Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Ιστορίες της νύχτας - Νυχτερινή πτήση.

http://i.ytimg.com/vi/hQQObD0BkY0/maxresdefault.jpg
- Νύσταξα...
- Κι εγώ... Τι ωραία που περάσαμε! Υπέροχα... Να 'ναι καλά ο Βύρων που μας τα κανόνισε...
- Κορίτσια, νιώθω σαν διασημότητα, σαν ηθοποιός του Hollywood. Έτσι θα τα περνάνε κι αυτές... Πολυτέλεια, ευγένεια, περιποίηση... Βασίλισσες μας έχουν.
- Άντε, λοιπόν, ας αποσυρθούμε στη βασιλική μας καμπίνα για το βασιλικό μας ύπνο... Αύριο φτάνουμε... Τελειώνουν τα παραμύθια.
- Πηγαίνετε εσείς, εγώ θα μείνω λίγο. Κατά τις δωδεκάμιση φτάνουμε στο πρώτο λιμάνι. Το καράβι του Βύρωνα θα φορτώνει εκεί. Θα μείνω να το δώ.
Χαμογέλασαν τα κορίτσια...
- Σε μόνιμες διακοπές η φιλενάδα μας... Σε μόνιμο παραμύθι... Καληνύχτα, λοιπόν...

Κατέβηκα στο σαλόνι. Έκανα μια βόλτα, βγήκα στο κατάστρωμα. Μπουνάτσα, λάδι η θάλασσα κι ο ουρανός ανοιχτός σαν να ξεμακραίνει και να απλώνεται συνεχώς. Ένας θόλος διάστικτος απο φωτεινά σημάδια, γαλαξίες, συμπλέγματα αστεριών που περιδινίζονται.  Κι ένα φεγγάρι να μεγαλώνει νύχτα με τη νύχτα. Θάλασσα κι ουρανός ανταλάσσουν τα όριά τους, ανταλάσσουν τα αστέρια τους... Πάρε εσύ έναν προβολέα, δώσ' μου ένα μικρό αστέρι, σου δίνω έναν σπειροειδή γαλαξία και θέλω το λιμάνι σου με όλες τις αντανακλάσεις του.
Είναι υπέροχη η αίσθηση να βρίσκεσαι τη νύχτα σ' ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας, στη μέση του σύμπαντος. τα πάντα κινούνται, περιστρέφονται, ταξιδεύουν κι εσύ μαζί τους, ένα μ΄αυτά. Την ίδια στιγμή παρατηρητής και ήρωας. Ένιωθα να αιωρούμαι, έτοιμη να ανοίξω τα χέρια και να ενωθώ με όλα...

Ένα απόκοσμο φώς άρχισε να φαίνεται στα δεξιά του πλοίου, σαν να ερχόταν η ανατολή, μα ήταν ακόμα μεσάνυχτα. Ένα σύθαμπο στην αρχή και μετά ξεκάθαρα οι προβολείς της προβλήτας και τα πιό θαμπά φώτα των δρόμων, το λιμάνι αναδυόταν μεσ' απ το σκοτάδι, μαγικά.

Μπήκα ξανά στο σαλόνι και βρήκα ένα φίλο κοινό, συνάδελφο του Βύρωνα. Πιάσαμε  ψιλοκουβέντα μέχρι να περάσει η ώρα και να πέσει η άγκυρα.

- Να κατέβω μαζί σου στον καταπέλτη;
- Άντε, έλα...

Κάτω απο τους προβολείς του λιμανιού η νύχτα έγινε μέρα, φωνές, μηχανές, μπετά και λαμαρίνες, η νύχτα τελικά δεν ήταν τόσο σιωπηλή....
Το καράβι του Βύρωνα εμφανίστηκε μεγαλόπρεπα και έδεσε τρείς ντόκους μακριά. Ο Βύρων θα ήταν στον καταπέλτη τώρα και θ' άρχιζε τη φόρτωση. Αυτοκίνητα, φορτηγά και επιβάτες θα εξαφανίζονταν στην κοιλιά των πλοίων και ο Βύρων θα έφευγε για το λιμάνι απ' όπου είχα ξεκινήσει εγώ κι εγώ θα έφευγα για το λιμάνι απ' όπου είχε ξεκινήσει εκείνος.
Για μισή ώρα μέσα  στη νύχτα τα πλοία μας συναντήθηκαν σ' αυτό το ενδιάμεσο λιμάνι και μετά το καθένα θα συνέχιζε το ταξίδι του.

Ο ύπαρχος με είδε που κοίταζα πέρα... Με κοίταξε με νόημα. Ήξερε κι αυτός τον καημό μου, τόσα χρόνια αυτός ο λιμανίσιος έρωτας μου δεν κρυβόταν. Δεκαοκτώ χρονών ήμουν όταν ξεκίνησα τα δρομολόγια, τα ταξίδια, την αναμονή. Και τώρα με σχεδόν τα διπλά χρόνια στην πλάτη μου, η αγωνία να τον δώ δεν είχε ησυχάσει.

- Να πάω; Προλαβαίνω;, τον ρώτησα κι ένιωθα τα μάτια μου να ικετεύουν σαν του κουταβιού...

Σχεδόν την άκουσα τη βλαστήμια που είπε απο μέσα του. Μα τα δικά του μάτια χαμογελούσαν πονηρά και ευχαριστημένα. Το περίμενε πως θα τον ρωτούσα, πως θα ζητούσα να δω το Βύρωνα... μας ήξερε τόσα χρόνια κι αυτός...

-Βιολίδα, μου λέει, σε δέκα λεπτά φεύγω και δεν περιμένω...

Και δάγκωνε το μουστάκι του.

- Σ' αγαπώωωω, του φωνάζω και του πετάω ένα φιλί με τα δυό μου χέρια. Καμία σοβαρότητα! Ήμουν πάλι δεκαοχτώ κι έτρεχα μες στο λιμάνι για μια ματιά ένα γειά, ένα φιλί...
Έτρεχα μπροστά απο τα σταματημένα φορτηγά, δίπλα μου το μαύρο νερό αντανακλούσε τ' αστέρια, είχα ήδη αφήσει μια νησίδα φωτός κι έτρεχα μεσ' το σκοτάδι προς έναν άλλο φωτεινό πλανήτη, αυτόν του Βύρωνα. Ταξίδευα στο σύμπαν πετώντας κι ασθμαίνοντας.

Η απόσταση  που χώριζε  τα δυό καράβια δεν ήταν μεγάλη, τετρακόσια- πεντακόσια μέτρα το πολύ. Μα κι εγώ δεν ήμουν πιά παιδάκι. Λαχάνιασα, σταμάτησα και κοίταξα πίσω, στο δικό μου φωτεινό πλανήτη. Για μια στιγμή φοβήθηκα οτι  θα έβλεπα και τους δύο καταπέλτες να σηκώνονται, τα δύο βαπόρια να σαλπάρουν κι εγώ να μένω εκεί , στο σκοτάδι, μόνη ανάμεσα στα θεόρατα μηχανήματα...
- Άν γίνει αυτό, θα δώ τι θα κάνω, σκέφτηκα. Και ξανάβαλα την τρεχάλα.

Πέρασα ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που περίμεναν στην ουρά για την επιβίβαση. Ο Βύρων τα σταματούσε, έπαιρνε τα εισιτήρια, τα έλεγχε, τα επέστρεφε και το αυτοκίνητο επιβιβαζόταν. Δεν είχα ανάσα για να φωνάξω κι έτσι δε με είδε παρά μόνο όταν έφτασα δίπλα του. Δεν μίλησε, με κοίταξε έκπληκτος και μ' έναν αναστεναγμό μ' αγκάλιασε. Μ' έσφιξε πάνω του κι εγώ ανάσανα βαθειά.

Το σύμπαν σταμάτησε να περιστρέφεται  κι ένιωσα τα πόδια μου να γατζώνονται στο έδαφος και το σώμα μου να γίνεται ένα με το σώμα που αγκάλιαζα, να βγάζουμε ρίζες και κλαδιά που ανθίζουν, φυλλώνουν, απλώνονται. Κι εμείς ενωμένοι στον κόσμο αυτού του τεράστιου δέντρου που απλώνεται κι ανοίγει παντού κι όσο τα κλαδιά απλώνονται τόσο ο κορμός δυναμώνει, γίνεται συμπαγής, αδιαίρετος.

Ο Βύρων με φίλησε και η μαγεία εξαϋλώθηκε. Τα ανθάκια του δέντρου μας έγιναν αστέρια και κάτω απο τα πόδια μας αρχίσαμε να νιώθουμε ξανά τις δονήσεις απο το βάρος των τροχών και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων. Ξαναγυρίσαμε στη νύχτα.

Το 'σκασα πάλι τρέχοντας για να επιστρέψω στο πλοίο μου. τώρα ήμουν ήρεμη. Έβλεπα απο μακριά τα φορτηγά που περίμεναν να επιβιβαστούν και ήξερα πως έχω αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου. Δεν λαχάνιαζα πιά, ήμουν δυνατή.

Όταν έφτασα, κούνησα το χέρι στον ύπαρχο, να δεί οτι γύρισα. Ανέβηκα στην καμπίνα. Τα κορίτσια κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου, είχαμε περάσει ένα υπέροχο τριήμερο.
Κατέβηκα ξανά στο γραφείο του φίλου μας. Συζήτησα μαζί του για τα προβλήματα της δουλειάς. Για την ακρίβεια, εκείνος μιλούσε κι εγώ άκουγα. Αυτό είχε ανάγκη εκείνος, κάποιον να μιλήσει.

Εγώ δε χρειαζόμουν τίποτα πιά. Ήμουν πλήρης.






Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύουμε!!!!

PAIDIA
Κανονικά θα έπρεπε να προσπαθήσω να γράψω μια Ιστορία της Νύχτας, αλλά οι πομπές της Ημέρας δε μ'αφήνουν.... Η Νύχτα, για μένα, αφορά την Ψυχή και το Σώμα, το Πνεύμα και τη Νόηση, τη Διαίσθηση και το Όνειρο. Η μέρα, απο την άλλη πλευρά...., αφορά το χώμα, το εφήμερο, το προϊόν, τη συντήρηση και την πρακτικότητα....
Και τα δύο αναγκαία, το ένα πιο ευχάριστο, το άλλο πιο πρακτικό. Κι εμείς ανάμεσα, να προσπαθούμε να κρατήσουμε την παλάτζα...

Σήμερα διάβασα δύο αναρτήσεις που αφορούσαν άμεσα τα τεκταινόμενα στην ταπεινή μου μονοκατοικία....(http://princess-airis.blogspot.gr/2015_05_01_archive.html
και http://toapagio.blogspot.gr/). Αποφάσισα να πω λοιπόν κι εγώ τον πόνο μου, γιατί, όπως λέει και η Αριστέα, όλοι έχουμε δικαίωμα στη γνώμη....

