Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Πέντε μήνες μετά...

Πέντε μήνες, μια αλλαγή, τρεις επισκευές και μια ζωή μετά την τελευταία μου ανάρτηση.
Ξαναμπαίνω στην παρέα με το θράσος κάποιου που έφυγε ακούσια, απλά επειδή....
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχα καν συνδεθεί στο blogger. Και ξαφνικά, προχτές, βρέθηκα με άπλετο χρόνο και υπολογιστή μπροστά μου. Ένιωσα σαν να ξαναβρήκα μια παλιά παρέα. Τι ωραία! Και, όπως θα έκανα σε μια παρέα που έχω να δω καιρό, λέω να ιστορήσω τα έργα και τα παθήματά μου, τις σκέψεις και τα αισθήματά μου.
Πέντε μήνες δύσκολοι, περίεργοι, κουραστικοί, εξαντλητικοί, επίπονοι. Πέντε μήνες που κυοφόρησαν μια καινούρια βερσιόν δική μου και μια ανανεωμένη καθημερινότητα!
Τερμάτισα το Νόμο του Μέρφι, που λέει πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει. Ακόμα και ό,τι δεν μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.Τόσο που έφτασα στη Νιρβάνα....Και εκεί με βρήκε η φώτιση. Όχι όμως καθισμένη στη στάση του Λωτού, στο τρέξιμο με βρήκε. Στο ένα πόδι για την ακρίβεια, γιατί δεν πρόλαβα να πατήσω και το άλλο και να σταθώ. Ένιωθα τα πόδια μου τεράστια, σαν του Γίγαντα. Με ένα βήμα ήμουν στο σπίτι, με ένα βήμα στη δουλειά, με ένα στο σχολείο, με άλλο ένα στο νοσοκομείο. Δίπλα σε όλα. Μόλις ένα βήμα μακριά απ'΄ολα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά με βρήκε η φώτιση. Λαμπερή, ξεκάθαρη, απόλυτη και απλή και πανάκριβη, όπως κάθε φώτιση οφείλει να είναι. Και αποκλειστική. Και παράδοξη. Και ανεξήγητη.
Ξαφνικά κατάλαβα τι είναι σημαντικό για μένα. Τι θέλω. Τι εύχομαι. Τι μου λείπει. Με έναν πολύ περίεργο τρόπο, όμως. Σαν να ήμουν ολόκληρη για πρώτη φορά.
Και πριν τα ήξερα όλα αυτά. Αν κάποιος με ρωτούσε πριν τι είναι σημαντικό για μένα, τι θέλω, τι εύχομαι, τι μου λείπει, θα έπαιρνε τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις. Αλλά ενώ πριν κάθε απάντησή μου για μένα θα ήταν ένα ποτήρι κρύο νερό, μια αίσθηση δροσιάς και ικανοποίησης, τώρα πια είναι σαν μια βουτιά τη θάλασσα. Γίνομαι ένα με τις αλήθειες μου, τόσο που πια δεν έχει σημασία να τις προφέρω, να τις εξηγήσω, να τις αναλύσω, ούτε καν να τις περιφρουρήσω. Πήραν ζωή και είναι αυθύπαρκτες, βουτάνε μαζί μου στα καθαρά νερά και είμαστε ένα. Ανοίγω τα χέρια, γίνονται φτερά και μέσα από τη θάλασσα ρίχνουμε μια βουτιά στον αέρα, ανεβαίνουμε ψηλά και καθώς κοιτάζω κάτω γίνεται η ματιά μου αγκαλιά, γίνεται αέρας και ατμόσφαιρα και αγκαλιάζει τη γη και περιστρέφεται μαζί της. Και οι αλήθειες μου γίνονται πλανήτες και χορεύουμε μαζί. Τις καμαρώνω και βλέπω τον εαυτό μου να με καμαρώνει με χίλια μάτια δικά μου. Είμαι εγώ. Τι ωραία!




Αλλιώς ξεκίνησα και αλλού με πήγε το κείμενό μου. Είναι όμως μια καλή αρχή, έστω και έτσι. Υπάρχουν πολλά που περιμένουν να ειπωθούν. Για τώρα,όμως, αρκετά.



Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Αύγουστος και πάλι...





Άλλος ένας δύσκολος Αύγουστος...Βαριέμαι, ζεσταίνομαι και νιώθω εξαντλητική μοναξιά... Θα ήθελα να μένω συνεχώς μέσα, με βιβλία, κρασάκι και μουσική... Άντε και καμιά μελαγχολική ανάρτηση... Όχι οτι κάνω και κάτι πολύ διαφορετικό, βέβαια... Καιρός για περισυλλογή και ενδοσκόπηση... μου αρέσει...! 
Δε γίνεται όμως να μην αναπολώ τα καλοκαίρια του Έρωτα... Τότε που ήμουν ζωντανή...Ήμασταν ζωντανοί!  Μου λείπεις...................

