σιωπηλή....
Το καράβι του Βύρωνα εμφανίστηκε μεγαλόπρεπα και έδεσε τρείς ντόκους μακριά. Ο Βύρων θα ήταν στον καταπέλτη τώρα και θ' άρχιζε τη φόρτωση. Αυτοκίνητα, φορτηγά και επιβάτες θα εξαφανίζονταν στην κοιλιά των πλοίων και ο Βύρων θα έφευγε για το λιμάνι απ' όπου είχα ξεκινήσει εγώ κι εγώ θα έφευγα για το λιμάνι απ' όπου είχε ξεκινήσει εκείνος.
Για μισή ώρα μέσα  στη νύχτα τα πλοία μας συναντήθηκαν σ' αυτό το ενδιάμεσο λιμάνι και μετά το καθένα θα συνέχιζε το ταξίδι του.

Ο ύπαρχος με είδε που κοίταζα πέρα... Με κοίταξε με νόημα. Ήξερε κι αυτός τον καημό μου, τόσα χρόνια αυτός ο λιμανίσιος έρωτας μου δεν κρυβόταν. Δεκαοκτώ χρονών ήμουν όταν ξεκίνησα τα δρομολόγια, τα ταξίδια, την αναμονή. Και τώρα με σχεδόν τα διπλά χρόνια στην πλάτη μου, η αγωνία να τον δώ δεν είχε ησυχάσει.

- Να πάω; Προλαβαίνω;, τον ρώτησα κι ένιωθα τα μάτια μου να ικετεύουν σαν του κουταβιού...

Σχεδόν την άκουσα τη βλαστήμια που είπε απο μέσα του. Μα τα δικά του μάτια χαμογελούσαν πονηρά και ευχαριστημένα. Το περίμενε πως θα τον ρωτούσα, πως θα ζητούσα να δω το Βύρωνα... μας ήξερε τόσα χρόνια κι αυτός...

-Βιολίδα, μου λέει, σε δέκα λεπτά φεύγω και δεν περιμένω...

Και δάγκωνε το μουστάκι του.

- Σ' αγαπώωωω, του φωνάζω και του πετάω ένα φιλί με τα δυό μου χέρια. Καμία σοβαρότητα! Ήμουν πάλι δεκαοχτώ κι έτρεχα μες στο λιμάνι για μια ματιά ένα γειά, ένα φιλί...
Έτρεχα μπροστά απο τα σταματημένα φορτηγά, δίπλα μου το μαύρο νερό αντανακλούσε τ' αστέρια, είχα ήδη αφήσει μια νησίδα φωτός κι έτρεχα μεσ' το σκοτάδι προς έναν άλλο φωτεινό πλανήτη, αυτόν του Βύρωνα. Ταξίδευα στο σύμπαν πετώντας κι ασθμαίνοντας.

Η απόσταση  που χώριζε  τα δυό καράβια δεν ήταν μεγάλη, τετρακόσια- πεντακόσια μέτρα το πολύ. Μα κι εγώ δεν ήμουν πιά παιδάκι. Λαχάνιασα, σταμάτησα και κοίταξα πίσω, στο δικό μου φωτεινό πλανήτη. Για μια στιγμή φοβήθηκα οτι  θα έβλεπα και τους δύο καταπέλτες να σηκώνονται, τα δύο βαπόρια να σαλπάρουν κι εγώ να μένω εκεί , στο σκοτάδι, μόνη ανάμεσα στα θεόρατα μηχανήματα...
- Άν γίνει αυτό, θα δώ τι θα κάνω, σκέφτηκα. Και ξανάβαλα την τρεχάλα.

Πέρασα ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που περίμεναν στην ουρά για την επιβίβαση. Ο Βύρων τα σταματούσε, έπαιρνε τα εισιτήρια, τα έλεγχε, τα επέστρεφε και το αυτοκίνητο επιβιβαζόταν. Δεν είχα ανάσα για να φωνάξω κι έτσι δε με είδε παρά μόνο όταν έφτασα δίπλα του. Δεν μίλησε, με κοίταξε έκπληκτος και μ' έναν αναστεναγμό μ' αγκάλιασε. Μ' έσφιξε πάνω του κι εγώ ανάσανα βαθειά.

Το σύμπαν σταμάτησε να περιστρέφεται  κι ένιωσα τα πόδια μου να γατζώνονται στο έδαφος και το σώμα μου να γίνεται ένα με το σώμα που αγκάλιαζα, να βγάζουμε ρίζες και κλαδιά που ανθίζουν, φυλλώνουν, απλώνονται. Κι εμείς ενωμένοι στον κόσμο αυτού του τεράστιου δέντρου που απλώνεται κι ανοίγει παντού κι όσο τα κλαδιά απλώνονται τόσο ο κορμός δυναμώνει, γίνεται συμπαγής, αδιαίρετος.

Ο Βύρων με φίλησε και η μαγεία εξαϋλώθηκε. Τα ανθάκια του δέντρου μας έγιναν αστέρια και κάτω απο τα πόδια μας αρχίσαμε να νιώθουμε ξανά τις δονήσεις απο το βάρος των τροχών και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων. Ξαναγυρίσαμε στη νύχτα.

Το 'σκασα πάλι τρέχοντας για να επιστρέψω στο πλοίο μου. τώρα ήμουν ήρεμη. Έβλεπα απο μακριά τα φορτηγά που περίμεναν να επιβιβαστούν και ήξερα πως έχω αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου. Δεν λαχάνιαζα πιά, ήμουν δυνατή.

Όταν έφτασα, κούνησα το χέρι στον ύπαρχο, να δεί οτι γύρισα. Ανέβηκα στην καμπίνα. Τα κορίτσια κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου, είχαμε περάσει ένα υπέροχο τριήμερο.
Κατέβηκα ξανά στο γραφείο του φίλου μας. Συζήτησα μαζί του για τα προβλήματα της δουλειάς. Για την ακρίβεια, εκείνος μιλούσε κι εγώ άκουγα. Αυτό είχε ανάγκη εκείνος, κάποιον να μιλήσει.

Εγώ δε χρειαζόμουν τίποτα πιά. Ήμουν πλήρης.






Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύουμε!!!!

PAIDIA
Κανονικά θα έπρεπε να προσπαθήσω να γράψω μια Ιστορία της Νύχτας, αλλά οι πομπές της Ημέρας δε μ'αφήνουν.... Η Νύχτα, για μένα, αφορά την Ψυχή και το Σώμα, το Πνεύμα και τη Νόηση, τη Διαίσθηση και το Όνειρο. Η μέρα, απο την άλλη πλευρά...., αφορά το χώμα, το εφήμερο, το προϊόν, τη συντήρηση και την πρακτικότητα....
Και τα δύο αναγκαία, το ένα πιο ευχάριστο, το άλλο πιο πρακτικό. Κι εμείς ανάμεσα, να προσπαθούμε να κρατήσουμε την παλάτζα...

Σήμερα διάβασα δύο αναρτήσεις που αφορούσαν άμεσα τα τεκταινόμενα στην ταπεινή μου μονοκατοικία....(http://princess-airis.blogspot.gr/2015_05_01_archive.html
και http://toapagio.blogspot.gr/). Αποφάσισα να πω λοιπόν κι εγώ τον πόνο μου, γιατί, όπως λέει και η Αριστέα, όλοι έχουμε δικαίωμα στη γνώμη....