Που λέτε, έχω πάει να παραλάβω το βλαστάρι από το σπίτι της φιληνάδας και συναθλήτριας στο στίβο της μητρότητας και ανατροφής 10χρονων βλασταριών...όπου είχε πάει ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ, το ίδιο απόγευμα. Μέχρι να πούμε μια κουβέντα και να βάλει το βλαστάρι τα παπούτσια του (που σαρανταποδαρούσα να ήταν πιο γρήγορα θα ποδαινόταν...) χτυπάει το τηλέφωνο (το ξένο...) και ζητάνε εμένα!!!. "Ποιός είναι, ρε παιδιά?" " Ο Βύρων, τρέξε..!"
Τώρα πρέπει να ξανακάνω παρένθεση και να πώ οτι ο Βύρων είναι πολυταξιδεμένος και γυρίζει τα πέρατα του κόσμου... (κοσμοναύτη βέβαια δεν τον λές, στο "καλέ, ναύτη!" όμως, ακούει...)
 Να μην τα πολυλογώ, ο Βύρων, αλλόφρων και ασθμαίνων στην άλλη άκρη της γραμμής ήθελε, λέει, να μας μιλήσει γιατί άκουσε οτι κυκλοφορεί στην περιοχή μας ένα αυτοκίνητο που απαγάγει παιδιά... Για την ακρίβεια Κόκκινο Σιτροέν!!! και έχει ήδη πάρει δύο παιδιά δεκατριών και δεκατεσσάρων χρονών!!! "Ποιά παιδιά???" ρωτάω η έρμη, νομίζοντας πως θα είναι γνωστά μας και έτσι το έμαθε....
" Δεν ξέρω..." απαντάει η αγάπη της ζωής μου, "Το διάβασα στο φέισμπουκ!!!!"
Κλείνω το τηλέφωνο επιτόπου... χαμογελάω στη φιληνάδα που νόμιζε κι αυτή οτι μας βρήκε η συμφορά, παίρνω το βλαστάρι και βγαίνουμε στο δρόμο, πεζοί στις 9 η ώρα το βράδυ.
Αφού περπατήσαμε ξένοιαστα τα ολόκληρα δύο τετράγωνα που χωρίζουν την ταπεινή μονοκατοικία μας από την ταπεινή μονοκατοικία της φιληνάδας, ετοιμάζω το βλαστάρι για ύπνο και συνδέομαι στο διαδίκτυο. Μπαίνω στο Amber Alert και στο Χαμόγελο Του Παιδιού. Ευτυχώς δεν βρίσκω καμία πρόσφατη ανάρτηση για αγνοούμενο παιδί. Ψάχνω ξανά και βρίσκω την ανάρτηση που διάβασε ο Βύρων και διαπιστώνω οτι έχει αναρτηθεί αρχικά από ένα σάιτ ποικίλης ύλης, όπου όλοι πηδιούνται, αρρωσταίνουν, ψεκάζονται, τους παίρνουν τα λεφτά οι επιτήδειοι κλπ. και όλα αυτά θεωρούνται ειδήσεις. Ο πρώτος τίτλος που έπιασε το μάτι μου ήταν "Φοιτήτρια βγαίνει με το στρίνγκ στο μπαλκόνι. Ανάστατη η γειτονιά"(Ακριβής μεταφορά, μη γελάτε...). Η "είδηση" που διάβασε ο καλός μου ανέφερε οτι ένα αγόρι βγαίνοντας από το φροντιστήριο για να πάει στη γωνία όπου το περίμενε ο πατέρας του είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο που έκοψε ταχύτητα περνώντας έξω από το φροντιστήριο και μετά συνέχισε την πορεία του. Όλο αυτό φάνηκε ύποπτο στο παιδί που το μετέφερε στον πατέρα... Αναρτήσεις επί αναρτήσεων στο φέισμπουκ πρόσθεσαν διάφορες λεπτομέρειες για την περιοχή, τον αριθμό των παιδιών, σπείρες αλλοδαπών και τα λοιπά και τα λοιπά.
Πάω για ύπνο ήρεμη αφού σκέφτομαι οτι αν Η Φοιτήτρια με το στρίνγκ και Ο Νεαρός που έβλεπε πολύ CSΙ είχαν τέτοιο σουξέ, αν πραγματικά είχε απαχθεί παιδί θα είχε γίνει χαμός και δεν θα μέναμε σε γενικά κι αόριστα σχόλια. Εδώ δεν τίθεται θέμα διαφύλαξης προσωπικών δεδομένων, τα στοιχεία των παιδιών που αγνοούνται κοινοποιούνται αμέσως από τις αρχές όπως έχουμε ήδη αντιληφθεί, αλλά φροντίζουμε να ξεχνάμε...

Και περιμένω πώς και πώς να έρθει ο Βύρων για να του ρίξω χοντρό βρισίδι που με τάραξε. Ακόμα πιο χοντρό που ταράχτηκε αυτός. Κι ακόμα πιο χοντρό που μπαίνει στο παιχνίδι του τρόμου που μας ταΐζουν καθημερινά. που για την ακρίβεια, ούτε καν μπαίνουν πια στον κόπο να μας ταΐσουν. Μας πετάνε δυο ξεροκόμματα και φτιάχνουμε μόνοι μας μπουφέ γκουρμέ....

Όπου συζήτησα αυτό το θέμα επιμένουν να μου λένε οτι δεν ήταν έτσι παλιά, οτι τώρα άλλαξαν τα πράγματα και οτι κινδυνεύουμε. Εγώ λέω οτι έτσι ήταν πάντα, απλά τώρα τα μαθαίνουμε όλα γρήγορα, με αφόρητες λεπτομέρειες και παραποιήσεις. Ανάμεσα στους γονείς είναι διάχυτος ο φόβος οτι θα μας κλέψουν τα παιδιά μας. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για ένα γονιό, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Κάποια στιγμή, όταν το βλαστάρι ήταν ακόμα μικρό, είχα τρομάξει πολύ. Άκουγα συνεχώς γύρω μου οτι πρέπει να προσέχω το παιδί, να μην το αφήνω από το χέρι μου, οτι κλέβουν παιδιά στα πολυκαταστήματα, στους δρόμους, στη θάλασσα, παντού! Έψαξα στη σελίδα του  Χαμόγελου Του Παιδιού και από εκεί στη σελίδα του Amber Alert. Έγινα εθελόντρια στο Χαμόγελο για να γνωρίσω από κοντά τον οργανισμό και τους ανθρώπους του και να καταλάβω κατά πόσο είναι αξιόπιστο. Αυτό που ήθελα να καταλάβω στην ουσία ήταν από τί και πώς να προφυλάξω το βλαστάρι μου. Αυτό που έμαθα είναι οτι η μεγαλύτερη απειλή για τα παιδιά είναι οι γονείς τους και αμέσως μετά άτομα του οικείου περιβάλλοντός τους. Τα παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες επίσης απειλούνται όχι μόνο με κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά ακόμα και με εγκλήματα κατά της υγείας και της ζωής τους, από τους συνομηλίκους τους!!! Και δυστυχώς αυτά τα στοιχεία δεν είναι φήμες, επιβεβαιώνονται δραματικά από την επικαιρότητα. Μαντλέν και Άννυ ήταν θύματα των γονιών τους. Η Μαρία δόθηκε από τους τσιγγάνους γονείς της, ίσως να πουλήθηκε. Ο Άλεξ ήταν θύμα συμμαθητών του και το έγκλημα συγκαλήφτηκε από τους γονείς τους. Ο Βαγγέλης δεν άντεξε τον κοινωνικό κατατρεγμό απο τους "μάγκες" ετεροφυλόφυλους συμφοιτητές του. (Και να φανταστείς οτι οι φοιτητές κάποτε έριχναν τις χούντες...Τώρα μάλλον οι χούντες ρίχνουν τους φοιτητές...)
Το έψαξα πολύ και είμαι σε θέση να πω οτι τα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να τα αρπάξουν τη στιγμή που θα αφήσουν το χέρι μας. Αντίθετα κινδυνεύουν αν δεν τα αφήσουμε να αυτονομηθούν, να βρουν τον εαυτό τους και να πιστέψουν σ'αυτόν. Και να πιστέψουμε κι εμείς στον εαυτό μας και την αγάπη μας ως γονείς. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να τα αγαπάμε και να τα στηρίζουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από αυτό.

Μερικές φορές νιώθω οτι είμαι φυλακισμένη σε μια φυλακή χωρίς τοίχους. Δεν χρειάζονται οι τοίχοι γιατί φροντίζουν να με κρατάνε δεμένοι οι ίδιοι οι συγκρατούμενοί μου, δεν χρειάζονται καν δεσμοφύλακες. Ο καλύτερος δεσμοφύλακας είναι ο φόβος. Προσπαθώ κάθε μέρα να θυμάμαι ποια είμαι, να μου υπενθυμίζω να φοβάμαι αυτούς που μου προσφέρουν ασφάλεια, άνεση και πλούτο. Να κρίνω ανθρώπους από τις πράξεις τους και όχι από τα λόγια τους. Να θυμάμαι οτι ο βλαστάρι δεν κινδυνεύει απο κάποιον που δεν έχει τίποτα. Κινδυνεύει από αυτόν που έχει τα πάντα και θέλει κάτι ακόμα. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που ζητάει σεβασμό. Κινδυνεύει από αυτόν που δε σέβεται κανέναν, ούτε καν τον εαυτό του. Δεν κινδυνεύει από αυτόν που λέει τη γνώμη του, αλλά από αυτόν που λέει αυτό που θέλουν οι άλλοι ν' ακούσουν.
Κοιμάμαι κάθε βράδυ μόνη μου, με το βλαστάρι στο διπλανό δωμάτιο. Και η ευχή μου κάθε βράδυ είναι να μείνει μακριά από κάθε κακία και κάθε μίσος, αλλά κυρίως κάθε κακία και κάθε μίσος να μείνουν μακριά από την ψυχή του.
Και κακιώνω με το Βύρωνα που είναι έτοιμος να μου καταλογίσει ευθύνες γιατί δεν φοβάμαι  όσο θα έπρεπε....

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Χωρίς σκοπό

Φωτο:http://mytripssonblog.blogspot.gr


Καθόμουν στο παγκάκι και κοίταζα την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Το βλέμμα μου χανόταν στο ασημένιο καθρέφτισμα του ουρανού. Ήρεμη ώρα, μεσημεριανή...

Είχα ακουμπήσει το βιβλίο δίπλα μου, με το δάχτυλό μου ακόμα ανάμεσα στις σελίδες για να συνεχίσω τάχα το διάβασμα. Έκλεισα τα μάτια και  έγειρα το κεφάλι μου πίσω, προσφορά τα βλέφαρα και τα χείλη μου στο φιλί του ήλιου. Έλιωνα, κούκλα από κερί.  Με τα μέλη μου να λύνονται απορροφώντας τις ζεστές αχτίδες, ένιωσα να γαληνεύω. Το σώμα μου ενώθηκε με τη γη, έγινε χωμάτινο, ένα πήλινο δοχείο που πυρωνόταν στο ανοιξιάτικο μεσημέρι. Και η σκέψη μου, ελαφριά κι αέρινη χανόταν στο τίποτα, ακολουθώντας τις πυρόχρωμες σταγόνες που έπεφταν στα κλειστά μου βλέφαρα κι άνοιγαν, απλώνονταν σαν το λάδι στο νερό.....

Χάθηκα ώρα πολλή στο κατακόκκινο ταξίδι μου, μέχρι που ξαφνικά ο αέρας ψύχρανε κι επέστρεψα στο παρόν ανατριχιάζοντας. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω. Το φως είχε αλλάξει, είχε γίνει ψυχρό, βράδιαζε....

Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ στο πέτρινο μονοπάτι. Από μακριά έβλεπα την αντανάκλαση των τελευταίων αχτίδων πάνω στα τζάμια των κτιρίων. Βγήκα από το πάρκο και βρέθηκα στο κέντρο της πόλης. 
Αυτοκίνητα, κόσμος, άνθρωποι στις στάσεις των λεωφορείων με βλέμμα κουρασμένο, βιαστικοί περαστικοί να σκουντουφλούν μεταξύ τους και να κοιτάζονται με αηδία και αγανάκτηση...

Το δάχτυλό μου είχε μουδιάσει ανάμεσα στις σελίδες. Τσάκισα την άκρη του φύλλου, ένα μικρό χάρτινο τριγωνάκι που μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
Χαμογέλασα κι έκλεισα το βιβλίο. 

Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/05/2-5-11.html#ixzz3afGXVGQj


Και ξαναβάζω το κείμενό μου που τόση αναστάτωση έφερε στο "Παιχνίδι με τις λέξεις". Τα συγχαρητήριά μου σε όλους τους συμμετέχοντες και τη διοργανώτρια. Καλημέρα!!!!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Λάθος!!!

Δυστυχώς δεν γνώριζα καλά τους κανόνες του "παίζοντας  με τις λέξεις" και ανάρτησα την ιστορία μου στο blog μου νωρίτερα απ' ότι έπρεπε! Την αποσύρω σεβόμενη τους κανονισμούς και ζητώ ειλικρινά συγγνώμη από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο παιχνίδι και τη διοργανώτρια....
Ευχαριστώ για τις επισημάνσεις!!!


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μπου!