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο προσφιλής μου δαίμονας.

Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι όχι μόνο δεν ασχολούμαι με καμίας μορφής μαγγανίες, μεταφυσικές πρακτικές, κλπ, αλλά κλάνω μέντες με οτιδήποτε αφορά αυτό το χώρο... του εξω απο εδώ, του επέκεινα ή όπου αλλού είναι, τέλος πάντων.
Παρολαυτά, υπάρχει ένα μυθολογικό ον το οποίο έχω σε μεγάλη εκτίμηση και θεωρώ βαθιά παρεξηγημένο. Και δεν διστάζω να πω ότι, αν τα πρόσωπα της μυθολογίας αντιπροσωπεύουν, απεικονίζουν ανθρώπινα πάθη, προτερήματα και ελαττώματα, τότε αυτό το ον με εκφράζει σε μεγάλο βαθμό.


Η Λίλιθ. Η πρωτόπλαστη. Η πρώτη "σύζυγος" του Αδάμ, όταν "σύζυγος" δεν ήταν αυτή που κανόνιζε δεξίωση, λουλούδια και παρανυφάκια πριν ντυθεί σε τούλια φρουφρού το Σάββατο το βράδυ και έτρεχε τη Δευτέρα σαν τρελή στο σούπερ μάρκετ να πάρει σφουγγαρίστρα και κουβά γιατί όλοι θέλανε να πάρουν ένα χρήσιμο δώρο στα παιδιά αλλά το τρίπτυχο βιλέντα, χλωρίνη, βετέξ τους φαινόταν παρακατιανό και κανείς δεν το σκέφτηκε για χρήσιμο δώρο στη μελλόνυμφη.
Τότε που ο καλός Θεούλης εποίησεν άρρεν και θύλη σε όλα τα είδη των έμβιων όντων, και στο τέλος έφτιαξε τον άνθρωπο, άρρεν και θύλη, όπως όλα τα υπόλοιπα.
Έφτιαξε λοιπόν τον Αδάμ και τη Λίλιθ. Ξεχωριστά τον έναν από τον άλλο, αλλά προορισμένος να ενωθούν για να δώσουν ζωή.
Το ζευγάρι ζούσε στον Παράδεισο όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η σούπα χαλάει όταν προσπαθούν να συνευρεθούν , όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα του Υψίστου. Η Λίλιθ δεν δέχεται ότι πρέπει να είναι "από κάτω" και όταν ο Αδάμ την πιέζει επικαλείται τον Κύριο με το ιερότερο όνομά του και ξεφεύγει πετώντας. Ο Ύψιστος θυμώνει με τη χρήση του ονόματός του επί ματαίω και την πετάει έξω από τον Παράδεισο, στις ερήμους της Γης.
Ο Όφις, όμως, σιγά μην άφηνε τη Λίλιθ,  το κελεπούρι, να πάει χαμένη. Την επισκέπτεται στην έρημο και της προτείνει να γίνει σύντροφός του και δαιμόνισσα. Εκείνη δέχεται, αν και κάτι αναφέρεται ότι ακόμα και στον κατηραμένο Όφι έκανε κόνξες.
Στο μεταξύ ο Αδάμ στον Παράδεισο λύσσαγε που έβλεπε όλα τα δημιουργήματα να "αυξάνονται και να πληθύνονται" και αυτός να είναι ο μόνος μαγκούφης και ανέραστος. Του έγινε στενός κορσές του Υψίστου να του φέρει τη Λίλιθ πίσω. Έστειλε λοιπόν τρεις αγγέλους στη Λίλιθ να της πουν ότι ο Ύψιστος και το πρωτοπαλίκαρό του τη συγχωρούν και τη δέχονται πίσω. Αυτή τους ξαποστέλνει με βρισιές. Οι άγγελοι τότε της ανακοινώνουν, με αγγελικά χαμόγελα, υποθέτω, οτι αν δεν υπακούσει θα σκοτώσουν όλα τα παιδιά που στο μεταξύ είχε αποκτήσει με τον Εωσφόρο. Η δαιμόνισσα τους ξαποστέλνει για μια φορά ακόμα, έξαλλη με το σκηνικό.
Η απειλή πραγματοποιείται. Ο Κύριος, ως δίκαιος και φιλεύσπλαχνος (κατά τον Αδάμ), σκοτώνει τα παιδιά της Λίλιθ και την καταδικάζει στο Πυρ το εξώτερο, ως εξώλης και προώλης.
Φτιάχνει μια καινούρια, υποταχτική Γυναίκα από το πλευρό του Αδάμ, η οποία βέβαια, λόγω της μαλακής της φύσης, πιστεύει και εκείνη τον Όφι με τις γνωστές συνέπειες...
Η Λίλιθ μισεί πια θανάσιμα τα παιδιά, τις εγκύους και ότι έχει σχέση με τη συνέχιση της ζωής. Το μόνο που θέλει και ξέρει είναι να ικανοποιεί τις γενετήσιες ορμές της με όποιο διεστραμμένο τρόπο σκεφτεί. Επισκέπτεται και ταλανίζει άνδρες μοναχικούς και παράνομα ζευγάρια, ώστε να κλέβει σπέρμα για να δημιουργεί δαίμονες. σκοτώνει νεογέννητα, λεχώνες και εγκύους και καταστρέφει το μέλλον των παιδιών.
Αυτή είναι η ιστορία της Λίλιθ που όταν διεκδίκησε τη θέση της στον Παράδεισο, θεωρήθηκε αισχρή και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από τη Χώρα της Επαγγελίας που χαίρονταν όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου, ακόμα και τα πιο ταπεινά.
Μα κι όταν ακόμα προσπάθησε να φτιάξει το δικό της κόσμο, τη δική της ιστορία, τιμωρήθηκε ξανά με το χειρότερο τρόπο. Και έγινε δαιμόνισσα και άδικη τιμωρός της αθωότητας, καταραμένη και φοβερή, μισητή και αποκρουστική.
Δεν ξέρω πόσο αθώο αίμα έβαψε τα χέρια και τα χείλη της Λιλιθ, αλλά ξέρω ότι αυτό που έβαψε τα χέρια και τα χείλη του Θεού μας δεν είναι λίγο. Και αναρωτιέμαι πώς γίνεται να θεωρείται κάποιος καλός και ενάρετος ή κακός και δαιμονικός από τη φύση του, ανεξάρτητα από τις πράξεις, τις αποφάσεις και τη στάση του αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί.
Καταλήγω ότι η κρίση αξιών δεν είναι καθόλου μα καθόλου σημείο των καιρών μας. Είναι μάλλον κατασκευαστικό λάθος του κόσμου μας. 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Πάτοι...