Που λέτε, έχω πάει να παραλάβω το βλαστάρι από το σπίτι της φιληνάδας και συναθλήτριας στο στίβο της μητρότητας και ανατροφής 10χρονων βλασταριών...όπου είχε πάει ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ, το ίδιο απόγευμα. Μέχρι να πούμε μια κουβέντα και να βάλει το βλαστάρι τα παπούτσια του (που σαρανταποδαρούσα να ήταν πιο γρήγορα θα ποδαινόταν...) χτυπάει το τηλέφωνο (το ξένο...) και ζητάνε εμένα!!!. "Ποιός είναι, ρε παιδιά?" " Ο Βύρων, τρέξε..!"
Τώρα πρέπει να ξανακάνω παρένθεση και να πώ οτι ο Βύρων είναι πολυταξιδεμένος και γυρίζει τα πέρατα του κόσμου... (κοσμοναύτη βέβαια δεν τον λές, στο "καλέ, ναύτη!" όμως, ακούει...)
 Να μην τα πολυλογώ, ο Βύρων, αλλόφρων και ασθμαίνων στην άλλη άκρη της γραμμής ήθελε, λέει, να μας μιλήσει γιατί άκουσε οτι κυκλοφορεί στην περιοχή μας ένα αυτοκίνητο που απαγάγει παιδιά... Για την ακρίβεια Κόκκινο Σιτροέν!!! και έχει ήδη πάρει δύο παιδιά δεκατριών και δεκατεσσάρων χρονών!!! "Ποιά παιδιά???" ρωτάω η έρμη, νομίζοντας πως θα είναι γνωστά μας και έτσι το έμαθε....
" Δεν ξέρω..." απαντάει η αγάπη της ζωής μου, "Το διάβασα στο φέισμπουκ!!!!"
Κλείνω το τηλέφωνο επιτόπου... χαμογελάω στη φιληνάδα που νόμιζε κι αυτή οτι μας βρήκε η συμφορά, παίρνω το βλαστάρι και βγαίνουμε στο δρόμο, πεζοί στις 9 η ώρα το βράδυ.
Αφού περπατήσαμε ξένοιαστα τα ολόκληρα δύο τετράγωνα που χωρίζουν την ταπεινή μονοκατοικία μας από την ταπεινή μονοκατοικία της φιληνάδας, ετοιμάζω το βλαστάρι για ύπνο και συνδέομαι στο διαδίκτυο. Μπαίνω στο Amber Alert και στο Χαμόγελο Του Παιδιού. Ευτυχώς δεν βρίσκω καμία πρόσφατη ανάρτηση για αγνοούμενο παιδί. Ψάχνω ξανά και βρίσκω την ανάρτηση που διάβασε ο Βύρων και διαπιστώνω οτι έχει αναρτηθεί αρχικά από ένα σάιτ ποικίλης ύλης, όπου όλοι πηδιούνται, αρρωσταίνουν, ψεκάζονται, τους παίρνουν τα λεφτά οι επιτήδειοι κλπ. και όλα αυτά θεωρούνται ειδήσεις. Ο πρώτος τίτλος που έπιασε το μάτι μου ήταν "Φοιτήτρια βγαίνει με το στρίνγκ στο μπαλκόνι. Ανάστατη η γειτονιά"(Ακριβής μεταφορά, μη γελάτε...). Η "είδηση" που διάβασε ο καλός μου ανέφερε οτι ένα αγόρι βγαίνοντας από το φροντιστήριο για να πάει στη γωνία όπου το περίμενε ο πατέρας του είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο που έκοψε ταχύτητα περνώντας έξω από το φροντιστήριο και μετά συνέχισε την πορεία του. Όλο αυτό φάνηκε ύποπτο στο παιδί που το μετέφερε στον πατέρα... Αναρτήσεις επί αναρτήσεων στο φέισμπουκ πρόσθεσαν διάφορες λεπτομέρειες για την περιοχή, τον αριθμό των παιδιών, σπείρες αλλοδαπών και τα λοιπά και τα λοιπά.
Πάω για ύπνο ήρεμη αφού σκέφτομαι οτι αν Η Φοιτήτρια με το στρίνγκ και Ο Νεαρός που έβλεπε πολύ CSΙ είχαν τέτοιο σουξέ, αν πραγματικά είχε απαχθεί παιδί θα είχε γίνει χαμός και δεν θα μέναμε σε γενικά κι αόριστα σχόλια. Εδώ δεν τίθεται θέμα διαφύλαξης προσωπικών δεδομένων, τα στοιχεία των παιδιών που αγνοούνται κοινοποιούνται αμέσως από τις αρχές όπως έχουμε ήδη αντιληφθεί, αλλά φροντίζουμε να ξεχνάμε...

Και περιμένω πώς και πώς να έρθει ο Βύρων για να του ρίξω χοντρό βρισίδι που με τάραξε. Ακόμα πιο χοντρό που ταράχτηκε αυτός. Κι ακόμα πιο χοντρό που μπαίνει στο παιχνίδι του τρόμου που μας ταΐζουν καθημερινά. που για την ακρίβεια, ούτε καν μπαίνουν πια στον κόπο να μας ταΐσουν. Μας πετάνε δυο ξεροκόμματα και φτιάχνουμε μόνοι μας μπουφέ γκουρμέ....

Όπου συζήτησα αυτό το θέμα επιμένουν να μου λένε οτι δεν ήταν έτσι παλιά, οτι τώρα άλλαξαν τα πράγματα και οτι κινδυνεύουμε. Εγώ λέω οτι έτσι ήταν πάντα, απλά τώρα τα μαθαίνουμε όλα γρήγορα, με αφόρητες λεπτομέρειες και παραποιήσεις. Ανάμεσα στους γονείς είναι διάχυτος ο φόβος οτι θα μας κλέψουν τα παιδιά μας. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για ένα γονιό, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Κάποια στιγμή, όταν το βλαστάρι ήταν ακόμα μικρό, είχα τρομάξει πολύ. Άκουγα συνεχώς γύρω μου οτι πρέπει να προσέχω το παιδί, να μην το αφήνω από το χέρι μου, οτι κλέβουν παιδιά στα πολυκαταστήματα, στους δρόμους, στη θάλασσα, παντού! Έψαξα στη σελίδα του  Χαμόγελου Του Παιδιού και από εκεί στη σελίδα του Amber Alert. Έγινα εθελόντρια στο Χαμόγελο για να γνωρίσω από κοντά τον οργανισμό και τους ανθρώπους του και να καταλάβω κατά πόσο είναι αξιόπιστο. Αυτό που ήθελα να καταλάβω στην ουσία ήταν από τί και πώς να προφυλάξω το βλαστάρι μου. Αυτό που έμαθα είναι οτι η μεγαλύτερη απειλή για τα παιδιά είναι οι γονείς τους και αμέσως μετά άτομα του οικείου περιβάλλοντός τους. Τα παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες επίσης απειλούνται όχι μόνο με κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά ακόμα και με εγκλήματα κατά της υγείας και της ζωής τους, από τους συνομηλίκους τους!!! Και δυστυχώς αυτά τα στοιχεία δεν είναι φήμες, επιβεβαιώνονται δραματικά από την επικαιρότητα. Μαντλέν και Άννυ ήταν θύματα των γονιών τους. Η Μαρία δόθηκε από τους τσιγγάνους γονείς της, ίσως να πουλήθηκε. Ο Άλεξ ήταν θύμα συμμαθητών του και το έγκλημα συγκαλήφτηκε από τους γονείς τους. Ο Βαγγέλης δεν άντεξε τον κοινωνικό κατατρεγμό απο τους "μάγκες" ετεροφυλόφυλους συμφοιτητές του. (Και να φανταστείς οτι οι φοιτητές κάποτε έριχναν τις χούντες...Τώρα μάλλον οι χούντες ρίχνουν τους φοιτητές...)
Το έψαξα πολύ και είμαι σε θέση να πω οτι τα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να τα αρπάξουν τη στιγμή που θα αφήσουν το χέρι μας. Αντίθετα κινδυνεύουν αν δεν τα αφήσουμε να αυτονομηθούν, να βρουν τον εαυτό τους και να πιστέψουν σ'αυτόν. Και να πιστέψουμε κι εμείς στον εαυτό μας και την αγάπη μας ως γονείς. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να τα αγαπάμε και να τα στηρίζουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από αυτό.