Έιναι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο σούρουπο σ'ένα μάλλον ορεινό χωριό. Κρύο, λάσπη και μυρωδιά απο βρεγμένο χώμα. Σίγουρα θα είχε ρίξει καλή μπόρα το μεσημέρι τώρα όμως ο ουρανός είναι   καθαρός και τα πρώτα αστέρια θα φανούν σε λίγο.
Με μια παρέα περπατάμε προς την πλατεία του χωριού. Τα παπούτσια μας γλυστράνε στο καταλασπωμένο κράσπεδο.
Κάπου στα δεξιά διακρίνω ένα άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα που κρύβουν τη θέα της ρεματιάς. Ένα λιθόστρωτο μονοπατάκι φιδοσέρνεται ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους. Η βροχή δεν έχει καταφέρει να ξεπλύνει τη σκόνη και το χώμα που είχε σκεπάσει το φύλλωμά τους. Αντίθετα, έχει φτιάξει ένα γλιτσερό πέπλο απο λασπουριά και σαπισμένα φύλλα που καθώς πέφτει το σκοτάδι φαίνεται όλο και πιο σκούρο, σχεδόν μαύρο...
Παρ'όλο το θλιβερό τοπίο και τη νύχτα που πλησιάζει, η διάθεση της παρέας είναι χαρούμενη και χαλαρή. Χαμογελώ καθώς ενα συνοθύλευμα απο χαρούμενα μουρμουρητά φτάνει στ'αυτιά μου. Δεν ξεχωρίζω λόγια, αλλά δεν μου χρειάζεται αυτό για να νιώσω τους ήχους της νιότης, της ξεγνοιασιάς και του έρωτα, ίσως....
Με πιάνει μια διάθεση να κάνω ζαβολιά..."Πού πάει αυτό το μονοπάτι; Πάμε να δούμε;", λέω.
Άξαφνα οι ήχοι σταματούν. Μια αναπάντεχη σιγαλιά απλώνεται. Ακόμα και τα βήματα που άκουγα να με συντροφεύουν, σταματούν και είναι σαν να σταμάτησε και ο χρόνος. Κρατώ την ανάσα μου σαν να είπα κάτι άπρεπο και περιμένω το πρώτο υποτιμητικό σχόλιο να ακουστεί και να σπάσει την αμήχανη σιωπή που μας τυλίγει μακάβρια. Κι αρχίζει ξαφνικά να ακούγεται ένας σιγανός ήχος, γεμάτος συρριστικά σύμφωνα, μακρόσυρτες συλλαβές και βαθιές ανάσες, που γεμίζει τον ακίνητο αέρα και σιγά σιγά κορυφώνεται σε μια ψιθυριστή πολυφωνία που μου κόβει τα ήπατα! Μια παγωμένη αίσθηση απλώνεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου καλύπτοντας το μυαλό μου με την αβεβαιότητα του φόβου. Συνειδητοποιώ αυτό που ξέρουν οι φίλοι και προσπαθούν με ψίθυρους και θροίσματα να μου μεταδώσουν χωρίς να χρειαστεί να κατονομάσουν.
"Κανείςςςς δεν κατεβαίνει στη ρεματιάαααα! Εκείιιι δουλεύουν εκείιιιινοι... Ζούν και δουλεύουν... Σσσσσσιωπηλά, αθθθθόοοορυβα, μυσσσσστικά."
Κανείς δεν ξέρει τί κάνουν. Κανείς δεν ξέρει να σου πεί πόσοι εἰναι, πως μοιάζουν. Κανείς δεν τους έχει δεί. Δεν έχουν καμία επαφή με το χωριό, ούτε είχαν ποτέ. Κανείς δε θυμάται πότε ήρθαν, για ποιό λόγο, αν έφεραν μηχανήματα, εξοπλισμό ή προμήθειες. Κανείς δεν έχει ιδέα πώς τρέφονται, πώς ζουν, αν ζούν... Αν είναι ζωντανοί...
Το χωριό τους ξεχνάει τη μέρα. Η ρουτίνα, η καθημερινότητα, οι εποχιακές εργασίες, δεν αφήνουν χρόνο σε κανέναν να τους σκεφτεί... Ποιός σκέφτεται τις σκιές μέσα στο καταμεσήμερο;
Τα χειμωνιάτικα βράδια όμως, αυτές οι σκιές λές και μακραίνουν και απλώνονται μέσα στο χωριό. Μεγαλώνουν όσο προχωράει το σκοτάδι και καλύπτουν με παγωνιά και φόβο τους δρόμους, τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τις ίδιες σκιές νιώθω και εγω να μεγαλώνουν πίσω μου και πάνω μου, να βγαίνουν απο το δρομάκι της ρεματιάς και να απλώνονται στο δρόμο και την πλατεία. Σαν ένα σύννεφο να κάλυψε το φεγγάρι.
Τρομάζω. Η αίσθηση του άγνωστου, του υπερφυσικού, με κάνει να παγώνω και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στον ουρανίσκο μου. Το στόμα μου ξεραίνεται και προσπαθώ με κόπο να καταπιώ.
Μια άλλη αίσθηση όμως ανεβαίνει σιγά σιγά απο το στήθος μου. Κι αν...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Είσαι κότα;








Η Κότα περιφερόταν έξω απο το κοτέτσι της τσιμπολογώντας καλαμπόκι. Σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε απο τη μία το κοτέτσι, απο την άλλη το σπίτι του Ανθρώπου. Μια το ένα, μια το άλλο, τελικά δεν έβλεπε και μεγάλες διαφορές!
Η Αλεπoύ μπήκε στην αυλή μια μέρα που ο Ανθρωπος έλειπε.
- Πώς απο δω, κυρα-Μάρω; ρώτησε η Κότα.
- Για σένα ήρθα, της απάντησε η Αλεπού, για να σε φάω.
- Χα, ας γελάσω! Σιγά που θα με φάς. Ξέρεις ποιά είμαι εγώ κυρα-Μάρω; Εγώ ζώ σε σπίτι, σαν τον Άνθρωπο. Το ίδιο είμαστε!
- Αυτός όμως κρατάει τσεκούρι! είπε η Αλεπού
και την έφαγε. 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Γειά σου, πατερουλάκη μου.

Είδα σήμερα την Καλομοίρα και το Στέλιο. Αγέραστοι!. Με ρώτησαν για σένα και τους είπα τα νέα. Οτι πέθανες το Νοέμβριο.
Είναι περίεργο πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στην είδηση ενός θανάτου. Δυο στιγμές αμηχανίας και μετά μια ερώτηση για να προχωρήσει η κουβέντα. Άλλοι ρωτάνε την αιτία..., άλλοι ρωτάνε για τη μάνα, πώς είναι, αν κρατάει γερά. Στην αρχή οι πιο πολλοί ρωτούσαν ξανά και ξανά το πότε. "Μα πότε έγινε; Πότε; Το Νοέμβρη; Τι λες, βρε παιδί μου!" Και θα αναρωτιόμουν τι δεν καταλαβαίνουν αν η σαφής ματιά στα ρούχα μου δε μου έδειχνε ξεκάθαρα το λόγο.
Δε φόρεσα μαύρα. Σχεδόν ούτε μια μέρα. Δεν σε πένθησα, πατερούλη μου!!!
Δεν υπήρχε τίποτα να πενθήσω από σένα. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι χαρούμενες, γλυκές, τρυφερές, γεμάτες αγάπη και αποδοχή. Ποτέ δεν ένιωσα οτι απογοητεύτηκες από μένα. Ποτέ δεν μου έδειξες κάτι τέτοιο. Δε θέλησα ποτέ να σε εκθέσω, να σε πικράνω, να σε προβληματίσω, αλλά, με έναν περίεργο τρόπο, ένιωθα πώς δε με στήριζες επειδή απλώς ήμουν καλό παιδί. Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως ό,τι και να έκανα, θα ήσουν δίπλα μου, θα με στήριζες και ακόμα και στο μεγαλύτερο λάθος μου, θα είχες κάτι να θαυμάσεις. Κάτι που θα σε έκανε να με κοιτάς με δέος, σαν να ήμουν ένα θαύμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια σου καθημερινά. Καθημερινά και ένα καινούριο θαύμα.
Δε θέλησα ποτέ να σε απογοητεύσω,παρόλο που ένιωθα πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο. Πώς τα κατάφερνες;
Ήμουν γεροδεμένο και μεγαλόσωμο παιδί. Η μικρή ήταν τσιροπούλι και η διαφορά μας ήταν πάντα έντονη! Τη φώναζες "πουλάκι σου" και μένα "μπουλντόζα". Κι όμως ένιωθα λες και ήμουν μια μπουλντόζα μέσα σε ένα φτωχό αγροτικό χωριό!. Με τι δέος θα κοιτούσαν ένα τεράστιο μηχάνημα οι άνθρωποι που ως τώρα είχαν συνηθίσει να δουλεύουν με τα χέρια. να τα κάνουν όλα με το δύσκολο τρόπο και ξαφνικά ανακαλύπτουν την αυτοκίνηση!! Με τι χαρά, θαυμασμό και ελπίδα θα έστρεφαν τα μάτια τους στον παραμικρό ήχο ή κίνηση του μηχανοκίνητου θαύματος! Πόσο παντοδύναμοι θα ένιωθαν στη σκέψη ότου τί θα μπορούσαν να επιτύχουν χάρη σ' αυτό! Πόσα όνειρα θα στήριζαν πάνω του!
Αυτό εισέπραξα από σένα. ένιωθα παντοδύναμη, αγαπημένη και άξια. Ότι κι αν έκανα, είτε σωστό είτε λάθος, σημαντικό ή ασήμαντο! Πώς τα κατάφερνες; Κάθε μέρα προσπαθώ να θυμίζω στον εαυτό μου να κοιτάζω έτσι το παιδί μου. Τώρα ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Πώς το έκανες να φαίνεται τόσο φυσικό;
Σε όλη μου τη ζωή δεν θυμάμαι να μου έδωσες παρά δύο συμβουλές. Να μάθω ξένες γλώσσες και οτι ο χρυσός είναι η καλύτερη επένδυση. Σε πλούτο για τους πλούσιους και σε καρδιές για τους υπόλοιπους. Τις ακολούθησα και τις δυο και βγήκα κερδισμένη.
  Επένδυσα σε γνώση που με ελευθέρωσε, έμαθα τρεις ξένες γλώσσες και πάλεψα και μία τέταρτη. Νιώθω άνετα παντού δεν φοβάμαι να φύγω, να ταξιδέψω, να αλλάξω.
 Επένδυσα σε χρυσούς ανθρώπους. Τους μάζεψα και τους κρατάω κοντά μου όσο καλύτερα μπορώ. Τους χαίρομαι σε κάθε ευκαιρία. Και κάθε τόσο ανακαλύπτω ξανά την αξία τους.
Άλλη συμβουλή δεν μου έδωσες. Όμως με έμαθες να αγαπάω τη ζωή. Και όταν στεναχωρήθηκα ή αγχώθηκα μου είπες μόνο "Μη δίνεις σημασία, παιδάκι μου. Όλα περνάνε, δεν χρειάζεται στενοχώρια.". Όλα περνάνε... Πόσο μεγάλη αλήθεια!
Ήσουν πάντα περήφανος για εμάς, αλλά πόσο περήφανη ήμουν και εγώ για σένα! Ήσουν ο πιο ωραίος μπαμπάς στο σχολείο, στη γειτονιά, στο σόι, ο πιο ωραίος απ' όλους τους μπαμπάδες του κόσμου! Ψηλός, ευθυτενής και γοητευτικός σαν σταρ. Μποέμ, κοσμοπολίτης και περπατημένος. Δεν διηγήθηκες ποτέ ιστορίες από το παρελθόν σου, πάντα από άλλους τις μάθαινα και γι' αυτό είχαν την αίγλη του μύθου. Όταν σε ρωτούσα μου τις επιβεβαίωνες, απλά, σαν κάτι που έγινε και τελείωσε, με την απαξίωση του σοφού που έχει ζήσει αιώνες και έχει δει τα πάντα. Και τελικά βρήκε το νόημα της ζωής και το μυστικό της ευτυχίας. Και αυτό ήταν το σπίτι μας και η οικογένειά μας. Πόσο καταπληκτικός ήσουν!!!!
Δεν φόρεσα μαύρα παρά για κάποιες μέρες. Δε λυπήθηκα που έφυγες. Δεν είχα να λυπηθώ για κάτι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Νίκησες την ασθένεια που στερεί την αξιοπρέπεια απο τους ανθρώπους. Έφυγες αντρίκια, όπως ήθελες εσύ. Όχι χημειοθεραπείες, όχι επίπονες παρατάσεις, απλά και αξιοπρεπώς, χωρίς θεατρινισμούς όπως τα έκανες όλα στη ζωή σου.
Έτσι ακολουθήσαμε και εμείς, όπως είχαμε μάθει. Να νιώθουμε πραγματικά, όχι να δείχνουμε οτι νιώθουμε όπως περιμένουν οι άλλοι να νιώσουμε.
Οι άνθρωποι κοιτούσαν τα ρούχα μου και αναρωτιόνταν γιατί δεν φοράω μαύρα. Όταν κατάλαβα οτι αναρωτιόνταν γιατί δεν πενθώ, ένιωσα  άσχημα, σαν να αμαύρωσα τη  μνήμη σου, σαν να μην είχα άλλο τρόπο να δείξω πόσο υπέροχος ήσουν παρά μόνο επιδεικνύοντας το πένθος μου.
Δε μου πάει αυτός ο τρόπος, πατερούλη μου. Ούτε σε σένα.
Ντύθηκα όμορφα, χτενίστηκα και βάφτηκα. Χαμογέλασα και διασκέδασα. Και κράτησα αυτό που μου είπε ο Βύρων όταν τον ρώτησα αν όλα έγιναν σωστά. "Θα ήταν περήφανος για σένα" Και εγώ είμαι περήφανη για σένα. πάντα ήμουν, πάντα σε καμάρωνα.
Πόσο καμάρωσα, όταν οι φίλες  μου μου θύμησαν πόσο σημαντικός ήσουν και για κείνες! Η μία μου είπε οτι η πρώτη φορά που βγήκε βράδυ, σε εστιατόριο και μετά σε μπαράκι για "κοκτέιλ" (χυμό πορτοκάλι με γρεναδίνη ...τι χαριτωμένο!) ήταν μαζί μας. Μαζί σου. Και η άλλη ακόμα θεωρεί την καλύτερη πρωτοχρονιά της ζωής της αυτή που ήμασταν 15 χρονών, και μετά την αλλαγή του χρόνου με πήρες και πήγαμε να πάρουμε τις τρείς φιλενάδες μου απο τα σπίτια τους. Επιστρέψαμε στο δικό μας και για πρώτη φορά σα σωστές δεσποινίδες ήπιαμε σαμπάνια και φάγαμε δίπλες και φράουλες καλοντυμένες και επίσημες,!
Έτσι κατάλαβα πως δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι εγώ για να τιμήσω τη μνήμη σου. Είχες φροντίσει ο ίδιος να μείνεις αξέχαστος, αξιοθαύμαστος και υπέροχος!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Πέντε μήνες μετά...