Κάπου είχα πετύχει ένα περιοδικό. "Πάττυ". Μου άρεσε πολύ. Αγόραζα ΜανινοΚατερίνα κάθε βδομάδα και τα ξεκοκάλιζα μετα μανίας, αλλά αυτό το "Πάττυ" πολύ μου άρεσε. Ήταν διαφορετικό, ψαγμένο.
Δώδεκα εγώ, δέκα η αδελφή μου. Εκείνης δεν της άρεσε να διαβάζει. Ούτε καν περιοδικά. Της άρεσε να παίζει και να τρέχει με τα παιδιά "κάτω". "Κάτω" λέγαμε τη γειτονιά. Το διαμέρισμά μας ήταν στο δεύτερο όροφο, έτσι όταν σε ρωτούσαν "πού πάς" δεν έλεγες "έξω", έλεγες "κάτω".
Έτσι έλεγε και η μικρή. "Πάω κάτωωω!!!" και ξεπόρτιζε. Πύρ και μανία η μάνα που το στερνοπούλι δεν βγήκε μελετηρό... Ενώ εγώ... μονίμως με το βιβλίο στο χέρι... Ξάπλα και διάβασμα... Το καλοκαίρι, για να μη ζεσταίνομαι πολύ, ξάπλωνα στο πάτωμα και το μόνο που έκανα ήταν  να αλλάζω θέση στα πέλματα μου ψάχνοντας πιό δροσερό σημείο. Περπατούσα διαβάζοντας ξαπλωμένη....
Καλοκαίρι ανακάλυψα και την "Πάττυ". Αφού διάβασα το τεύχος που είχε πέσει στα χέρια μου, άρχισα μετα μανίας να ψάχνω το επόμενο. Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς όταν πήγα για να πάρω ΜανινοΚατερίνα. Δεν το ήξεραν! Ρώτησα στο περίπτερο της γειτονιάς του παππού όταν πήγαμε να τον δούμε. Δεν το ήξεραν! Μα πού να το βρώ! Στο κέντρο τότε κατεβαίναμε μόνο τις γιορτές. Πού χρόνο και διάθεση η μάνα για βόλτες στα μαγαζιά....Εγώ δε, να πάρω τα μούτρα μου και τα πόδια μου να περπατήσω ως το κέντρο...Δύσκολο. Αδύνατο καλοκαιριάτικα. Εγώ, είπαμε, περπατούσα μόνο ξαπλωμένη με το βιβλίο σηκωμένο ψηλά για να διαβάζω...
Πιάνω τη μικρή.. "Άκου, λέω, να πας στο περίπτερο που είναι στη γωνία στο κρεοπωλείο (μου φαινόταν ενημερωμένο περίπτερο εκείνο) και να ζητήσεις το περιοδικό "Πάττυ". Κατάλαβες;"
Κούνησε το κεφάλι η μικρή, πήρε το κατοστάρικο και την έκανε. Δεν άργησε, μετά απο δέκα λεπτά επέστρεψε.  "Πάττυ" όμως δεν κρατούσε. Κρατούσε πάτους παπουτσιών!. Νούμερο 37, το νούμερό μου.
"Τι είναι αυτό, παιδάκι μου;" Ρώτησα ο βλάξ, λές και δεν έβλεπα!
"Αυτό μου έδωσε ο περιπτεράς!" Ήρθε η αφελής απάντηση.
"Μα καλά, τί του είπες;"
"Εγώ ζήτησα "Πάττυ" και αυτός με ρώτησε τί νούμερο. Εγώ δεν ήξερα και αυτός με ρώτησε για ποιόν είναι. Εγώ είπα για την αδελφή μου και αυτός με ρώτησε τι νούμερο παπούτσια φοράς. Εγώ είπα 37 και μου έδωσε αυτά. Ασε μας, ρε αδερφή μου, με αυτά που διαβάζεις όλη την ώρα!!! Να πας να τα βρείς μόνη σου! Εγώ πάω κάτω!", απάντησε η θρασυτάτη και εγώ έμεινα με τους πάτους ανα χείρας. Και τα ρέστα, γιατί πάντα η αδελφή μου ήταν ηθικότατο παιδί!  Πάντως "Πάττυ" δεν ξαναζήτησα. Ξενέρωσα!