Μερικές φορές νιώθω οτι είμαι φυλακισμένη σε μια φυλακή χωρίς τοίχους. Δεν χρειάζονται οι τοίχοι γιατί φροντίζουν να με κρατάνε δεμένοι οι ίδιοι οι συγκρατούμενοί μου, δεν χρειάζονται καν δεσμοφύλακες. Ο καλύτερος δεσμοφύλακας είναι ο φόβος. Προσπαθώ κάθε μέρα να θυμάμαι ποια είμαι, να μου υπενθυμίζω να φοβάμαι αυτούς που μου προσφέρουν ασφάλεια, άνεση και πλούτο. Να κρίνω ανθρώπους από τις πράξεις τους και όχι από τα λόγια τους. Να θυμάμαι οτι ο βλαστάρι δεν κινδυνεύει απο κάποιον που δεν έχει τίποτα. Κινδυνεύει από αυτόν που έχει τα πάντα και θέλει κάτι ακόμα. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που ζητάει σεβασμό. Κινδυνεύει από αυτόν που δε σέβεται κανέναν, ούτε καν τον εαυτό του. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που λέει τη γνώμη του, αλλά από αυτόν που λέει αυτό που θέλουν οι άλλοι ν' ακούσουν.
Κοιμάμαι κάθε βράδυ μόνη μου, με το βλαστάρι στο διπλανό δωμάτιο. Και η ευχή μου κάθε βράδυ είναι να μείνει μακριά από κάθε κακία και κάθε μίσος, αλλά κυρίως κάθε κακία και κάθε μίσος να μείνουν μακριά από την ψυχή του.
Και κακιώνω με το Βύρωνα που είναι έτοιμος να μου καταλογίσει ευθύνες γιατί δεν φοβάμαι  όσο θα έπρεπε....

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Χωρίς σκοπό

Φωτο:http://mytripssonblog.blogspot.gr


Καθόμουν στο παγκάκι και κοίταζα την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Το βλέμμα μου χανόταν στο ασημένιο καθρέφτισμα του ουρανού. Ήρεμη ώρα, μεσημεριανή...

Είχα ακουμπήσει το βιβλίο δίπλα μου, με το δάχτυλό μου ακόμα ανάμεσα στις σελίδες για να συνεχίσω τάχα το διάβασμα. Έκλεισα τα μάτια και  έγειρα το κεφάλι μου πίσω, προσφορά τα βλέφαρα και τα χείλη μου στο φιλί του ήλιου. Έλιωνα, κούκλα από κερί.  Με τα μέλη μου να λύνονται απορροφώντας τις ζεστές αχτίδες, ένιωσα να γαληνεύω. Το σώμα μου ενώθηκε με τη γη, έγινε χωμάτινο, ένα πήλινο δοχείο που πυρωνόταν στο ανοιξιάτικο μεσημέρι. Και η σκέψη μου, ελαφριά κι αέρινη χανόταν στο τίποτα, ακολουθώντας τις πυρόχρωμες σταγόνες που έπεφταν στα κλειστά μου βλέφαρα κι άνοιγαν, απλώνονταν σαν το λάδι στο νερό.....

Χάθηκα ώρα πολλή στο κατακόκκινο ταξίδι μου, μέχρι που ξαφνικά ο αέρας ψύχρανε κι επέστρεψα στο παρόν ανατριχιάζοντας. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω. Το φως είχε αλλάξει, είχε γίνει ψυχρό, βράδιαζε....

Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ στο πέτρινο μονοπάτι. Από μακριά έβλεπα την αντανάκλαση των τελευταίων αχτίδων πάνω στα τζάμια των κτιρίων. Βγήκα από το πάρκο και βρέθηκα στο κέντρο της πόλης. 
Αυτοκίνητα, κόσμος, άνθρωποι στις στάσεις των λεωφορείων με βλέμμα κουρασμένο, βιαστικοί περαστικοί να σκουντουφλούν μεταξύ τους και να κοιτάζονται με αηδία και αγανάκτηση...

Το δάχτυλό μου είχε μουδιάσει ανάμεσα στις σελίδες. Τσάκισα την άκρη του φύλλου, ένα μικρό χάρτινο τριγωνάκι που μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
Χαμογέλασα κι έκλεισα το βιβλίο. 

Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/05/2-5-11.html#ixzz3afGXVGQj


Και ξαναβάζω το κείμενό μου που τόση αναστάτωση έφερε στο "Παιχνίδι με τις λέξεις". Τα συγχαρητήριά μου σε όλους τους συμμετέχοντες και τη διοργανώτρια. Καλημέρα!!!!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Λάθος!!!

Δυστυχώς δεν γνώριζα καλά τους κανόνες του "παίζοντας  με τις λέξεις" και ανάρτησα την ιστορία μου στο blog μου νωρίτερα απ' ότι έπρεπε! Την αποσύρω σεβόμενη τους κανονισμούς και ζητώ ειλικρινά συγγνώμη από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο παιχνίδι και τη διοργανώτρια....
Ευχαριστώ για τις επισημάνσεις!!!


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μπου!