Πέντε μήνες, μια αλλαγή, τρεις επισκευές και μια ζωή μετά την τελευταία μου ανάρτηση.
Ξαναμπαίνω στην παρέα με το θράσος κάποιου που έφυγε ακούσια, απλά επειδή....
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχα καν συνδεθεί στο blogger. Και ξαφνικά, προχτές, βρέθηκα με άπλετο χρόνο και υπολογιστή μπροστά μου. Ένιωσα σαν να ξαναβρήκα μια παλιά παρέα. Τι ωραία! Και, όπως θα έκανα σε μια παρέα που έχω να δω καιρό, λέω να ιστορήσω τα έργα και τα παθήματά μου, τις σκέψεις και τα αισθήματά μου.
Πέντε μήνες δύσκολοι, περίεργοι, κουραστικοί, εξαντλητικοί, επίπονοι. Πέντε μήνες που κυοφόρησαν μια καινούρια βερσιόν δική μου και μια ανανεωμένη καθημερινότητα!
Τερμάτισα το Νόμο του Μέρφι, που λέει πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. Ακόμα και ό,τι δεν μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.Τόσο που έφτασα στη Νιρβάνα....Και εκεί με βρήκε η φώτιση. Όχι όμως καθισμένη στη στάση του Λωτού, στο τρέξιμο με βρήκε. Στο ένα πόδι για την ακρίβεια, γιατί δεν πρόλαβα να πατήσω και το άλλο και να σταθώ. Ένιωθα τα πόδια μου τεράστια, σαν του Γίγαντα. Με ένα βήμα ήμουν στο σπίτι, με ένα βήμα στη δουλειά, με ένα στο σχολείο, με άλλο ένα στο νοσοκομείο. Δίπλα σε όλα. Μόλις ένα βήμα μακριά απ'΄ολα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά με βρήκε η φώτιση. Λαμπερή, ξεκάθαρη, απόλυτη και απλή και πανάκριβη, όπως κάθε φώτιση οφείλει να είναι. Και αποκλειστική. Και παράδοξη. Και ανεξήγητη.
Ξαφνικά κατάλαβα τι είναι σημαντικό για μένα. Τι θέλω. Τι εύχομαι. Τι μου λείπει. Με έναν πολύ περίεργο τρόπο, όμως. Σαν να ήμουν ολόκληρη για πρώτη φορά.
Και πριν τα ήξερα όλα αυτά. Αν κάποιος με ρωτούσε πριν τι είναι σημαντικό για μένα, τι θέλω, τι εύχομαι, τι μου λείπει, θα έπαιρνε τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις. Αλλά ενώ πριν κάθε απάντησή μου για μένα θα ήταν ένα ποτήρι κρύο νερό, μια αίσθηση δροσιάς και ικανοποίησης, τώρα πια είναι σαν μια βουτιά τη θάλασσα. Γίνομαι ένα με τις αλήθειες μου, τόσο που πια δεν έχει σημασία να τις προφέρω, να τις εξηγήσω, να τις αναλύσω, ούτε καν να τις περιφρουρήσω. Πήραν ζωή και είναι αυθύπαρκτες, βουτάνε μαζί μου στα καθαρά νερά και είμαστε ένα. Ανοίγω τα χέρια, γίνονται φτερά και μέσα από τη θάλασσα ρίχνουμε μια βουτιά στον αέρα, ανεβαίνουμε ψηλά και καθώς κοιτάζω κάτω γίνεται η ματιά μου αγκαλιά, γίνεται αέρας και ατμόσφαιρα και αγκαλιάζει τη γη και περιστρέφεται μαζί της. Και οι αλήθειες μου γίνονται πλανήτες και χορεύουμε μαζί. Τις καμαρώνω και βλέπω τον εαυτό μου να με καμαρώνει με χίλια μάτια δικά μου. Είμαι εγώ. Τι ωραία!




Αλλιώς ξεκίνησα και αλλού με πήγε το κείμενό μου. Είναι όμως μια καλή αρχή, έστω και έτσι. Υπάρχουν πολλά που περιμένουν να ειπωθούν. Για τώρα,όμως, αρκετά.



Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Αύγουστος και πάλι...





Άλλος ένας δύσκολος Αύγουστος...Βαριέμαι, ζεσταίνομαι και νιώθω εξαντλητική μοναξιά... Θα ήθελα να μένω συνεχώς μέσα, με βιβλία, κρασάκι και μουσική... Άντε και καμιά μελαγχολική ανάρτηση... Όχι οτι κάνω και κάτι πολύ διαφορετικό, βέβαια... Καιρός για περισυλλογή και ενδοσκόπηση... μου αρέσει...! 
Δε γίνεται όμως να μην αναπολώ τα καλοκαίρια του Έρωτα... Τότε που ήμουν ζωντανή...Ήμασταν ζωντανοί!  Μου λείπεις...................

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο προσφιλής μου δαίμονας.

Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι όχι μόνο δεν ασχολούμαι με καμίας μορφής μαγγανίες, μεταφυσικές πρακτικές, κλπ, αλλά κλάνω μέντες με οτιδήποτε αφορά αυτό το χώρο... του εξω απο εδώ, του επέκεινα ή όπου αλλού είναι, τέλος πάντων.
Παρολαυτά, υπάρχει ένα μυθολογικό ον το οποίο έχω σε μεγάλη εκτίμηση και θεωρώ βαθιά παρεξηγημένο. Και δεν διστάζω να πω ότι, αν τα πρόσωπα της μυθολογίας αντιπροσωπεύουν, απεικονίζουν ανθρώπινα πάθη, προτερήματα και ελαττώματα, τότε αυτό το ον με εκφράζει σε μεγάλο βαθμό.


Η Λίλιθ. Η πρωτόπλαστη. Η πρώτη "σύζυγος" του Αδάμ, όταν "σύζυγος" δεν ήταν αυτή που κανόνιζε δεξίωση, λουλούδια και παρανυφάκια πριν ντυθεί σε τούλια φρουφρού το Σάββατο το βράδυ και έτρεχε τη Δευτέρα σαν τρελή στο σούπερ μάρκετ να πάρει σφουγγαρίστρα και κουβά γιατί όλοι θέλανε να πάρουν ένα χρήσιμο δώρο στα παιδιά αλλά το τρίπτυχο βιλέντα, χλωρίνη, βετέξ τους φαινόταν παρακατιανό και κανείς δεν το σκέφτηκε για χρήσιμο δώρο στη μελλόνυμφη.
Τότε που ο καλός Θεούλης εποίησεν άρρεν και θύλη σε όλα τα είδη των έμβιων όντων, και στο τέλος έφτιαξε τον άνθρωπο, άρρεν και θύλη, όπως όλα τα υπόλοιπα.
Έφτιαξε λοιπόν τον Αδάμ και τη Λίλιθ. Ξεχωριστά τον έναν από τον άλλο, αλλά προορισμένος να ενωθούν για να δώσουν ζωή.
Το ζευγάρι ζούσε στον Παράδεισο όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η σούπα χαλάει όταν προσπαθούν να συνευρεθούν , όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η Λίλιθ δεν δέχεται ότι πρέπει να είναι "από κάτω" και όταν ο Αδάμ την πιέζει επικαλείται τον Κύριο με το ιερότερο όνομά του και ξεφεύγει πετώντας. Ο Ύψιστος θυμώνει με τη χρήση του ονόματός του επί ματαίω και την πετάει έξω από τον Παράδεισο, στις ερήμους της Γης.
Ο Όφις, όμως, σιγά μην άφηνε τη Λίλιθ,  το κελεπούρι, να πάει χαμένη. Την επισκέπτεται στην έρημο και της προτείνει να γίνει σύντροφός του και δαιμόνισσα. Εκείνη δέχεται, αν και κάτι αναφέρεται ότι ακόμα και στον κατηραμένο Όφι έκανε κόνξες.
Στο μεταξύ ο Αδάμ στον Παράδεισο λύσσαγε που έβλεπε όλα τα δημιουργήματα να "αυξάνονται και να πληθύνονται" και αυτός να είναι ο μόνος μαγκούφης και ανέραστος. Του έγινε στενός κορσές του Υψίστου να του φέρει τη Λίλιθ πίσω. Έστειλε λοιπόν τρεις αγγέλους στη Λίλιθ να της πουν ότι ο Ύψιστος και το πρωτοπαλίκαρό του τη συγχωρούν και τη δέχονται πίσω. Αυτή τους ξαποστέλνει με βρισιές. Οι άγγελοι τότε της ανακοινώνουν, με αγγελικά χαμόγελα, υποθέτω, οτι αν δεν υπακούσει θα σκοτώσουν όλα τα παιδιά που στο μεταξύ είχε αποκτήσει με τον Εωσφόρο. Η δαιμόνισσα τους ξαποστέλνει για μια φορά ακόμα, έξαλλη με το σκηνικό.
Η απειλή πραγματοποιείται. Ο Κύριος, ως δίκαιος και φιλεύσπλαχνος (κατά τον Αδάμ), σκοτώνει τα παιδιά της Λίλιθ και την καταδικάζει στο Πυρ το εξώτερο, ως εξώλης και προώλης.
Φτιάχνει μια καινούρια, υποταχτική Γυναίκα από το πλευρό του Αδάμ, η οποία βέβαια, λόγω της μαλακής της φύσης, πιστεύει και εκείνη τον Όφι με τις γνωστές συνέπειες...
Η Λίλιθ μισεί πια θανάσιμα τα παιδιά, τις εγκύους και ότι έχει σχέση με τη συνέχιση της ζωής. Το μόνο που θέλει και ξέρει είναι να ικανοποιεί τις γενετήσιες ορμές της με όποιο διεστραμμένο τρόπο σκεφτεί. Επισκέπτεται και ταλανίζει άνδρες μοναχικούς και παράνομα ζευγάρια, ώστε να κλέβει σπέρμα για να δημιουργεί δαίμονες. σκοτώνει νεογέννητα, λεχώνες και εγκύους και καταστρέφει το μέλλον των παιδιών.
Αυτή είναι η ιστορία της Λίλιθ που όταν διεκδίκησε τη θέση της στον Παράδεισο, θεωρήθηκε αισχρή και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από τη Χώρα της Επαγγελίας που χαίρονταν όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου, ακόμα και τα πιο ταπεινά.
Μα κι όταν ακόμα προσπάθησε να φτιάξει το δικό της κόσμο, τη δική της ιστορία, τιμωρήθηκε ξανά με το χειρότερο τρόπο. Και έγινε δαιμόνισσα και άδικη τιμωρός της αθωότητας, καταραμένη και φοβερή, μισητή και αποκρουστική.
Δεν ξέρω πόσο αθώο αίμα έβαψε τα χέρια και τα χείλη της Λιλιθ, αλλά ξέρω ότι αυτό που έβαψε τα χέρια και τα χείλη του Θεού μας δεν είναι λίγο. Και αναρωτιέμαι πώς γίνεται να θεωρείται κάποιος καλός και ενάρετος ή κακός και δαιμονικός από τη φύση του, ανεξάρτητα από τις πράξεις, τις αποφάσεις και τη στάση του αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί.
Καταλήγω ότι η κρίση αξιών δεν είναι καθόλου μα καθόλου σημείο των καιρών μας. Είναι μάλλον κατασκευαστικό λάθος του κόσμου μας. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Πάτοι...