Χρόνια Πολλά Αδελφάκι μου!. Θα έγραφα για τον πάτο που πιάνω, αλλά μια και γιορτάζεις θυμήθηκα την ιστορία με τους πάτους. Καλύτερα έτσι! Σε φιλώ!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Κρίση μέσης ηλικίας...

Δεν το φανταζόμουν ποτέ, αλλά ήρθε και αυτή...Καλώς την...



Και καλά που ήρθε σε μένα , αντέχω εγώ. Αλλά του' ρθε και του Βύρωνα, που ως γνωστόν είναι χαρακτήρας ευαίσθητος και παιδί επιρρεπές...Εδώ να δεις βάσανα...
Να κάθομαι εγώ να αναλύω τα μύρια όσα, να ανατέμνω τα κουνούπια και να καταπίνω τις καμήλες. Απώτερος σκοπός; Να φταίω εγώ και για την κρίση μέσης ηλικίας του Βύρωνα, όλου μου του σογιού καθώς βέβαια και του δικού του. Συμπεριλαμβάνονται γνωστοί και φίλοι με τα δικά τους βάσανα και κρίσεις.Ελπίζω να μην ξεχνάω κάποιον...Εγώ η ανάλγητη, που δεν καταλαβαίνω τον πόνο του άλλου, την ανάγκη του άλλου να μιλήσει, να μοιραστεί, να διασκεδάσει. Με κάποιον άλλο, όχι με μένα. Γιατί εγώ δεν έχω ανάγκη και όλα μου έχουν έρθει βολικά και τέλος πάντων, τι ανάγκη έχω εγώ; Εγώ το μόνο που θέλω είναι να χορεύω, να διασκεδάζω και να περνάω βράδια ολόκληρα με κρασάκι και κουβεντούλα. Και ζω σε ένα ροζ σύννεφο.Και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαστε μαζί και να περνάμε καλά. Ενώ αυτός αφιερώνει το χρόνο του και την προσοχή του σε όλους αυτούς που τον έχουν ανάγκη.(Εκτός από εμένα και τον μικρό, εννοείται, γιατί εμείς είμαστε ταχτοποιημένοι).
Δεν άντεξα και αυθαδίασα πάλι, η αναίσθητη! "Μην ανησυχείς, συμβαίνει σε όλους, μια κρίση είναι, θα περάσει. Σ'ενοχλούν όλα, γιατί εσύ είσαι πια υπεύθυνος. Εσύ κουμαντάρεις και δεν μπορείς να ρίξεις την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Στο τέλος θα το πάρεις απόφαση και θα χαλαρώσεις."
Δεν μπορώ να πω, με άκουσε! 'Εχει αναλάβει αποκλειστικά κάθε ευθύνη για να ξεπεράσει την κρίση του μόνος του. Για την ακρίβεια με τους φίλους του. Εγώ ακόμα περιμένω να μου πεί αν θα έρθει μαζί μου αύριο στην παράσταση που μου έχει υποσχεθεί ήδη δύο φορές να πάμε, αλλά τη μία βαριόταν και είπε να σαπίσουμε στην τηλεόραση. Αλλά μόλις ξάπλωσα εγώ είπε ότι βαρέθηκε και να σηκωθώ να πάμε μια βόλτα. Και την άλλη φορά είπε ότι πού να αφήσουμε το παιδί που την άλλη μέρα έχει σχολείο, άστο, να το κανονίσουμε καλύτερα κάποια άλλη μέρα και κανόνισε ποτό με τον ξάδελφό του,  για να μη μείνει μέσα κι αυτός γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και απαρηγόρητος που ένας φίλος μας είναι στο νοσοκομείο και πεθαίνει.
Έτσι κάπως έρχεται η δική μου κρίση, αλλά πριν την πάθω, πήρα ένα εισιτήριο για την παράσταση.Θα πάω μόνη μου, εκτός αν βρω και κανέναν άλλο αναίσθητο στον πόνο των άλλων, σαν και μένα, να με συνοδέψει. 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Γυναίκα!