Έιναι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο σούρουπο σ'ένα μάλλον ορεινό χωριό. Κρύο, λάσπη και μυρωδιά απο βρεγμένο χώμα. Σίγουρα θα είχε ρίξει καλή μπόρα το μεσημέρι τώρα όμως ο ουρανός είναι   καθαρός και τα πρώτα αστέρια θα φανούν σε λίγο.
Με μια παρέα περπατάμε προς την πλατεία του χωριού. Τα παπούτσια μας γλυστράνε στο καταλασπωμένο κράσπεδο.
Κάπου στα δεξιά διακρίνω ένα άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα που κρύβουν τη θέα της ρεματιάς. Ένα λιθόστρωτο μονοπατάκι φιδοσέρνεται ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους. Η βροχή δεν έχει καταφέρει να ξεπλύνει τη σκόνη και το χώμα που είχε σκεπάσει το φύλλωμά τους. Αντίθετα, έχει φτιάξει ένα γλιτσερό πέπλο απο λασπουριά και σαπισμένα φύλλα που καθώς πέφτει το σκοτάδι φαίνεται όλο και πιο σκούρο, σχεδόν μαύρο...
Παρ'όλο το θλιβερό τοπίο και τη νύχτα που πλησιάζει, η διάθεση της παρέας είναι χαρούμενη και χαλαρή. Χαμογελώ καθώς ενα συνοθύλευμα απο χαρούμενα μουρμουρητά φτάνει στ'αυτιά μου. Δεν ξεχωρίζω λόγια, αλλά δεν μου χρειάζεται αυτό για να νιώσω τους ήχους της νιότης, της ξεγνοιασιάς και του έρωτα, ίσως....
Με πιάνει μια διάθεση να κάνω ζαβολιά..."Πού πάει αυτό το μονοπάτι; Πάμε να δούμε;", λέω.
Άξαφνα οι ήχοι σταματούν. Μια αναπάντεχη σιγαλιά απλώνεται. Ακόμα και τα βήματα που άκουγα να με συντροφεύουν, σταματούν και είναι σαν να σταμάτησε και ο χρόνος. Κρατώ την ανάσα μου σαν να είπα κάτι άπρεπο και περιμένω το πρώτο υποτιμητικό σχόλιο να ακουστεί και να σπάσει την αμήχανη σιωπή που μας τυλίγει μακάβρια. Κι αρχίζει ξαφνικά να ακούγεται ένας σιγανός ήχος, γεμάτος συρριστικά σύμφωνα, μακρόσυρτες συλλαβές και βαθιές ανάσες, που γεμίζει τον ακίνητο αέρα και σιγά σιγά κορυφώνεται σε μια ψιθυριστή πολυφωνία που μου κόβει τα ήπατα! Μια παγωμένη αίσθηση απλώνεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου καλύπτοντας το μυαλό μου με την αβεβαιότητα του φόβου. Συνειδητοποιώ αυτό που ξέρουν οι φίλοι και προσπαθούν με ψίθυρους και θροίσματα να μου μεταδώσουν χωρίς να χρειαστεί να κατονομάσουν.
"Κανείςςςς δεν κατεβαίνει στη ρεματιάαααα! Εκείιιι δουλεύουν εκείιιιινοι... Ζούν και δουλεύουν... Σσσσσσιωπηλά, αθθθθόοοορυβα, μυσσσσστικά."
Κανείς δεν ξέρει τί κάνουν. Κανείς δεν ξέρει να σου πεί πόσοι εἰναι, πως μοιάζουν. Κανείς δεν τους έχει δεί. Δεν έχουν καμία επαφή με το χωριό, ούτε είχαν ποτέ. Κανείς δε θυμάται πότε ήρθαν, για ποιό λόγο, αν έφεραν μηχανήματα, εξοπλισμό ή προμήθειες. Κανείς δεν έχει ιδέα πώς τρέφονται, πώς ζουν, αν ζούν... Αν είναι ζωντανοί...
Το χωριό τους ξεχνάει τη μέρα. Η ρουτίνα, η καθημερινότητα, οι εποχιακές εργασίες, δεν αφήνουν χρόνο σε κανέναν να τους σκεφτεί... Ποιός σκέφτεται τις σκιές μέσα στο καταμεσήμερο;
Τα χειμωνιάτικα βράδια όμως, αυτές οι σκιές λές και μακραίνουν και απλώνονται μέσα στο χωριό. Μεγαλώνουν όσο προχωράει το σκοτάδι και καλύπτουν με παγωνιά και φόβο τους δρόμους, τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τις ίδιες σκιές νιώθω και εγω να μεγαλώνουν πίσω μου και πάνω μου, να βγαίνουν απο το δρομάκι της ρεματιάς και να απλώνονται στο δρόμο και την πλατεία. Σαν ένα σύννεφο να κάλυψε το φεγγάρι.
Τρομάζω. Η αίσθηση του άγνωστου, του υπερφυσικού, με κάνει να παγώνω και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στον ουρανίσκο μου. Το στόμα μου ξεραίνεται και προσπαθώ με κόπο να καταπιώ.
Μια άλλη αίσθηση όμως ανεβαίνει σιγά σιγά απο το στήθος μου. Κι αν...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Είσαι κότα;








Η Κότα περιφερόταν έξω απο το κοτέτσι της τσιμπολογώντας καλαμπόκι. Σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε απο τη μία το κοτέτσι, απο την άλλη το σπίτι του Ανθρώπου. Μια το ένα, μια το άλλο, τελικά δεν έβλεπε και μεγάλες διαφορές!
Η Αλεπoύ μπήκε στην αυλή μια μέρα που ο Ανθρωπος έλειπε.
- Πώς απο δω, κυρα-Μάρω; ρώτησε η Κότα.
- Για σένα ήρθα, της απάντησε η Αλεπού, για να σε φάω.
- Χα, ας γελάσω! Σιγά που θα με φάς. Ξέρεις ποιά είμαι εγώ κυρα-Μάρω; Εγώ ζώ σε σπίτι, σαν τον Άνθρωπο. Το ίδιο είμαστε!
- Αυτός όμως κρατάει τσεκούρι! είπε η Αλεπού
και την έφαγε. 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Γειά σου, πατερουλάκη μου.