Κάπου είχα πετύχει ένα περιοδικό. "Πάττυ". Μου άρεσε πολύ. Αγόραζα ΜανινοΚατερίνα κάθε βδομάδα και τα ξεκοκάλιζα μετα μανίας, αλλά αυτό το "Πάττυ" πολύ μου άρεσε. Ήταν διαφορετικό, ψαγμένο.
Δώδεκα εγώ, δέκα η αδελφή μου. Εκείνης δεν της άρεσε να διαβάζει. Ούτε καν περιοδικά. Της άρεσε να παίζει και να τρέχει με τα παιδιά "κάτω". "Κάτω" λέγαμε τη γειτονιά. Το διαμέρισμά μας ήταν στο δεύτερο όροφο, έτσι όταν σε ρωτούσαν "πού πάς" δεν έλεγες "έξω", έλεγες "κάτω".
Έτσι έλεγε και η μικρή. "Πάω κάτωωω!!!" και ξεπόρτιζε. Πύρ και μανία η μάνα που το στερνοπούλι δεν βγήκε μελετηρό... Ενώ εγώ... μονίμως με το βιβλίο στο χέρι... Ξάπλα και διάβασμα... Το καλοκαίρι, για να μη ζεσταίνομαι πολύ, ξάπλωνα στο πάτωμα και το μόνο που έκανα ήταν  να αλλάζω θέση στα πέλματα μου ψάχνοντας πιό δροσερό σημείο. Περπατούσα διαβάζοντας ξαπλωμένη....
Καλοκαίρι ανακάλυψα και την "Πάττυ". Αφού διάβασα το τεύχος που είχε πέσει στα χέρια μου, άρχισα μετα μανίας να ψάχνω το επόμενο. Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς όταν πήγα για να πάρω ΜανινοΚατερίνα. Δεν το ήξεραν! Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς του παππού όταν πήγαμε να τον δούμε. Δεν το ήξεραν! Μα πού να το βρώ! Στο κέντρο τότε κατεβαίναμε μόνο τις γιορτές. Πού χρόνο και διάθεση η μάνα για βόλτες στα μαγαζιά....Εγώ δε, να πάρω τα μούτρα μου και τα πόδια μου να περπατήσω ως το κέντρο...Δύσκολο. Αδύνατο καλοκαιριάτικα. Εγώ, είπαμε, περπατούσα μόνο ξαπλωμένη με το βιβλίο σηκωμένο ψηλά για να διαβάζω...
Πιάνω τη μικρή.. "Άκου, λέω, να πας στο περίπτερο που είναι στη γωνία στο κρεοπωλείο (μου φαινόταν ενημερωμένο περίπτερο εκείνο) και να ζητήσεις το περιοδικό "Πάττυ". Κατάλαβες;"
Κούνησε το κεφάλι η μικρή, πήρε το κατοστάρικο και την έκανε. Δεν άργησε, μετά απο δέκα λεπτά επέστρεψε.  "Πάττυ" όμως δεν κρατούσε. Κρατούσε πάτους παπουτσιών!. Νούμερο 37, το νούμερό μου.
"Τι είναι αυτό, παιδάκι μου;" Ρώτησα ο βλάξ, λές και δεν έβλεπα!
"Αυτό μου έδωσε ο περιπτεράς!" Ήρθε η αφελής απάντηση.
"Μα καλά, τί του είπες;"
"Εγώ ζήτησα "Πάττυ" και αυτός με ρώτησε τί νούμερο. Εγώ δεν ήξερα και αυτός με ρώτησε για ποιόν είναι. Εγώ είπα για την αδελφή μου και αυτός με ρώτησε τι νούμερο παπούτσια φοράς. Εγώ είπα 37 και μου έδωσε αυτά. Ασε μας, ρε αδερφή μου, με αυτά που διαβάζεις όλη την ώρα!!! Να πας να τα βρείς μόνη σου! Εγώ πάω κάτω!", απάντησε η θρασυτάτη και εγώ έμεινα με τους πάτους ανα χείρας. Και τα ρέστα, γιατί πάντα η αδελφή μου ήταν ηθικότατο παιδί!  Πάντως "Πάττυ" δεν ξαναζήτησα. Ξενέρωσα!

Χρόνια Πολλά Αδελφάκι μου!. Θα έγραφα για τον πάτο που πιάνω, αλλά μια και γιορτάζεις θυμήθηκα την ιστορία με τους πάτους. Καλύτερα έτσι! Σε φιλώ!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Κρίση μέσης ηλικίας...

Δεν το φανταζόμουν ποτέ, αλλά ήρθε και αυτή...Καλώς την...



Και καλά που ήρθε σε μένα , αντέχω εγώ. Αλλά του' ρθε και του Βύρωνα, που ως γνωστόν είναι χαρακτήρας ευαίσθητος και παιδί επιρρεπές...Εδώ να δεις βάσανα...
Να κάθομαι εγώ να αναλύω τα μύρια όσα, να ανατέμνω τα κουνούπια και να καταπίνω τις καμήλες. Απώτερος σκοπός; Να φταίω εγώ και για την κρίση μέσης ηλικίας του Βύρωνα, όλου μου του σογιού καθώς βέβαια και του δικού του. Συμπεριλαμβάνονται γνωστοί και φίλοι με τα δικά τους βάσανα και κρίσεις.Ελπίζω να μην ξεχνάω κάποιον...Εγώ η ανάλγητη, που δεν καταλαβαίνω τον πόνο του άλλου, την ανάγκη του άλλου να μιλήσει, να μοιραστεί, να διασκεδάσει. Με κάποιον άλλο, όχι με μένα. Γιατί εγώ δεν έχω ανάγκη και όλα μου έχουν έρθει βολικά και τέλος πάντων, τι ανάγκη έχω εγώ; Εγώ το μόνο που θέλω είναι να χορεύω, να διασκεδάζω και να περνάω βράδια ολόκληρα με κρασάκι και κουβεντούλα. Και ζω σε ένα ροζ σύννεφο.Και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαστε μαζί και να περνάμε καλά. Ενώ αυτός αφιερώνει το χρόνο του και την προσοχή του σε όλους αυτούς που τον έχουν ανάγκη.(Εκτός από εμένα και τον μικρό, εννοείται, γιατί εμείς είμαστε ταχτοποιημένοι).
Δεν άντεξα και αυθαδίασα πάλι, η αναίσθητη! "Μην ανησυχείς, συμβαίνει σε όλους, μια κρίση είναι, θα περάσει. Σ'ενοχλούν όλα, γιατί εσύ είσαι πια υπεύθυνος. Εσύ κουμαντάρεις και δεν μπορείς να ρίξεις την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Στο τέλος θα το πάρεις απόφαση και θα χαλαρώσεις."
Δεν μπορώ να πω, με άκουσε! 'Εχει αναλάβει αποκλειστικά κάθε ευθύνη για να ξεπεράσει την κρίση του μόνος του. Για την ακρίβεια με τους φίλους του. Εγώ ακόμα περιμένω να μου πεί αν θα έρθει μαζί μου αύριο στην παράσταση που μου έχει υποσχεθεί ήδη δύο φορές να πάμε, αλλά τη μία βαριόταν και είπε να σαπίσουμε στην τηλεόραση. Αλλά μόλις ξάπλωσα εγώ είπε ότι βαρέθηκε και να σηκωθώ να πάμε μια βόλτα. Και την άλλη φορά είπε ότι πού να αφήσουμε το παιδί που την άλλη μέρα έχει σχολείο, άστο, να το κανονίσουμε καλύτερα κάποια άλλη μέρα και κανόνισε ποτό με τον ξάδελφό του,  για να μη μείνει μέσα κι αυτός γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και απαρηγόρητος που ένας φίλος μας είναι στο νοσοκομείο και πεθαίνει.
Έτσι κάπως έρχεται η δική μου κρίση, αλλά πριν την πάθω, πήρα ένα εισιτήριο για την παράσταση.Θα πάω μόνη μου, εκτός αν βρω και κανέναν άλλο αναίσθητο στον πόνο των άλλων, σαν και μένα, να με συνοδέψει. 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Γυναίκα!

Η Γυναίκα, ένα κόσμημα ανάμεσα στα έμψυχα, το αριστούργημα της Πλάσης, αυτή που συντηρεί τη φωτιά της εστίας και τρέφει τη Ζωή με το γάλα της. Η Γυναίκα, Παντοδύναμη! Γι' αυτό την φοβήθηκαν. Την ταπείνωσαν, έντυσαν το σώμα της με ρούχα και το πνεύμα της με ενοχές και σκοτάδι.
Και όταν μετέτρεψαν τη χάρη σε προστυχιά, την απόλαυση σε ενοχές, όταν συντηρούσαν τη Γυναίκα  χωρίς να σέβονται τη φύση της, όταν έδωσαν υποχρεώσεις χωρίς να αναγνωρίσουν δικαιώματα, όταν καταλόγισαν ευθύνες χωρίς να προσφέρουν αναγνώριση, δημιουργήθηκε ένα Τέρας, ένα Άγριο Θηρίο!
Και η Αγάπη, που μόνο η Γυναίκα ήξερε να κρατάει στα χέρια της, έγινε ένα διαμάντι στα χέρια ενός Θηρίου. Πετάχτηκε στη λάσπη, ποδοπατήθηκε, βρώμισε. Ξεχάστηκε. Και όλα αυτά γιατί η Γυναίκα δεν σκέφτηκε ποτέ πως έχει τη δύναμη να τ' αλλάξει όλα. Πώς μπορεί να γεννήσει έναν καινούριο κόσμο μαζί με τα παιδιά που γεννάει και μεγαλώνει.
Κι αν το σκέφτηκε, αφέθηκε τελικά. Υπέκυψε και δέχτηκε το Μήλο. Αυτό ήταν το πεπρωμένο της.  

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Απουσία

Δεν είμαι και στα πολύ καλά μου τελευταία.... Καθώς λένε όμως...η στύψη βγάζει λάδι.
Να τι προέκυψε το απόγευμα:




Χαμένη μέσα στο πλήθος των ανωνύμων,
ανώνυμη κι εγώ,

αδιάφορη και αβέβαιη για την  ύπαρξή μου,
όσο και μια λέξη που κάποιος, κάποτε, φώναξε,
μα τώρα πια,
μόνο η ηχώ καταδέχεται να επαναλαμβάνει...

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Στο ράφι...


Τα καλοκαιρινά βράδια ήταν πάντα δύσκολα για μένα. Οι ώρες δεν κυλούν, και η ράθυμη διάθεσή μου δεν βοηθάει. 
Θυμάμαι όμως και κάποια καλοκαίρια που οι ώρες δεν έφταναν. Τα καλοκαίρια του έρωτα. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Όσο χρόνο και να είχαμε. Τα βράδια τέλειωναν γρήγορα και η μέρα έφευγε μέχρι να δώσουμε δυο φιλιά. 
Πώς είναι δυνατό να μην αναπολεί κανείς αυτές τις στιγμές; Να μην αναζητά την αίσθηση που άφησαν; Ποιο αίσθημα μπορεί να αντικαταστήσει τον έρωτα; Κανένα. Ο έρωτας δεν αντικαθίσταται. Ούτε οι στιγμές. Όταν καταφέρω να το δεχτώ αυτό τότε ίσως ηρεμήσω. Ίσως δεν μου φαίνονται βαριά τα καλοκαιρινά βράδια. Μέχρι τότε όμως μέσα μου θα υπάρχει ένας κενός χώρος. 
Κάπου διάβασα ότι όταν κάτι τελειώνει αφήνει χώρο προς πλήρωση και όχι κενό. Χώρος προς πλήρωση όμως δεν σημαίνει αποθήκη. Προτιμώ να σκέφτομαι το χώρο της καρδιάς μου που ο έρωτας άφησε κενό, σαν το κεντρικό ράφι στο σπίτι μου. Εκεί όπου θα βάζω τα πιο όμορφα και αγαπημένα μου αντικείμενα. Κι αν μου έσπασε το πιο όμορφο και αγαπημένο απόκτημα, θα περιμένω μέχρι να βρω κάτι που θα είναι εξίσου σημαντικό, όμορφο και αγαπημένο. 
Και θα μελαγχολώ κάθε φορά που θα θα ξεσκονίζω την κενή θέση και θα βιάζομαι να τη γεμίσω. Και θα κοιτώ γύρω γύρω να δω αν ταιριάζει κάτι, αλλά βαθιά μέσα μου θα ξέρω ότι τίποτα δεν θα αντικαταστήσει αυτό που χάθηκε. Και θα ελπίζω να βρω κάτι που θα αγαπήσω εξίσου.Και να το βάλω...στο ράφι!