Η Γυναίκα, ένα κόσμημα ανάμεσα στα έμψυχα, το αριστούργημα της Πλάσης, αυτή που συντηρεί τη φωτιά της εστίας και τρέφει τη Ζωή με το γάλα της. Η Γυναίκα, Παντοδύναμη! Γι' αυτό την φοβήθηκαν. Την ταπείνωσαν, έντυσαν το σώμα της με ρούχα και το πνεύμα της με ενοχές και σκοτάδι.
Και όταν μετέτρεψαν τη χάρη σε προστυχιά, την απόλαυση σε ενοχές, όταν συντηρούσαν τη Γυναίκα  χωρίς να σέβονται τη φύση της, όταν έδωσαν υποχρεώσεις χωρίς να αναγνωρίσουν δικαιώματα, όταν καταλόγισαν ευθύνες χωρίς να προσφέρουν αναγνώριση, δημιουργήθηκε ένα Τέρας, ένα Άγριο Θηρίο!
Και η Αγάπη, που μόνο η Γυναίκα ήξερε να κρατάει στα χέρια της, έγινε ένα διαμάντι στα χέρια ενός Θηρίου. Πετάχτηκε στη λάσπη, ποδοπατήθηκε, βρώμισε. Ξεχάστηκε. Και όλα αυτά γιατί η Γυναίκα δεν σκέφτηκε ποτέ πως έχει τη δύναμη να τ' αλλάξει όλα. Πώς μπορεί να γεννήσει έναν καινούριο κόσμο μαζί με τα παιδιά που γεννάει και μεγαλώνει.
Κι αν το σκέφτηκε, αφέθηκε τελικά. Υπέκυψε και δέχτηκε το Μήλο. Αυτό ήταν το πεπρωμένο της.  

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Απουσία

Δεν είμαι και στα πολύ καλά μου τελευταία.... Καθώς λένε όμως...η στύψη βγάζει λάδι.
Να τι προέκυψε το απόγευμα:




Χαμένη μέσα στο πλήθος των ανωνύμων,
ανώνυμη κι εγώ,

αδιάφορη και αβέβαιη για την  ύπαρξή μου,
όσο και μια λέξη που κάποιος, κάποτε, φώναξε,
μα τώρα πια,
μόνο η ηχώ καταδέχεται να επαναλαμβάνει...

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Στο ράφι...


Τα καλοκαιρινά βράδια ήταν πάντα δύσκολα για μένα. Οι ώρες δεν κυλούν, και η ράθυμη διάθεσή μου δεν βοηθάει. 
Θυμάμαι όμως και κάποια καλοκαίρια που οι ώρες δεν έφταναν. Τα καλοκαίρια του έρωτα. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Όσο χρόνο και να είχαμε. Τα βράδια τέλειωναν γρήγορα και η μέρα έφευγε μέχρι να δώσουμε δυο φιλιά. 
Πώς είναι δυνατό να μην αναπολεί κανείς αυτές τις στιγμές; Να μην αναζητά την αίσθηση που άφησαν; Ποιο αίσθημα μπορεί να αντικαταστήσει τον έρωτα; Κανένα. Ο έρωτας δεν αντικαθίσταται. Ούτε οι στιγμές. Όταν καταφέρω να το δεχτώ αυτό τότε ίσως ηρεμήσω. Ίσως δεν μου φαίνονται βαριά τα καλοκαιρινά βράδια. Μέχρι τότε όμως μέσα μου θα υπάρχει ένας κενός χώρος. 
Κάπου διάβασα ότι όταν κάτι τελειώνει αφήνει χώρο προς πλήρωση και όχι κενό. Χώρος προς πλήρωση όμως δεν σημαίνει αποθήκη. Προτιμώ να σκέφτομαι το χώρο της καρδιάς μου που ο έρωτας άφησε κενό, σαν το κεντρικό ράφι στο σπίτι μου. Εκεί όπου θα βάζω τα πιο όμορφα και αγαπημένα μου αντικείμενα. Κι αν μου έσπασε το πιο όμορφο και αγαπημένο απόκτημα, θα περιμένω μέχρι να βρω κάτι που θα είναι εξίσου σημαντικό, όμορφο και αγαπημένο. 
Και θα μελαγχολώ κάθε φορά που θα θα ξεσκονίζω την κενή θέση και θα βιάζομαι να τη γεμίσω. Και θα κοιτώ γύρω γύρω να δω αν ταιριάζει κάτι, αλλά βαθιά μέσα μου θα ξέρω ότι τίποτα δεν θα αντικαταστήσει αυτό που χάθηκε. Και θα ελπίζω να βρω κάτι που θα αγαπήσω εξίσου.Και να το βάλω...στο ράφι!