Είδα σήμερα την Καλομοίρα και το Στέλιο. Αγέραστοι!. Με ρώτησαν για σένα και τους είπα τα νέα. Οτι πέθανες το Νοέμβριο.
Είναι περίεργο πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στην είδηση ενός θανάτου. Δυο στιγμές αμηχανίας και μετά μια ερώτηση για να προχωρήσει η κουβέντα. Άλλοι ρωτάνε την αιτία..., άλλοι ρωτάνε για τη μάνα, πώς είναι, αν κρατάει γερά. Στην αρχή οι πιο πολλοί ρωτούσαν ξανά και ξανά το πότε. "Μα πότε έγινε; Πότε; Το Νοέμβρη; Τι λες, βρε παιδί μου!" Και θα αναρωτιόμουν τι δεν καταλαβαίνουν αν η σαφής ματιά στα ρούχα μου δε μου έδειχνε ξεκάθαρα το λόγο.
Δε φόρεσα μαύρα. Σχεδόν ούτε μια μέρα. Δεν σε πένθησα, πατερούλη μου!!!
Δεν υπήρχε τίποτα να πενθήσω από σένα. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι χαρούμενες, γλυκές, τρυφερές, γεμάτες αγάπη και αποδοχή. Ποτέ δεν ένιωσα οτι απογοητεύτηκες από μένα. Ποτέ δεν μου έδειξες κάτι τέτοιο. Δε θέλησα ποτέ να σε εκθέσω, να σε πικράνω, να σε προβληματίσω, αλλά, με έναν περίεργο τρόπο, ένιωθα πώς δε με στήριζες επειδή απλώς ήμουν καλό παιδί. Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως ό,τι και να έκανα, θα ήσουν δίπλα μου, θα με στήριζες και ακόμα και στο μεγαλύτερο λάθος μου, θα είχες κάτι να θαυμάσεις. Κάτι που θα σε έκανε να με κοιτάς με δέος, σαν να ήμουν ένα θαύμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια σου καθημερινά. Καθημερινά και ένα καινούριο θαύμα.
Δε θέλησα ποτέ να σε απογοητεύσω,παρόλο που ένιωθα πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο. Πώς τα κατάφερνες;
Ήμουν γεροδεμένο και μεγαλόσωμο παιδί. Η μικρή ήταν τσιροπούλι και η διαφορά μας ήταν πάντα έντονη! Τη φώναζες "πουλάκι σου" και μένα "μπουλντόζα". Κι όμως ένιωθα λες και ήμουν μια μπουλντόζα μέσα σε ένα φτωχό αγροτικό χωριό!. Με τι δέος θα κοιτούσαν ένα τεράστιο μηχάνημα οι άνθρωποι που ως τώρα είχαν συνηθίσει να δουλεύουν με τα χέρια. να τα κάνουν όλα με το δύσκολο τρόπο και ξαφνικά ανακαλύπτουν την αυτοκίνηση!! Με τι χαρά, θαυμασμό και ελπίδα θα έστρεφαν τα μάτια τους στον παραμικρό ήχο ή κίνηση του μηχανοκίνητου θαύματος! Πόσο παντοδύναμοι θα ένιωθαν στη σκέψη ότου τί θα μπορούσαν να επιτύχουν χάρη σ' αυτό! Πόσα όνειρα θα στήριζαν πάνω του!
Αυτό εισέπραξα από σένα. ένιωθα παντοδύναμη, αγαπημένη και άξια. Ότι κι αν έκανα, είτε σωστό είτε λάθος, σημαντικό ή ασήμαντο! Πώς τα κατάφερνες; Κάθε μέρα προσπαθώ να θυμίζω στον εαυτό μου να κοιτάζω έτσι το παιδί μου. Τώρα ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Πώς το έκανες να φαίνεται τόσο φυσικό;
Σε όλη μου τη ζωή δεν θυμάμαι να μου έδωσες παρά δύο συμβουλές. Να μάθω ξένες γλώσσες και οτι ο χρυσός είναι η καλύτερη επένδυση. Σε πλούτο για τους πλούσιους και σε καρδιές για τους υπόλοιπους. Τις ακολούθησα και τις δυο και βγήκα κερδισμένη.
  Επένδυσα σε γνώση που με ελευθέρωσε, έμαθα τρεις ξένες γλώσσες και πάλεψα και μία τέταρτη. Νιώθω άνετα παντού δεν φοβάμαι να φύγω, να ταξιδέψω, να αλλάξω.
 Επένδυσα σε χρυσούς ανθρώπους. Τους μάζεψα και τους κρατάω κοντά μου όσο καλύτερα μπορώ. Τους χαίρομαι σε κάθε ευκαιρία. Και κάθε τόσο ανακαλύπτω ξανά την αξία τους.
Άλλη συμβουλή δεν μου έδωσες. Όμως με έμαθες να αγαπάω τη ζωή. Και όταν στεναχωρήθηκα ή αγχώθηκα μου είπες μόνο "Μη δίνεις σημασία, παιδάκι μου. Όλα περνάνε, δεν χρειάζεται στενοχώρια.". Όλα περνάνε... Πόσο μεγάλη αλήθεια!
Ήσουν πάντα περήφανος για εμάς, αλλά πόσο περήφανη ήμουν και εγώ για σένα! Ήσουν ο πιο ωραίος μπαμπάς στο σχολείο, στη γειτονιά, στο σόι, ο πιο ωραίος απ' όλους τους μπαμπάδες του κόσμου! Ψηλός, ευθυτενής και γοητευτικός σαν σταρ. Μποέμ, κοσμοπολίτης και περπατημένος. Δεν διηγήθηκες ποτέ ιστορίες από το παρελθόν σου, πάντα από άλλους τις μάθαινα και γι' αυτό είχαν την αίγλη του μύθου. Όταν σε ρωτούσα μου τις επιβεβαίωνες, απλά, σαν κάτι που έγινε και τελείωσε, με την απαξίωση του σοφού που έχει ζήσει αιώνες και έχει δει τα πάντα. Και τελικά βρήκε το νόημα της ζωής και το μυστικό της ευτυχίας. Και αυτό ήταν το σπίτι μας και η οικογένειά μας. Πόσο καταπληκτικός ήσουν!!!!
Δεν φόρεσα μαύρα παρά για κάποιες μέρες. Δε λυπήθηκα που έφυγες. Δεν είχα να λυπηθώ για κάτι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Νίκησες την ασθένεια που στερεί την αξιοπρέπεια απο τους ανθρώπους. Έφυγες αντρίκια, όπως ήθελες εσύ. Όχι χημειοθεραπείες, όχι επίπονες παρατάσεις, απλά και αξιοπρεπώς, χωρίς θεατρινισμούς όπως τα έκανες όλα στη ζωή σου.
Έτσι ακολουθήσαμε και εμείς, όπως είχαμε μάθει. Να νιώθουμε πραγματικά, όχι να δείχνουμε οτι νιώθουμε όπως περιμένουν οι άλλοι να νιώσουμε.
Οι άνθρωποι κοιτούσαν τα ρούχα μου και αναρωτιόνταν γιατί δεν φοράω μαύρα. Όταν κατάλαβα οτι αναρωτιόνταν γιατί δεν πενθώ, ένιωσα  άσχημα, σαν να αμαύρωσα τη  μνήμη σου, σαν να μην είχα άλλο τρόπο να δείξω πόσο υπέροχος ήσουν παρά μόνο επιδεικνύοντας το πένθος μου.
Δε μου πάει αυτός ο τρόπος, πατερούλη μου. Ούτε σε σένα.
Ντύθηκα όμορφα, χτενίστηκα και βάφτηκα. Χαμογέλασα και διασκέδασα. Και κράτησα αυτό που μου είπε ο Βύρων όταν τον ρώτησα αν όλα έγιναν σωστά. "Θα ήταν περήφανος για σένα" Και εγώ είμαι περήφανη για σένα. πάντα ήμουν, πάντα σε καμάρωνα.
Πόσο καμάρωσα, όταν οι φίλες  μου μου θύμησαν πόσο σημαντικός ήσουν και για κείνες! Η μία μου είπε οτι η πρώτη φορά που βγήκε βράδυ, σε εστιατόριο και μετά σε μπαράκι για "κοκτέιλ" (χυμό πορτοκάλι με γρεναδίνη ...τι χαριτωμένο!) ήταν μαζί μας. Μαζί σου. Και η άλλη ακόμα θεωρεί την καλύτερη πρωτοχρονιά της ζωής της αυτή που ήμασταν 15 χρονών, και μετά την αλλαγή του χρόνου με πήρες και πήγαμε να πάρουμε τις τρείς φιλενάδες μου απο τα σπίτια τους. Επιστρέψαμε στο δικό μας και για πρώτη φορά σα σωστές δεσποινίδες ήπιαμε σαμπάνια και φάγαμε δίπλες και φράουλες καλοντυμένες και επίσημες,!
Έτσι κατάλαβα πως δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι εγώ για να τιμήσω τη μνήμη σου. Είχες φροντίσει ο ίδιος να μείνεις αξέχαστος, αξιοθαύμαστος και υπέροχος!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Πέντε μήνες μετά...