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Ελαφρώς αργοπορημένη

Προ ημερών καθόμουν με το Βύρωνα σε ένα ωραιότατο καφέ, στο κέντρο. Απέναντι ακριβώς απο ένα κτίριο που έχω ερωτευτεί.


Είναι ένα τεράστιο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης. Έχει τον αέρα μιάς άλλης εποχής, με κρινολίνα και άμαξες. Φαντάζομαι τα δωμάτιά του ψηλοτάβανα και ευρύχωρα, με ξύλινα πατώματα και εσωτερικές σκάλες... Ο χώρος όμως που μου κέντρισε αρχικά το ενδιαφέρον είναι μια τεράστια αποθήκη που βρίκεται στο ισόγειο, στο επίπεδο του δρόμου. Όπως φαίνεται απο κάποιες παλιές επιγραφές, στο ισόγειο στεγαζόταν σιδηρουργείο. Υπάρχουν δύο ή τρείς χώροι που δεν ξέρω ακριβώς τη χρήση τους, γιατί οι πόρτες είναι συνήθως κλεισμένες με κατεβασμένα τα σιδερένια ρολά. Μερικές φορές όμως, σπάνια είναι η αλήθεια, κάποιος ανοίγει και τότε μπορώ να ρίξω μιά ματιά στο εσωτερικό. Μία απο αυτές τις σπάνιες φορές, αντίκρυσα ένα θέαμα εξωπραγματικό, αέρινο, λές και έριχνα μία ματιά σε μια άλλη διάσταση μέσα απο την ανοιχτή γκαραζόπορτα, σαν να έμπαινα μέσα σε ζωντανό πίνακα.

Μέσα στον τεράστιο χώρο, σκοτεινό στα μάτια μου που είχαν συνηθίσει στο φώς, είδα, στο βάθος, υποφωτισμένο απο κάποιο φωταγωγό, ένα αυτοκίνητο με στρογγυλά φανάρια να κρέμεται απο χοντρές αλυσίδες απο το ψηλό ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν απο αρχαία πέτρα και στο πρόσωπό μου ερχόταν ένα ψυχρό ρεύμα που μύριζε κλεισούρα, παλιοκαιρία, υγρασία και γη. Όλο αυτό διήρκησε για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να προσπεράσω την γκαραζόπορτα, αλλά αρκούσε για να το θυμάμαι για μια ζωή.

Καθόμασταν, λοιπόν απέναντι απο το αγαπημένο μου κτίριο και μιλούσαμε περι ανέμων και υδάτων, αυτές οι υποθετικές κουβέντες που πάντα μου αρέσουν, "τί θα έκανες αν...". Είπα πων αν κέρδιζα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ,θα αγόραζα αυτό το κτίριο και θα το έκανα ξενοδοχείο. Έχω σκεφτεί όλες τις λεπτομέρειες...Περνάνε απο το μυαλό μου σα να παρακολουθώ το ντοκουμέντο της ανακατασκευής του σε fast forward.

Κάποιο πρωί, μερικές μέρες μετά, περνώντας ξανά απο την περιοχή, πηγαίνοντας στο γραφείο, είδα οτι ένα απο ρολά ήταν ανεβασμένο και η πόρτα ανοιχτή. Έριξα πάλι μια ματιά μέσα, και είδα στο μισοσκόταδο μια αντρική φιγούρα, φωτισμένη απο ένα γλόμπο μόνο, σκυμμένη πάνω απο κάτι που συγκέντρωνε την προσοχή του. Καθόταν πίσω απο μια ξύλινη κατασκευή με γραφείο, σαν αρχαίο γκισέ. Χαμογέλασα και προσπέρασα.

Συνεχίζοντας στο δρόμο μου, μου ήρθε στο μυαλό μία ιστορία που μου αρέσει. "Η πόρτα στον τοίχο" του Χ. Τζ. Γουέλς. Μιλάει για κάποιον, εξέχουσα προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής στην εποχή του, που όταν ήταν μικρός βρέθηκε σε έναν υπέροχο μαγικό κήπο ευτυχίας, γαλήνης, αγάπης, αποδοχής, συντροφικότητας, ανοίγοντας μια πράσινη πόρτα σε έναν λευκό τοίχο σε μια άγνωστη γειτονιά. Προσπάθησε μάταια να ξαναβρεί αυτή την πόρτα, αλλά εκείνη πάντα εμφανιζόταν σε κάποια σημαντική στιγμή της καριέρας του και αυτός πάντα προσπερνούσε γιατί οι ανειλλημένες υποχρεώσεις του δεν του επέτρεπαν καθυστερήσεις. Μέχρι που ένα βράδυ, ψάχνοντας απεγνωσμένα τον κήπο της παιδικής του ηλικίας, ανοίγει μια πράσινη πόρτα σε εναν ασπρισμένο τοίχο...που όμως ανοιγε στο εργοτάξιο του μετρό. Πέφτει στο φρεάτιο και σκοτώνεται. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε...

Σταματάω στο φανάρι, κάνω μεταβολή και πάω πίσω στο μαγαζάκι με σκοπό να ρωτήσω σε ποιόν ανήκει το κτίριο και τελωσπάντων, ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Φτάνω στην πόρτα που τώρα είναι κλειστή. Γυρίζω την πετούγια... είναι κλειδωμένη. Κοιτάζω τον εαυτό μου στο τζάμι της πόρτας και χαμογελάω. Έπρεπε να το περιμένω. Δεν πέρασαν περισσότερα απο 5 λεπτά και όμως η ευκαιρία μου χάθηκε. Η στιγμή πέρασε και τώρα είμαι απλά κάποια που θα φτάσει στο γραφείο ελαφρώς αργοπορημένη....



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Ραπουνζέλ

Βρίσκομαι σε μια κατάσταση απάθειας....Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά συμβιβάζομαι σιγά σιγά με τη σκέψη ότι δεν μπορώ να επέμβω για να διορθώσω, να βοηθήσω, να ανατρέψω ή να επηρεάσω άτομα και καταστάσεις.... Δέχομαι σχεδόν μοιρολατρικά τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τις στενοχώριες που περνούν τα πιο αγαπημένα μου άτομα και ξέρω πια πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα... ούτε θα ήταν σωστό , άλλωστε. Η ζωή περιλαμβάνει τα πάντα και μια ζωή για να είναι ολοκληρωμένη πρέπει να έχει απ' όλα...

Βγαίνω στο παράθυρό μου και κάνω χάζι...Βλέπω κόσμο, ακούω ήχους, ένα λεφούσι μελισσάκια να στριφογυρίζουν...


Τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα συνεχίζουν την πορεία τους πέρα και έξω από μένα...Και συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι αυτό είναι το σωστό. Ο καθένας μας ακολουθεί τη δική του πορεία και όσο και αν προσπαθούμε να ενώσουμε τις ζωές μας με κοινωνικά συμβόλαια, ποτέ δεν θα τα καταφέρουμε. Δεν μπορεί να μας ενώσει ένα πιστοποιητικό γάμου, ή γέννησης, ούτε ένα όνομα, μια γραμμή αίματος ή ένα κοινό παρελθόν, ούτε καν μια υπόσχεση παντοτινής φιλίας.

Το μόνο που μας ενώνει με τους άλλους είναι η αγάπη...Απλή, πηγαία και χωρίς εγωισμούς και προσδοκίες...

Φίλοι, σας ευχαριστώ που υπάρχετε. Είναι ωραίο να σας νιώθω εκεί έξω!

......Και τώρα, παρακαλώ, ας ανέβει κάποιος στον πύργο μου να με ελευθερώσει....
Ναι;... Φτάνει η πλάκα... Βαρέθηκα μόνη μου.... Ανοίξτε, δεν είναι αστείο, πια!.... Ναι;.... Ακούει κανείς;




Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Σπίτι μου, σπιτάκι μου!

Ο κυρ-Παναγιώτης πήρε το οικόπεδο όταν κατέβηκε από το χωριό. Γούβα τη λέγανε την περιοχή, και γούβα ήταν, μάζευε όλο το βροχόνερο και λάσπιαζε ο τόπος... Ήταν όμως κοντά στη μεγάλη πλατεία, τρεις δρόμους πίσω από τα "καλά" τα σπίτια, που μένανε οι έμποροι, οι οικογένειες πάνω, και κάτω, στο ισόγειο τα μαγαζιά τους... Φτηνό και το οικόπεδο...
Έφτιαξε με πέτρα δυο δωμάτια. Ένα στη φάτσα και τ' άλλο πίσω. Τα 'κανε μεγάλα όμως, είχε τα σχέδιά του... Περίφραξε και το οικόπεδο, και άφησε χώρο μεγάλο στη φάτσα, άνοιγμα για να περνάει το κάρο με τ' άλογο.
Το μπροστινό το δωμάτιο το' κανε κρασοπωλείο. Στην άκρη στοίβαζε και τα κάρβουνα. Το πρωί φόρτωνε το κάρο με τα κάρβουνα και γύρναγε την πόλη να πουλήσει. Τ' απόγευμα στην ταβέρνα. Ήρθανε κι οι πρόσφυγες μετά, μαζευόταν κόσμος στην ταβέρνα...