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Ελαφρώς αργοπορημένη

Προ ημερών καθόμουν με το Βύρωνα σε ένα ωραιότατο καφέ, στο κέντρο. Απέναντι ακριβώς απο ένα κτίριο που έχω ερωτευτεί.


Είναι ένα τεράστιο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης. Έχει τον αέρα μιάς άλλης εποχής, με κρινολίνα και άμαξες. Φαντάζομαι τα δωμάτιά του ψηλοτάβανα και ευρύχωρα, με ξύλινα πατώματα και εσωτερικές σκάλες... Ο χώρος όμως που μου κέντρισε αρχικά το ενδιαφέρον είναι μια τεράστια αποθήκη που βρίκεται στο ισόγειο, στο επίπεδο του δρόμου. Όπως φαίνεται απο κάποιες παλιές επιγραφές, στο ισόγειο στεγαζόταν σιδηρουργείο. Υπάρχουν δύο ή τρείς χώροι που δεν ξέρω ακριβώς τη χρήση τους, γιατί οι πόρτες είναι συνήθως κλεισμένες με κατεβασμένα τα σιδερένια ρολά. Μερικές φορές όμως, σπάνια είναι η αλήθεια, κάποιος ανοίγει και τότε μπορώ να ρίξω μιά ματιά στο εσωτερικό. Μία απο αυτές τις σπάνιες φορές, αντίκρυσα ένα θέαμα εξωπραγματικό, αέρινο, λές και έριχνα μία ματιά σε μια άλλη διάσταση μέσα απο την ανοιχτή γκαραζόπορτα, σαν να έμπαινα μέσα σε ζωντανό πίνακα.

Μέσα στον τεράστιο χώρο, σκοτεινό στα μάτια μου που είχαν συνηθίσει στο φώς, είδα, στο βάθος, υποφωτισμένο απο κάποιο φωταγωγό, ένα αυτοκίνητο με στρογγυλά φανάρια να κρέμεται απο χοντρές αλυσίδες απο το ψηλό ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν απο αρχαία πέτρα και στο πρόσωπό μου ερχόταν ένα ψυχρό ρεύμα που μύριζε κλεισούρα, παλιοκαιρία, υγρασία και γη. Όλο αυτό διήρκησε για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να προσπεράσω την γκαραζόπορτα, αλλά αρκούσε για να το θυμάμαι για μια ζωή.

Καθόμασταν, λοιπόν απέναντι απο το αγαπημένο μου κτίριο και μιλούσαμε περι ανέμων και υδάτων, αυτές οι υποθετικές κουβέντες που πάντα μου αρέσουν, "τί θα έκανες αν...". Είπα πων αν κέρδιζα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ,θα αγόραζα αυτό το κτίριο και θα το έκανα ξενοδοχείο. Έχω σκεφτεί όλες τις λεπτομέρειες...Περνάνε απο το μυαλό μου σα να παρακολουθώ το ντοκουμέντο της ανακατασκευής του σε fast forward.

Κάποιο πρωί, μερικές μέρες μετά, περνώντας ξανά απο την περιοχή, πηγαίνοντας στο γραφείο, είδα οτι ένα απο ρολά ήταν ανεβασμένο και η πόρτα ανοιχτή. Έριξα πάλι μια ματιά μέσα, και είδα στο μισοσκόταδο μια αντρική φιγούρα, φωτισμένη απο ένα γλόμπο μόνο, σκυμμένη πάνω απο κάτι που συγκέντρωνε την προσοχή του. Καθόταν πίσω απο μια ξύλινη κατασκευή με γραφείο, σαν αρχαίο γκισέ. Χαμογέλασα και προσπέρασα.

Συνεχίζοντας στο δρόμο μου, μου ήρθε στο μυαλό μία ιστορία που μου αρέσει. "Η πόρτα στον τοίχο" του Χ. Τζ. Γουέλς. Μιλάει για κάποιον, εξέχουσα προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής στην εποχή του, που όταν ήταν μικρός βρέθηκε σε έναν υπέροχο μαγικό κήπο ευτυχίας, γαλήνης, αγάπης, αποδοχής, συντροφικότητας, ανοίγοντας μια πράσινη πόρτα σε έναν λευκό τοίχο σε μια άγνωστη γειτονιά. Προσπάθησε μάταια να ξαναβρεί αυτή την πόρτα, αλλά εκείνη πάντα εμφανιζόταν σε κάποια σημαντική στιγμή της καριέρας του και αυτός πάντα προσπερνούσε γιατί οι ανειλλημένες υποχρεώσεις του δεν του επέτρεπαν καθυστερήσεις. Μέχρι που ένα βράδυ, ψάχνοντας απεγνωσμένα τον κήπο της παιδικής του ηλικίας, ανοίγει μια πράσινη πόρτα σε εναν ασπρισμένο τοίχο...που όμως ανοιγε στο εργοτάξιο του μετρό. Πέφτει στο φρεάτιο και σκοτώνεται. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε...