Πέντε μήνες, μια αλλαγή, τρεις επισκευές και μια ζωή μετά την τελευταία μου ανάρτηση.
Ξαναμπαίνω στην παρέα με το θράσος κάποιου που έφυγε ακούσια, απλά επειδή....
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχα καν συνδεθεί στο blogger. Και ξαφνικά, προχτές, βρέθηκα με άπλετο χρόνο και υπολογιστή μπροστά μου. Ένιωσα σαν να ξαναβρήκα μια παλιά παρέα. Τι ωραία! Και, όπως θα έκανα σε μια παρέα που έχω να δω καιρό, λέω να ιστορήσω τα έργα και τα παθήματά μου, τις σκέψεις και τα αισθήματά μου.
Πέντε μήνες δύσκολοι, περίεργοι, κουραστικοί, εξαντλητικοί, επίπονοι. Πέντε μήνες που κυοφόρησαν μια καινούρια βερσιόν δική μου και μια ανανεωμένη καθημερινότητα!
Τερμάτισα το Νόμο του Μέρφι, που λέει πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. Ακόμα και ό,τι δεν μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.Τόσο που έφτασα στη Νιρβάνα....Και εκεί με βρήκε η φώτιση. Όχι όμως καθισμένη στη στάση του Λωτού, στο τρέξιμο με βρήκε. Στο ένα πόδι για την ακρίβεια, γιατί δεν πρόλαβα να πατήσω και το άλλο και να σταθώ. Ένιωθα τα πόδια μου τεράστια, σαν του Γίγαντα. Με ένα βήμα ήμουν στο σπίτι, με ένα βήμα στη δουλειά, με ένα στο σχολείο, με άλλο ένα στο νοσοκομείο. Δίπλα σε όλα. Μόλις ένα βήμα μακριά απ'΄ολα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά με βρήκε η φώτιση. Λαμπερή, ξεκάθαρη, απόλυτη και απλή και πανάκριβη, όπως κάθε φώτιση οφείλει να είναι. Και αποκλειστική. Και παράδοξη. Και ανεξήγητη.
Ξαφνικά κατάλαβα τι είναι σημαντικό για μένα. Τι θέλω. Τι εύχομαι. Τι μου λείπει. Με έναν πολύ περίεργο τρόπο, όμως. Σαν να ήμουν ολόκληρη για πρώτη φορά.
Και πριν τα ήξερα όλα αυτά. Αν κάποιος με ρωτούσε πριν τι είναι σημαντικό για μένα, τι θέλω, τι εύχομαι, τι μου λείπει, θα έπαιρνε τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις. Αλλά ενώ πριν κάθε απάντησή μου για μένα θα ήταν ένα ποτήρι κρύο νερό, μια αίσθηση δροσιάς και ικανοποίησης, τώρα πια είναι σαν μια βουτιά τη θάλασσα. Γίνομαι ένα με τις αλήθειες μου, τόσο που πια δεν έχει σημασία να τις προφέρω, να τις εξηγήσω, να τις αναλύσω, ούτε καν να τις περιφρουρήσω. Πήραν ζωή και είναι αυθύπαρκτες, βουτάνε μαζί μου στα καθαρά νερά και είμαστε ένα. Ανοίγω τα χέρια, γίνονται φτερά και μέσα από τη θάλασσα ρίχνουμε μια βουτιά στον αέρα, ανεβαίνουμε ψηλά και καθώς κοιτάζω κάτω γίνεται η ματιά μου αγκαλιά, γίνεται αέρας και ατμόσφαιρα και αγκαλιάζει τη γη και περιστρέφεται μαζί της. Και οι αλήθειες μου γίνονται πλανήτες και χορεύουμε μαζί. Τις καμαρώνω και βλέπω τον εαυτό μου να με καμαρώνει με χίλια μάτια δικά μου. Είμαι εγώ. Τι ωραία!




Αλλιώς ξεκίνησα και αλλού με πήγε το κείμενό μου. Είναι όμως μια καλή αρχή, έστω και έτσι. Υπάρχουν πολλά που περιμένουν να ειπωθούν. Για τώρα,όμως, αρκετά.



Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Αύγουστος και πάλι...





Άλλος ένας δύσκολος Αύγουστος...Βαριέμαι, ζεσταίνομαι και νιώθω εξαντλητική μοναξιά... Θα ήθελα να μένω συνεχώς μέσα, με βιβλία, κρασάκι και μουσική... Άντε και καμιά μελαγχολική ανάρτηση... Όχι οτι κάνω και κάτι πολύ διαφορετικό, βέβαια... Καιρός για περισυλλογή και ενδοσκόπηση... μου αρέσει...! 
Δε γίνεται όμως να μην αναπολώ τα καλοκαίρια του Έρωτα... Τότε που ήμουν ζωντανή...Ήμασταν ζωντανοί!  Μου λείπεις...................

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο προσφιλής μου δαίμονας.

Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι όχι μόνο δεν ασχολούμαι με καμίας μορφής μαγγανίες, μεταφυσικές πρακτικές, κλπ, αλλά κλάνω μέντες με οτιδήποτε αφορά αυτό το χώρο... του εξω απο εδώ, του επέκεινα ή όπου αλλού είναι, τέλος πάντων.
Παρολαυτά, υπάρχει ένα μυθολογικό ον το οποίο έχω σε μεγάλη εκτίμηση και θεωρώ βαθιά παρεξηγημένο. Και δεν διστάζω να πω ότι, αν τα πρόσωπα της μυθολογίας αντιπροσωπεύουν, απεικονίζουν ανθρώπινα πάθη, προτερήματα και ελαττώματα, τότε αυτό το ον με εκφράζει σε μεγάλο βαθμό.