 Τ' άλογο τ' αγαπούσε πολύ. Του 'φτιαξε στάβλο, πίσω στην αυλή με το πατημένο χώμα, έβαλε και κρουνό, βρύση, να βλέπει το άλογο το νερό που τρέχει, να μη σιχαίνεται να πιει.  Γιατί το άλογο συχαινόταν όταν πηγαίνανε τα τσορομπίλια και πίνανε νερό από το στόμιο της βρύσης και πλένανε και τα χέρια τους στον κουβά. Τότε ο κυρ-Παναγιώτης τα'διωχνε..."Αμέτε απ' εδώ, μωρέ... Δεν σας είπα μακριά απ' τον κουβά; Θα μου το σκάσετε τ' άλογο..."
Πέντε του 'κανε η κυρά του. Δυο αγόρια, τρία κορίτσια. Είχε προίκες λοιπόν να φτιάξει... Όχι τρεις, δύο... η Παρασκευούλα του γεννήθηκε μες την Κατοχή. Πείνα, κακουχίες, βγήκε άρρωστο το παιδί. Μογγολάκι το λέγανε αλλά δεν ήτανε Μογγολάκι, δικό του παιδί ήτανε και τ' αγαπούσε, μόνο που ήτανε άρρωστο. Προίκα δεν τού 'φτιαξε...
Η κυρά πάστρευε τα τσορομπίλια όλη μέρα, και τ' απόγευμα φύτευε κηπευτικά στην αυλή. Δεν τη λέγανε αυλή τότε. "Πίσω" τη λέγανε... Ήταν ένας χώρος με πατημένο χώμα, το σταύλο και το "αποχωρητήριο" στη μιά πλευρά και τη βρύση στην άλλη. Γύρω γύρω φύτευε η κυρά τα κηπευτικά της να ταίσει τα στόματα...
Στο μεγάλο δωμάτιο, "πίσω" το λέγανε κι αυτό γιατί ήταν πίσω απο την ταβέρνα, ζούσε η οικογένεια. Είχανε και μιά κατσίκα για το γάλα της ένα φεγγάρι.
Μεγαλώνανε τα παιδιά και μεγάλωνε και το σπίτι. Κάνανε κουζίνα και καμπινέ μέσα, κάνανε και ξεχωριστό δωμάτιο για τον κυρ-Παναγιώτη και την κυρά...
Τ' αγόρια φύγανε... ένα στην Αθήνα, ένα στην Αμερική.... Τα κορίτσια μεγαλώνανε κι αυτά, πήγανε Γυμνάσιο, σε λίγο οι γαμπροί θα μπαίνανε στο σπίτι.
Ρίξανε κολώνες, σηκώσανε όροφο... Το πάνω σπίτι των κοριτσιών. Το δώσανε και στις δύο. Τόσο έφτανε η κουβέρτα τους...
Κι όταν με το καλό ήρθαν οι γαμπροί, όλα γίνανε με τη σειρά και καθώς πρέπει... Η μεγάλη παντρεύτηκε στην Αθήνα. Το μερίδιό της το πούλησε στην αδελφή της. Ο γαμπρός της μικρής κρατιόταν από καλό σόι... Πλούσιος, έμενε στο κέντρο, σε συνοικία του καλού κόσμου. Δεν γινόταν να μένει στη Γούβα, πλάι στα προσφυγικά....
Το 'φτιαξε όμως το σπίτι το πάνω, θα το νοίκιαζε.
Κάτω μείνανε οι δυο τους, ο κυρ-Παναγιώτης και η κυρά. Η Παρασκευούλα, έφυγε... την κηδέψανε στης Παναγίας το κοιμητήριο. Στο σπίτι έμεινε ένα πορτραίτο της σε οβάλ κορνίζα.
Ο γιος ο μεγάλος γύρισε. Δεν τον σήκωσε η Αθήνα. Τον μάζεψε και ο κυρ-Παναγιώτης, "'Οσα χαλάς εσύ εκεί μόνος σου, εδώ ζούμε οικογένεια ολόκληρη και βάζουμε και στην πάντα", του 'γραψε...
Ήρθε ο μεγάλος, δούλεψε, έκανε μαγαζί, έκανε εμπόριο, στο τέλος όμως τον κέρδισε η θάλασσα. "Καλά λεφτά, μάνα..."
Το σπίτι, άλλαζε... χτίσανε το στάβλο, τον κάνανε αποθήκη, άλογο δεν είχαν πια, ούτε πόδια είχε πια ο κυρ-Παναγιώτης να γυρίζει την πόλη. Για την ταβέρνα μόνο τον βγάζανε, αλλά του 'κανε η κόρη η μικρή μούτρα, κυρία χρυσοχόου, πια, δεν γινόταν να είναι και κόρη ταβερνιάρη. Κουράστηκε κι ο κυρ-Παναγιώτης και την έκλεισε την ταβέρνα. Να ξεκουραστεί, είπε.
Δυο δωμάτια την κάνανε την ταβέρνα. Έφερε ο γιος ο μεγάλος νύφη προσφυγοπούλα, νοικοκυρά. Κουκλιά τα 'κανε τα δωμάτια. Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι. Κουζίνα και μπάνιο κοινά με τα πεθερικά. Να τους φροντίζει, να' χει κι αυτή μια παρέα που 'λειπε ο άντρας της.
Κυρά και νύφη όμως.... δεν πήγανε καλά. Είχε κι η κυρά τα δικά της....Πέντε παιδιά έκανε και 'μεινε με την ξένη. Μα κακία και αδικία μες το σπίτι, το βαρύνανε. Ο κυρ-Παναγιώτης έπεσε στο κρεββάτι. Τα πόδια του είχαν περπατήσει αρκετά. Δεν τον βαστούσαν άλλο. Η νύφη τον αγάπαγε, τον φρόντιζε και μια φορά που 'φυγε η κυρά του στη μεγάλη την κόρη στην Αθήνα, του 'φτιαξε ένα κιλό κιμά μπιφτέκια. Έβρασε και χόρτα και τα φάγαν όλα οι δυο τους μεσημέρι βράδυ. Η κυρά ήταν σφιχτή, πολύ σφιχτή, το φαΐ στο σπίτι πάντα μετρημένο στο πιατάκι το μικρό. Κι η νύφη έγκυος. Λίγδωσε τ' άντερο τους μια βδομάδα που έλειψε η κυρά.
Η εγγόνα του τον τάιζε στο στόμα. Την πίθωνε η μάνα της στο κρεββάτι του και η μικρή του 'κανε χαρές. Οι άλλες οι εγγόνες, οι μεγαλύτερες μέναν μακριά. Οι μεγάλες στην Αθήνα, οι μικρές, σ' άλλον κόσμο. Κι ο εγγονός, είχε το όνομά του, αλλά έμενε στην Αμερική και τον φωνάζανε Πιτ. Τούτη η δω, η τελευταία, ήρθε στο σπίτι και του 'δωσε ζωή. Φύγαν οι υγρασίες του χειμώνα, άναβε η κυρά τη σόμπα λίγο παραπάνω να ζεσταθεί το βρέφος. Του 'χε αδυναμία κι αυτή γιατί είχε τ' όνομά της.
Ένα βράδυ ο κυρ-Παναγιώτης μίλησε στο σπίτι. "Εγώ σε έχτισα αλλά εσύ με στήριξες" του 'πε. "Εγώ φτάνω μέχρι εδώ. Σε σένα αφήνω το σπόρο μου, τη μικρή. Στήριξέ τον κι αυτόν όπως στήριξες και μένα. Σου την εμπιστεύομαι. Στέγασέ την, προστάτεψέ την. Αυτή είναι η δουλειά σου. Να στεγάζεις και να προστατεύεις τη ζωή που ζει μέσα σου. Όσο αντέχεις..."
Έφυγε ο κυρ-Παναγιώτης και το σπίτι, μαύρισε.
Η κυρά λευτερώθηκε, έγινε αφέντρα. Κι όταν φτάσανε οι κουβέντες να γίνουν χοντρές, πήρε ο γιος γυναίκα και παιδί και έφτιαξε σπίτι δικό του. Διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Βοήθησε κι η νύφη, πούλησε την προίκα της, δούλεψε, ξενύχτησε.
Και γύρισε ο καιρός, και από πέντε γέννες, αυτή ήταν που έδωσε στην πεθερά της το τελευταίο ποτήρι νερό. Η ξένη.
Το σπίτι πάλιωσε... Η νύφη το πόναγε όμως...ήταν η προίκα της κόρης της.... Κάθε φορά που φεύγανε από το σπίτι, απο επίσκεψη στη γιαγιά, της μίλαγε γι αυτό...Πόσο όμορφα ήταν τα μωσαϊκά, πώς θα μεγάλωνε ο χώρος αν μετέφεραν το μπάνιο στο πίσω δωμάτιο, πώς θα έδειχνε η αυλή πλακοστρωμένη....
Κι όταν η κόρη μεγάλωσε και μπορούσε πια να υπογράψει για να πάρει το σπίτι, πουλήσανε το διαμέρισμα. Έβαλαν μαστόρους, ρίξανε τοίχους, χτίσανε άλλους, έξι μήνες το πάλευαν...
Το σπίτι έγινε καινούριο. Έλαμπε. Το μόνο που δεν πειράξανε ήταν η πόρτα. Παλιά, σιδερένιος σκελετός και τζάμι για να μπαίνει το φως.
Το δωμάτιο που ήταν η ταβέρνα το δώσανε στην κόρη. Εκεί που τη φτιάξανε, εκεί κοιμότανε... κι όταν μετά από λίγα χρόνια ήρθε ο γαμπρός να τη ζητήσει, ο γιος κι η νύφη του κυρ-Παναγιώτη νοικιάσανε ένα διαμέρισμα και στείλανε εκεί τα πράγματά τους.
"Το σπίτι είναι δικό σου, της είπαν. Στέγασε και προστάτεψε την οικογένειά μας πάνω από μισόν αιώνα. Μην το πουλήσεις."
Ένα βράδυ, λίγο πριν το γάμο της, είχε μείνει μέχρι αργά να τακτοποιήσει δώρα και να ετοιμάσει πράγματα. Όταν τελείωσε κάθισε στον ολοκαίνουριο καναπέ και κοίταξε γύρω της.
"Το σπίτι δεν είναι δικό μου", σκέφτηκε. "Με στεγάζει και με προστατεύει, όπως στέγασε και προστάτεψε τόσους ανθρώπους πριν από μένα. Το σπίτι ήταν εδώ όταν γεννήθηκαν και όταν πέθαναν οι άνθρωποι που είναι η ιστορία μου, το παρελθόν μου. Είναι εδώ για να στεγάσει και να προστατέψει το παρόν και το μέλλον μου." Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε το σπίτι πραγματικά δικό της.

Το σπίτι είχε γεράσει... Οι τοίχοι έβγαζαν υγρασία κάθε χειμώνα. Κάθε καλοκαίρι το έβαφαν και το χειμώνα μάζευε ξανά. Ο γαμπρός ήταν νοικοκυρόπαιδο. Δεν το άφηνε, κάθε ζημιά διορθωνόταν αμέσως. Στα τέσσερα χρόνια του γάμου τους το ανακαίνισαν. Στα εννιά πάλι. Είχαν πια και ένα αγόρι. Το κοίμιζαν στο δωμάτιο που ήταν ταβέρνα. Έπαιζε στην αυλή όπου κάποτε ο κυρ-Παναγιώτης ξύστριζε το άλογο και έδιωχνε τα τσορομπίλια που γυρνούσαν γύρω γύρω σαν τις μύγες. Του έδειχναν πού ήταν η βρύση παλιά και του εξηγούσαν ποιος ήταν αυτός που ο δρόμος τους είχε το όνομά του.

Όσες ανακαινίσεις κι αν έκαναν, δεν άλλαξαν ποτέ την πόρτα. Κράτησαν την παλιά σιδερένια πόρτα με το τζάμι. Η εγγονή του κυρ-Παναγιώτη επέμενε. Έλεγε ότι ο ήχος που κάνει η πόρτα κάθε φορά που κλείνει, της θυμίζει ότι είναι στο σπίτι της. Αυτό όμως ήταν ψέμα. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει και μετά τα βήματα στο διάδρομο, της δείχνουν ότι κάποιος δικός της μπήκε στο σπίτι.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Πρότυπα ομορφιάς...


Leve Frederic Louis A harem Beauty Seated On A Leopard Skin
Η Χρυσαυγή ήταν άσχημη! Αυθεντικά άσχημη, σου λέω...

Τεράστιο μέτωπο, γαμψή μύτη, μαλλιά που κρέμονταν σαν μαρουλόφυλλα αριστερά και δεξιά από το πρόσωπό της. Στόμα; Τεράστιο, με δόντια πεταχτά, μεγάλα και κίτρινα από τον καφέ και το τσιγάρο. Παχιά, όχι δεν ήταν... αλλά καμπούριαζε και μετά τα πενήντα, που τη χτύπησε η οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο, κούτσαινε κιόλας. Το δέρμα της θύμιζε πετσί, ξεραμένο στον ήλιο και μαυρισμένο από τον καιρό. Κι όταν γελούσε... τα δόντια της πετάγονταν ακόμα περισσότερο. Πετάγονταν και οι μύες του λαιμού και το δέρμα τεντωνόταν στις κλείδες...χάλια!

Ήταν η αγαπημένη μου γειτόνισσα. Και της μάνας και του πατέρα, και όποιου τη συναντούσε. Τη θαύμαζα τόσο που ακόμα και σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να τη σκέφτεται σαν μία από τις πιο γοητευτικές γυναίκες που γνώρισα. Γίνεται; Θα μου πεις!

Κι όμως γίνεται! Πώς; Δεν έχω ιδέα! Δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την οξύμωρη μεταμόρφωση που συντελούνταν μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα.
Τη θυμάμαι να φοράει συχνά ένα μοβ φουστάνι ινδικό. Ξέρεις, που το ύφασμα είναι σαν γάζα... Δεν την πείραζε που ήταν λίγο διαφανές, σιγά μην την πείραζε...
Καθόταν στην καρέκλα και μάζευε το ένα πόδι στο στήριγμά της. Μάλλον το πονεμένο ήταν, αλλά πού να το καταλάβεις έτσι που άρχιζε να μιλάει και να σε ταξιδεύει μέσα στο χώρο και το χρόνο...
Ότι κι αν έλεγε ήταν σαν να περιέγραφε ταξίδι... Με φωνή μακρόσυρτη, ανατολίτικη και βαριά από το τσιγάρο... Σαν να τραγούδαγε ταξίμια...και τα χέρια να φτιάχνουν και να αγγίζουν αυτό που δεν έβλεπες...θεατρικά... και στο τέλος πάντα γελούσε σαν να ήθελε να σε ξυπνήσει και να πατήσεις πάλι στη γη, απαλά όμως... Σαν να ερχόταν από μακριά αυτό το γέλιο, κελαρυστό, να σε λίκνιζε σιγά σιγά,να σε απόθετε στη γη, και να σου χάιδευε το πρόσωπο φευγαλέα, σαν να πέταξε ένα πουλί πολύ κοντά σου και τώρα πάει , έφυγε και δεν πρόλαβες να το δεις. Μόνο το' νιωσες....
Έλεγε, ας πούμε, για τη λαϊκή, που πήγε και πήρε ντομάτες κατακόκκινες φωτιά, και ζουμερές ζουμερές σαν τη νταρντάνα τη Μαρία την απέναντι... και να σου το γέλιο πάλι, εκεί που εσύ έβλεπες τη Μαρία, ντομάτα και τη ντομάτα Μαρία, να σε προσγειώσει και να ξεκαρδιστείς. Σκέψου να σου περιέγραφε έργα θεατρικά και παραστάσεις μπαλέτου όπου πήγαινε συχνά, λόγω κόρης χορεύτριας.