Σταματάω στο φανάρι, κάνω μεταβολή και πάω πίσω στο μαγαζάκι με σκοπό να ρωτήσω σε ποιόν ανήκει το κτίριο και τελωσπάντων, ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Φτάνω στην πόρτα που τώρα είναι κλειστή. Γυρίζω την πετούγια... είναι κλειδωμένη. Κοιτάζω τον εαυτό μου στο τζάμι της πόρτας και χαμογελάω. Έπρεπε να το περιμένω. Δεν πέρασαν περισσότερα απο 5 λεπτά και όμως η ευκαιρία μου χάθηκε. Η στιγμή πέρασε και τώρα είμαι απλά κάποια που θα φτάσει στο γραφείο ελαφρώς αργοπορημένη....



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Ραπουνζέλ

Βρίσκομαι σε μια κατάσταση απάθειας....Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά συμβιβάζομαι σιγά σιγά με τη σκέψη ότι δεν μπορώ να επέμβω για να διορθώσω, να βοηθήσω, να ανατρέψω ή να επηρεάσω άτομα και καταστάσεις.... Δέχομαι σχεδόν μοιρολατρικά τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τις στενοχώριες που περνούν τα πιο αγαπημένα μου άτομα και ξέρω πια πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα... ούτε θα ήταν σωστό , άλλωστε. Η ζωή περιλαμβάνει τα πάντα και μια ζωή για να είναι ολοκληρωμένη πρέπει να έχει απ' όλα...

Βγαίνω στο παράθυρό μου και κάνω χάζι...Βλέπω κόσμο, ακούω ήχους, ένα λεφούσι μελισσάκια να στριφογυρίζουν...


Τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα συνεχίζουν την πορεία τους πέρα και έξω από μένα...Και συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι αυτό είναι το σωστό. Ο καθένας μας ακολουθεί τη δική του πορεία και όσο και αν προσπαθούμε να ενώσουμε τις ζωές μας με κοινωνικά συμβόλαια, ποτέ δεν θα τα καταφέρουμε. Δεν μπορεί να μας ενώσει ένα πιστοποιητικό γάμου, ή γέννησης, ούτε ένα όνομα, μια γραμμή αίματος ή ένα κοινό παρελθόν, ούτε καν μια υπόσχεση παντοτινής φιλίας.

Το μόνο που μας ενώνει με τους άλλους είναι η αγάπη...Απλή, πηγαία και χωρίς εγωισμούς και προσδοκίες...

Φίλοι, σας ευχαριστώ που υπάρχετε. Είναι ωραίο να σας νιώθω εκεί έξω!

......Και τώρα, παρακαλώ, ας ανέβει κάποιος στον πύργο μου να με ελευθερώσει....
Ναι;... Φτάνει η πλάκα... Βαρέθηκα μόνη μου.... Ανοίξτε, δεν είναι αστείο, πια!.... Ναι;.... Ακούει κανείς;




Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Σπίτι μου, σπιτάκι μου!

Ο κυρ-Παναγιώτης πήρε το οικόπεδο όταν κατέβηκε από το χωριό. Γούβα τη λέγανε την περιοχή, και γούβα ήταν, μάζευε όλο το βροχόνερο και λάσπιαζε ο τόπος... Ήταν όμως κοντά στη μεγάλη πλατεία, τρεις δρόμους πίσω από τα "καλά" τα σπίτια, που μένανε οι έμποροι, οι οικογένειες πάνω, και κάτω, στο ισόγειο τα μαγαζιά τους... Φτηνό και το οικόπεδο...
Έφτιαξε με πέτρα δυο δωμάτια. Ένα στη φάτσα και τ' άλλο πίσω. Τα 'κανε μεγάλα όμως, είχε τα σχέδιά του... Περίφραξε και το οικόπεδο, και άφησε χώρο μεγάλο στη φάτσα, άνοιγμα για να περνάει το κάρο με τ' άλογο.
Το μπροστινό το δωμάτιο το' κανε κρασοπωλείο. Στην άκρη στοίβαζε και τα κάρβουνα. Το πρωί φόρτωνε το κάρο με τα κάρβουνα και γύρναγε την πόλη να πουλήσει. Τ' απόγευμα στην ταβέρνα. Ήρθανε κι οι πρόσφυγες μετά, μαζευόταν κόσμος στην ταβέρνα...