Η Λίλιθ. Η πρωτόπλαστη. Η πρώτη "σύζυγος" του Αδάμ, όταν "σύζυγος" δεν ήταν αυτή που κανόνιζε δεξίωση, λουλούδια και παρανυφάκια πριν ντυθεί σε τούλια φρουφρού το Σάββατο το βράδυ και έτρεχε τη Δευτέρα σαν τρελή στο σούπερ μάρκετ να πάρει σφουγγαρίστρα και κουβά γιατί όλοι θέλανε να πάρουν ένα χρήσιμο δώρο στα παιδιά αλλά το τρίπτυχο βιλέντα, χλωρίνη, βετέξ τους φαινόταν παρακατιανό και κανείς δεν το σκέφτηκε για χρήσιμο δώρο στη μελλόνυμφη.
Τότε που ο καλός Θεούλης εποίησεν άρρεν και θύλη σε όλα τα είδη των έμβιων όντων, και στο τέλος έφτιαξε τον άνθρωπο, άρρεν και θύλη, όπως όλα τα υπόλοιπα.
Έφτιαξε λοιπόν τον Αδάμ και τη Λίλιθ. Ξεχωριστά τον έναν από τον άλλο, αλλά προορισμένος να ενωθούν για να δώσουν ζωή.
Το ζευγάρι ζούσε στον Παράδεισο όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η σούπα χαλάει όταν προσπαθούν να συνευρεθούν , όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η Λίλιθ δεν δέχεται ότι πρέπει να είναι "από κάτω" και όταν ο Αδάμ την πιέζει επικαλείται τον Κύριο με το ιερότερο όνομά του και ξεφεύγει πετώντας. Ο Ύψιστος θυμώνει με τη χρήση του ονόματός του επί ματαίω και την πετάει έξω από τον Παράδεισο, στις ερήμους της Γης.
Ο Όφις, όμως, σιγά μην άφηνε τη Λίλιθ,  το κελεπούρι, να πάει χαμένη. Την επισκέπτεται στην έρημο και της προτείνει να γίνει σύντροφός του και δαιμόνισσα. Εκείνη δέχεται, αν και κάτι αναφέρεται ότι ακόμα και στον κατηραμένο Όφι έκανε κόνξες.
Στο μεταξύ ο Αδάμ στον Παράδεισο λύσσαγε που έβλεπε όλα τα δημιουργήματα να "αυξάνονται και να πληθύνονται" και αυτός να είναι ο μόνος μαγκούφης και ανέραστος. Του έγινε στενός κορσές του Υψίστου να του φέρει τη Λίλιθ πίσω. Έστειλε λοιπόν τρεις αγγέλους στη Λίλιθ να της πουν ότι ο Ύψιστος και το πρωτοπαλίκαρό του τη συγχωρούν και τη δέχονται πίσω. Αυτή τους ξαποστέλνει με βρισιές. Οι άγγελοι τότε της ανακοινώνουν, με αγγελικά χαμόγελα, υποθέτω, οτι αν δεν υπακούσει θα σκοτώσουν όλα τα παιδιά που στο μεταξύ είχε αποκτήσει με τον Εωσφόρο. Η δαιμόνισσα τους ξαποστέλνει για μια φορά ακόμα, έξαλλη με το σκηνικό.
Η απειλή πραγματοποιείται. Ο Κύριος, ως δίκαιος και φιλεύσπλαχνος (κατά τον Αδάμ), σκοτώνει τα παιδιά της Λίλιθ και την καταδικάζει στο Πυρ το εξώτερο, ως εξώλης και προώλης.
Φτιάχνει μια καινούρια, υποταχτική Γυναίκα από το πλευρό του Αδάμ, η οποία βέβαια, λόγω της μαλακής της φύσης, πιστεύει και εκείνη τον Όφι με τις γνωστές συνέπειες...
Η Λίλιθ μισεί πια θανάσιμα τα παιδιά, τις εγκύους και ότι έχει σχέση με τη συνέχιση της ζωής. Το μόνο που θέλει και ξέρει είναι να ικανοποιεί τις γενετήσιες ορμές της με όποιο διεστραμμένο τρόπο σκεφτεί. Επισκέπτεται και ταλανίζει άνδρες μοναχικούς και παράνομα ζευγάρια, ώστε να κλέβει σπέρμα για να δημιουργεί δαίμονες. σκοτώνει νεογέννητα, λεχώνες και εγκύους και καταστρέφει το μέλλον των παιδιών.
Αυτή είναι η ιστορία της Λίλιθ που όταν διεκδίκησε τη θέση της στον Παράδεισο, θεωρήθηκε αισχρή και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από τη Χώρα της Επαγγελίας που χαίρονταν όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου, ακόμα και τα πιο ταπεινά.
Μα κι όταν ακόμα προσπάθησε να φτιάξει το δικό της κόσμο, τη δική της ιστορία, τιμωρήθηκε ξανά με το χειρότερο τρόπο. Και έγινε δαιμόνισσα και άδικη τιμωρός της αθωότητας, καταραμένη και φοβερή, μισητή και αποκρουστική.
Δεν ξέρω πόσο αθώο αίμα έβαψε τα χέρια και τα χείλη της Λιλιθ, αλλά ξέρω ότι αυτό που έβαψε τα χέρια και τα χείλη του Θεού μας δεν είναι λίγο. Και αναρωτιέμαι πώς γίνεται να θεωρείται κάποιος καλός και ενάρετος ή κακός και δαιμονικός από τη φύση του, ανεξάρτητα από τις πράξεις, τις αποφάσεις και τη στάση του αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί.
Καταλήγω ότι η κρίση αξιών δεν είναι καθόλου μα καθόλου σημείο των καιρών μας. Είναι μάλλον κατασκευαστικό λάθος του κόσμου μας. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Πάτοι...

Κάπου είχα πετύχει ένα περιοδικό. "Πάττυ". Μου άρεσε πολύ. Αγόραζα ΜανινοΚατερίνα κάθε βδομάδα και τα ξεκοκάλιζα μετα μανίας, αλλά αυτό το "Πάττυ" πολύ μου άρεσε. Ήταν διαφορετικό, ψαγμένο.
Δώδεκα εγώ, δέκα η αδελφή μου. Εκείνης δεν της άρεσε να διαβάζει. Ούτε καν περιοδικά. Της άρεσε να παίζει και να τρέχει με τα παιδιά "κάτω". "Κάτω" λέγαμε τη γειτονιά. Το διαμέρισμά μας ήταν στο δεύτερο όροφο, έτσι όταν σε ρωτούσαν "πού πάς" δεν έλεγες "έξω", έλεγες "κάτω".
Έτσι έλεγε και η μικρή. "Πάω κάτωωω!!!" και ξεπόρτιζε. Πύρ και μανία η μάνα που το στερνοπούλι δεν βγήκε μελετηρό... Ενώ εγώ... μονίμως με το βιβλίο στο χέρι... Ξάπλα και διάβασμα... Το καλοκαίρι, για να μη ζεσταίνομαι πολύ, ξάπλωνα στο πάτωμα και το μόνο που έκανα ήταν  να αλλάζω θέση στα πέλματα μου ψάχνοντας πιό δροσερό σημείο. Περπατούσα διαβάζοντας ξαπλωμένη....
Καλοκαίρι ανακάλυψα και την "Πάττυ". Αφού διάβασα το τεύχος που είχε πέσει στα χέρια μου, άρχισα μετα μανίας να ψάχνω το επόμενο. Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς όταν πήγα για να πάρω ΜανινοΚατερίνα. Δεν το ήξεραν! Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς του παππού όταν πήγαμε να τον δούμε. Δεν το ήξεραν! Μα πού να το βρώ! Στο κέντρο τότε κατεβαίναμε μόνο τις γιορτές. Πού χρόνο και διάθεση η μάνα για βόλτες στα μαγαζιά....Εγώ δε, να πάρω τα μούτρα μου και τα πόδια μου να περπατήσω ως το κέντρο...Δύσκολο. Αδύνατο καλοκαιριάτικα. Εγώ, είπαμε, περπατούσα μόνο ξαπλωμένη με το βιβλίο σηκωμένο ψηλά για να διαβάζω...
Πιάνω τη μικρή.. "Άκου, λέω, να πας στο περίπτερο που είναι στη γωνία στο κρεοπωλείο (μου φαινόταν ενημερωμένο περίπτερο εκείνο) και να ζητήσεις το περιοδικό "Πάττυ". Κατάλαβες;"
Κούνησε το κεφάλι η μικρή, πήρε το κατοστάρικο και την έκανε. Δεν άργησε, μετά απο δέκα λεπτά επέστρεψε.  "Πάττυ" όμως δεν κρατούσε. Κρατούσε πάτους παπουτσιών!. Νούμερο 37, το νούμερό μου.
"Τι είναι αυτό, παιδάκι μου;" Ρώτησα ο βλάξ, λές και δεν έβλεπα!
"Αυτό μου έδωσε ο περιπτεράς!" Ήρθε η αφελής απάντηση.
"Μα καλά, τί του είπες;"
"Εγώ ζήτησα "Πάττυ" και αυτός με ρώτησε τί νούμερο. Εγώ δεν ήξερα και αυτός με ρώτησε για ποιόν είναι. Εγώ είπα για την αδελφή μου και αυτός με ρώτησε τι νούμερο παπούτσια φοράς. Εγώ είπα 37 και μου έδωσε αυτά. Ασε μας, ρε αδερφή μου, με αυτά που διαβάζεις όλη την ώρα!!! Να πας να τα βρείς μόνη σου! Εγώ πάω κάτω!", απάντησε η θρασυτάτη και εγώ έμεινα με τους πάτους ανα χείρας. Και τα ρέστα, γιατί πάντα η αδελφή μου ήταν ηθικότατο παιδί!  Πάντως "Πάττυ" δεν ξαναζήτησα. Ξενέρωσα!