Ο άντρας της ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, παρακαλώ. Η ίδια δήλωνε απλή νοικοκυρά, αν και μόνο απλή δεν ήταν.
Τη θυμάμαι κάποια βράδια ντυμένη κοκέτα να έρχεται στο σπίτι για ένα τσιγαράκι μέχρι να φέρει ο Μάκης τ' αυτοκίνητο. Πώς γινόταν αυτή η μεταμόρφωση; Κραγιόν κόκκινο της φωτιάς πάντα. Και τα μάτια βαμμένα έντονα με μολύβι μαύρο και μάσκαρα πολύ. Και σκουλαρίκια μεγάλα γιατί τα μαλλιά τα είχε κότσο όταν έβγαινε. Κομμωτήριο δεν πήγαινε ποτέ. Τα μαλλιά της τα είχε πάντα μέχρι τους ώμους για να πιάνονται. Τα κούρευε μόνη της και δεν τα έβαφε ποτέ. Φορούσε μαύρα συνήθως για τα επίσημα ή τις βραδυνές εξόδους. Μαύρο ταγέρ, αλλά πάντα με το κάτι του... Θες δαντέλες στα μανίκια, θες σινουά λαιμόκοψη, θες μπουτονιέρα αέρινη και χειροποίητη, πάντα θα ξεχώριζε ακόμα και αν όλες οι γυναίκες της παρέας φορούσαν μαύρο ταγέρ. Και η γόβα, γόβα, δεν πα να πονούσε το γόνατο! Το μοναδικό άγχος της ήταν αν καθάρισε ο λιπαρός λεκές από το κερί στη φούστα. Γιατί πάντα το τσιγάρο το άναβε με το κερί. Στα τραπέζια τότε άναβαν κεριά, όχι για ατμόσφαιρα, όπως τώρα, αλλά για να διώχνουν τον καπνό από τα τσιγάρα. Αυτά τα κεριά χρησιμοποιούσε για να ανάψει το τσιγάρο της. Αποκλειόταν να ανάψει τσιγάρο όταν είχε τελειώσει τη φράση της. Σταματούσε την κουβέντα της στη μέση, έβαζε το τσιγάρο στα χείλη, τεντωνόταν να πάρει το κηροπήγιο και το έγερνε προς το μέρος της για να ανάψει. Σε κρατούσε αιχμάλωτο μέχρι να κατέβει ο καπνός στα πνευμόνια της και μετά συνέχιζε να λέει αυτό που έλεγε. Λερωνόταν συχνά με κερί γιατί συνήθως έγερνε πολύ το κηροπήγιο. Μα όσα χρόνια τη θυμάμαι, η κίνησή της αυτή δεν άλλαξε.

Τους κουραμπιέδες τους ράντιζε με ροδόνερο. Τα έπιπλά της τα γυάλιζε με κερί. Τα μόνα διακοσμητικά που έμπαιναν στο σπίτι της ήταν Γιαννιώτικα ασημικά σκαλισμένα στο χέρι. Τα τραπεζομάντιλα ήταν υφαντά και οι κουρτίνες βελούδο.
Φορούσε παλιά ινδικά φορέματα και είχε τα μαλλιά της ελεύθερα για να πάει στον μπακάλη. Φορούσε μαύρο ταγέρ με γόβες και τα μαλλιά ψηλά για να πάει στο θέατρο. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην την αναγνωρίσεις, είτε έτσι την έβλεπες, είτε αλλιώς. Όχι από την μεγάλη της ασχήμια.  Αλλά από τον αέρα της, την άνεσή της. Την ηρεμία και τη σιγουριά που έδειχνε σε κάθε βήμα της. Τη λάμψη ολοκλήρωσης στα μάτια της.

Αυτή είναι η γυναίκα που θα ήθελα να γίνω.
Η πιο άσχημη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Παιδικές αναμνήσεις....

Μικρές είχαμε ένα ροζ γαϊδαράκο, λούτρινο. Μεγάλος ήταν, μπορούσαμε να ανεβαίνουμε πάνω του και να κάνουμε πως ιππεύουμε στα εύφορα χωράφια της...Ανδαλουσίας....
Τρίχες δηλαδή... Εγώ ήμουν η μεγάλη και είχα ήδη διαβάσει αρκετά βιβλία ώστε να μη μου αρκεί η περιορισμένη φαντασία των παιχνιδιών.
Έτσι κι αλλιώς ο γάιδαρος της αδελφής μου ήταν. Και έτσι κι αλλιώς εγώ παραήμουν βαριά για να τον ιππεύω...

Της τον είχε αγοράσει ένας φίλος του μπαμπά, ο Σπηλιώρης. Είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι, δεν θυμάμαι πια που...

Ήταν μεγάλη η παρέα του πατέρα μου αλλά εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι να βγαίνουμε συνέχεια με δύο άλλα ζευγάρια, τον Σπηλιώρη και τη γυναίκα του και τον Αλέκο με τη Ζωή. 'Ήμασταν τα μόνα παιδιά στην παρέα, εγώ και η αδελφή μου. Γύρω στα 7 εκείνη, γύρω στα 9 εγώ. Τα παιδιά των άλλων ήταν μεγαλύτερα. Στην εφηβεία κάποια, κάποια ήδη φοιτητές... Οι γονείς μας παντρεύτηκαν μεγάλοι, πολύ μεγάλοι για τις εποχές εκείνες.
Στις παρέες τους η αδελφή μου ήταν πάντα η μασκότ. Χαριτωμένη, μικροσκοπική και αφελής όπως όφειλε να είναι κάθε παιδί. Εγώ ποτέ δεν ένιωθα άνετα μαζί τους. Ούτε κι αυτοί μαζί μου, νομίζω...

Ένα μεσήλικο παιδί, αυτό ήμουν πάντα. Το καμάρι των γονιών και των δασκάλων, αλλά αν το καλοσκεφτείς, λίγο τρομακτικό. Ιδιαίτερα σε μια παρέα μεσήλικων που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν άλλο. Δεν είναι και λίγο να έχεις τα μάτια ενός εννιάχρονου κολλημένα πάνω σου όταν προσπαθείς να διηγηθείς ένα σόκιν ανέκδοτο ενώ έχεις πιει και λίγο παραπάνω.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν θρίλερ θα πρέπει να με βλέπανε οι συγκεκριμένοι...
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, για κακή τύχη όλων μας εκτος της αδελφής μου και...κάποιων άλλων... το περάσαμε σχεδόν όλο μαζί.
Ταξίδια, εκδρομές και νυχτερινές έξοδοι σε ταβερνάκια αλλά και δισκοθήκες... Τρελά 80'ς. Γιακάδες, βάτες, φλούο χρώματα και "διαγωνισμοί χορού" στις "ντίσκο" και τα "πατινάζ". Και μεις, τα τσορομπίλια απο κοντά. Το ένα να χορεύει και να λυγιέται και το άλλο να κοιτάζει σοβαρό σαν να καταλαβαίνει ήδη τα πάντα.

Το γάιδαρο τον είχε ζητήσει η αδελφή μου. Από τη στιγμή που της είπε ο Σπηλιώρης "διάλεξε κάτι να σου το πάρω, μικρή", ήταν ξεγραμμένος. Το ήξερα. Η αδελφή μου ό,τι θέλει το ζητάει έτσι κι αλλιώς, αν τη ρωτήσεις κιόλας τι θέλει, σ' έχει ξεφραγκιάσει.

"Θέλω αυτόν τον γάιδαρο!".

Ο Σπηλιώρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα! Ο δόλιος υπολόγιζε κανένα δαχτυλιδάκι με κόκκινη πετρούλα, καμιά πλαστική κούκλα με ροζ φουστάνι και υπνωτιστικά γαλάζια μάτια...
Έβγαλε το χέρι από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς.
Στην τσέπη του πουκαμίσου κρατούσε τα χαρτονομίσματα...
Ο γάιδαρος ήταν τεράστιος, ροζ και απαλός.
Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να τον πληρώσει ο ίδιος, αλλά το φιλότιμο δεν το επέτρεψε...
Δεν ήταν δα και μπατίρης, ο Σπηλιώρης, εργολάβος ήταν και μάλιστα με πολλές δουλειές. Τότε οι πολυκατοικίες πουλιώνταν από τα σχέδια ακόμα, πριν καν πέσουν τα μπετά...Και πλήρωσε.


Εκτός από μένα, η άλλη παράταιρη της παρέας ήταν η μάνα μου. Βέβαια η μάνα πάντα και παντού παράταιρη νιώθει. Πόσο μάλλον τότε ανάμεσα σε ανθρώπους γλεντζέδες, γυναίκες άνετες και ελεύθερες που δεν αναρωτιόνταν τι θα μαγειρέψουν αύριο, ούτε τι θα φάνε τα παιδιά. Σήμερα γελούσαν, χόρευαν, έπιναν, έτρωγαν χωρίς υπολογισμούς. Κι όταν ερχόταν η ώρα να σκεφτούν τα υπόλοιπα και πάλι μέσα έπεφταν...

Αν με ρωτήσεις σήμερα, τι άνθρωποι ήταν αυτοί...θα σου πω άνθρωποι-παιδιά. Άνθρωποι που περνούσαν καλά σήμερα και πλήρωναν αύριο. Και κάποιες φορές πλήρωναν πιο ακριβά από ότι έπρεπε.
Αν με ρωτήσεις τι κοινό είχε ο πατέρας μου μαζί τους, θα σου πω την ανάγκη να διασκεδάσει. Νομίζω πως εκείνη την εποχή έκανε διακοπές διαρκείας. Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα!. Η δουλειά του πήγαινε καλά, τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά για να ανησυχεί για το μέλλον τους, είχε ένα σπίτι όμορφο, μια τακτική γυναίκα, μια τακτοποιημένη ζωή. Ήθελε να χαίρεται.
Αν με ρωτήσεις γιατί μ' αυτούς, θα σου πω γιατί αυτοί διασκέδαζαν χωρίς έννοιες.
Η μάνα δεν είχε κανένα κοινό μαζί τους. Θεωρούσε τη διασκέδαση επιπολαιότητα, οι μουσικές και οι χοροί της φαίνονταν χυδαίοι, το ξενύχτι αμαρτία, για να μην πω παράβαση νόμου που λέει ότι μόνο οι εγκληματίες δεν βρίσκονται στο κρεββάτι τους μετά τις 10,00. Υπερβολική πάντα!!!
Κάποια στιγμή, όταν ήμουν πια μεγάλη, μου είπε πως εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου είχε σχέσεις με τη γυναίκα του Σπηλιώρη...

Όσο κι αν κοιτούσα τότε, δεν θα μπορούσα να καταλάβω τα μυστικά των μεγάλων. Την ειρωνεία της κατάστασης, τις κρυφές πληγές τους. Ένα παιδί ήμουν, τελικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, κάποιοι πέρασαν καλά, κάποιοι προβληματίστηκαν, κάποιοι πληγώθηκαν, κάποιοι παραγκωνίστηκαν.
Μεγαλώσαμε όλοι όμως... και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλοι μαζί...

"Και πώς θα τον βγάλεις το γάιδαρο;"
"Σπηλιώρη θα τον βγάλω, βέβαια! Αφού εσύ μου τον πήρες, θα του δώσω το όνομά σου..."

Το επόμενο καλοκαίρι η ροζ γούνα του Σπηλιώρη ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα της πίσω αυλής, βρώμικη, μουχλιασμένη. Για τη γιορτή της η αδελφή μου είχε ζητήσει ένα ποδήλατο από τη νονά της.