Χρόνια Πολλά Αδελφάκι μου!. Θα έγραφα για τον πάτο που πιάνω, αλλά μια και γιορτάζεις θυμήθηκα την ιστορία με τους πάτους. Καλύτερα έτσι! Σε φιλώ!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Κρίση μέσης ηλικίας...

Δεν το φανταζόμουν ποτέ, αλλά ήρθε και αυτή...Καλώς την...



Και καλά που ήρθε σε μένα , αντέχω εγώ. Αλλά του' ρθε και του Βύρωνα, που ως γνωστόν είναι χαρακτήρας ευαίσθητος και παιδί επιρρεπές...Εδώ να δεις βάσανα...
Να κάθομαι εγώ να αναλύω τα μύρια όσα, να ανατέμνω τα κουνούπια και να καταπίνω τις καμήλες. Απώτερος σκοπός; Να φταίω εγώ και για την κρίση μέσης ηλικίας του Βύρωνα, όλου μου του σογιού καθώς βέβαια και του δικού του. Συμπεριλαμβάνονται γνωστοί και φίλοι με τα δικά τους βάσανα και κρίσεις.Ελπίζω να μην ξεχνάω κάποιον...Εγώ η ανάλγητη, που δεν καταλαβαίνω τον πόνο του άλλου, την ανάγκη του άλλου να μιλήσει, να μοιραστεί, να διασκεδάσει. Με κάποιον άλλο, όχι με μένα. Γιατί εγώ δεν έχω ανάγκη και όλα μου έχουν έρθει βολικά και τέλος πάντων, τι ανάγκη έχω εγώ; Εγώ το μόνο που θέλω είναι να χορεύω, να διασκεδάζω και να περνάω βράδια ολόκληρα με κρασάκι και κουβεντούλα. Και ζω σε ένα ροζ σύννεφο.Και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαστε μαζί και να περνάμε καλά. Ενώ αυτός αφιερώνει το χρόνο του και την προσοχή του σε όλους αυτούς που τον έχουν ανάγκη.(Εκτός από εμένα και τον μικρό, εννοείται, γιατί εμείς είμαστε ταχτοποιημένοι).
Δεν άντεξα και αυθαδίασα πάλι, η αναίσθητη! "Μην ανησυχείς, συμβαίνει σε όλους, μια κρίση είναι, θα περάσει. Σ'ενοχλούν όλα, γιατί εσύ είσαι πια υπεύθυνος. Εσύ κουμαντάρεις και δεν μπορείς να ρίξεις την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Στο τέλος θα το πάρεις απόφαση και θα χαλαρώσεις."
Δεν μπορώ να πω, με άκουσε! 'Εχει αναλάβει αποκλειστικά κάθε ευθύνη για να ξεπεράσει την κρίση του μόνος του. Για την ακρίβεια με τους φίλους του. Εγώ ακόμα περιμένω να μου πεί αν θα έρθει μαζί μου αύριο στην παράσταση που μου έχει υποσχεθεί ήδη δύο φορές να πάμε, αλλά τη μία βαριόταν και είπε να σαπίσουμε στην τηλεόραση. Αλλά μόλις ξάπλωσα εγώ είπε ότι βαρέθηκε και να σηκωθώ να πάμε μια βόλτα. Και την άλλη φορά είπε ότι πού να αφήσουμε το παιδί που την άλλη μέρα έχει σχολείο, άστο, να το κανονίσουμε καλύτερα κάποια άλλη μέρα και κανόνισε ποτό με τον ξάδελφό του,  για να μη μείνει μέσα κι αυτός γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και απαρηγόρητος που ένας φίλος μας είναι στο νοσοκομείο και πεθαίνει.
Έτσι κάπως έρχεται η δική μου κρίση, αλλά πριν την πάθω, πήρα ένα εισιτήριο για την παράσταση.Θα πάω μόνη μου, εκτός αν βρω και κανέναν άλλο αναίσθητο στον πόνο των άλλων, σαν και μένα, να με συνοδέψει. 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Γυναίκα!

Η Γυναίκα, ένα κόσμημα ανάμεσα στα έμψυχα, το αριστούργημα της Πλάσης, αυτή που συντηρεί τη φωτιά της εστίας και τρέφει τη Ζωή με το γάλα της. Η Γυναίκα, Παντοδύναμη! Γι' αυτό την φοβήθηκαν. Την ταπείνωσαν, έντυσαν το σώμα της με ρούχα και το πνεύμα της με ενοχές και σκοτάδι.
Και όταν μετέτρεψαν τη χάρη σε προστυχιά, την απόλαυση σε ενοχές, όταν συντηρούσαν τη Γυναίκα  χωρίς να σέβονται τη φύση της, όταν έδωσαν υποχρεώσεις χωρίς να αναγνωρίσουν δικαιώματα, όταν καταλόγισαν ευθύνες χωρίς να προσφέρουν αναγνώριση, δημιουργήθηκε ένα Τέρας, ένα Άγριο Θηρίο!
Και η Αγάπη, που μόνο η Γυναίκα ήξερε να κρατάει στα χέρια της, έγινε ένα διαμάντι στα χέρια ενός Θηρίου. Πετάχτηκε στη λάσπη, ποδοπατήθηκε, βρώμισε. Ξεχάστηκε. Και όλα αυτά γιατί η Γυναίκα δεν σκέφτηκε ποτέ πως έχει τη δύναμη να τ' αλλάξει όλα. Πώς μπορεί να γεννήσει έναν καινούριο κόσμο μαζί με τα παιδιά που γεννάει και μεγαλώνει.
Κι αν το σκέφτηκε, αφέθηκε τελικά. Υπέκυψε και δέχτηκε το Μήλο. Αυτό ήταν το πεπρωμένο της.  

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Απουσία

Δεν είμαι και στα πολύ καλά μου τελευταία.... Καθώς λένε όμως...η στύψη βγάζει λάδι.
Να τι προέκυψε το απόγευμα:




Χαμένη μέσα στο πλήθος των ανωνύμων,
ανώνυμη κι εγώ,

αδιάφορη και αβέβαιη για την  ύπαρξή μου,
όσο και μια λέξη που κάποιος, κάποτε, φώναξε,
μα τώρα πια,
μόνο η ηχώ καταδέχεται να επαναλαμβάνει...