 Τ' άλογο τ' αγαπούσε πολύ. Του 'φτιαξε στάβλο, πίσω στην αυλή με το πατημένο χώμα, έβαλε και κρουνό, βρύση, να βλέπει το άλογο το νερό που τρέχει, να μη σιχαίνεται να πιει.  Γιατί το άλογο συχαινόταν όταν πηγαίνανε τα τσορομπίλια και πίνανε νερό από το στόμιο της βρύσης και πλένανε και τα χέρια τους στον κουβά. Τότε ο κυρ-Παναγιώτης τα'διωχνε..."Αμέτε απ' εδώ, μωρέ... Δεν σας είπα μακριά απ' τον κουβά; Θα μου το σκάσετε τ' άλογο..."
Πέντε του 'κανε η κυρά του. Δυο αγόρια, τρία κορίτσια. Είχε προίκες λοιπόν να φτιάξει... Όχι τρεις, δύο... η Παρασκευούλα του γεννήθηκε μες την Κατοχή. Πείνα, κακουχίες, βγήκε άρρωστο το παιδί. Μογγολάκι το λέγανε αλλά δεν ήτανε Μογγολάκι, δικό του παιδί ήτανε και τ' αγαπούσε, μόνο που ήτανε άρρωστο. Προίκα δεν τού 'φτιαξε...
Η κυρά πάστρευε τα τσορομπίλια όλη μέρα, και τ' απόγευμα φύτευε κηπευτικά στην αυλή. Δεν τη λέγανε αυλή τότε. "Πίσω" τη λέγανε... Ήταν ένας χώρος με πατημένο χώμα, το σταύλο και το "αποχωρητήριο" στη μιά πλευρά και τη βρύση στην άλλη. Γύρω γύρω φύτευε η κυρά τα κηπευτικά της να ταίσει τα στόματα...
Στο μεγάλο δωμάτιο, "πίσω" το λέγανε κι αυτό γιατί ήταν πίσω απο την ταβέρνα, ζούσε η οικογένεια. Είχανε και μιά κατσίκα για το γάλα της ένα φεγγάρι.
Μεγαλώνανε τα παιδιά και μεγάλωνε και το σπίτι. Κάνανε κουζίνα και καμπινέ μέσα, κάνανε και ξεχωριστό δωμάτιο για τον κυρ-Παναγιώτη και την κυρά...
Τ' αγόρια φύγανε... ένα στην Αθήνα, ένα στην Αμερική.... Τα κορίτσια μεγαλώνανε κι αυτά, πήγανε Γυμνάσιο, σε λίγο οι γαμπροί θα μπαίνανε στο σπίτι.
Ρίξανε κολώνες, σηκώσανε όροφο... Το πάνω σπίτι των κοριτσιών. Το δώσανε και στις δύο. Τόσο έφτανε η κουβέρτα τους...
Κι όταν με το καλό ήρθαν οι γαμπροί, όλα γίνανε με τη σειρά και καθώς πρέπει... Η μεγάλη παντρεύτηκε στην Αθήνα. Το μερίδιό της το πούλησε στην αδελφή της. Ο γαμπρός της μικρής κρατιόταν από καλό σόι... Πλούσιος, έμενε στο κέντρο, σε συνοικία του καλού κόσμου. Δεν γινόταν να μένει στη Γούβα, πλάι στα προσφυγικά....
Το 'φτιαξε όμως το σπίτι το πάνω, θα το νοίκιαζε.
Κάτω μείνανε οι δυο τους, ο κυρ-Παναγιώτης και η κυρά. Η Παρασκευούλα, έφυγε... την κηδέψανε στης Παναγίας το κοιμητήριο. Στο σπίτι έμεινε ένα πορτραίτο της σε οβάλ κορνίζα.
Ο γιος ο μεγάλος γύρισε. Δεν τον σήκωσε η Αθήνα. Τον μάζεψε και ο κυρ-Παναγιώτης, "'Οσα χαλάς εσύ εκεί μόνος σου, εδώ ζούμε οικογένεια ολόκληρη και βάζουμε και στην πάντα", του 'γραψε...
Ήρθε ο μεγάλος, δούλεψε, έκανε μαγαζί, έκανε εμπόριο, στο τέλος όμως τον κέρδισε η θάλασσα. "Καλά λεφτά, μάνα..."
Το σπίτι, άλλαζε... χτίσανε το στάβλο, τον κάνανε αποθήκη, άλογο δεν είχαν πια, ούτε πόδια είχε πια ο κυρ-Παναγιώτης να γυρίζει την πόλη. Για την ταβέρνα μόνο τον βγάζανε, αλλά του 'κανε η κόρη η μικρή μούτρα, κυρία χρυσοχόου, πια, δεν γινόταν να είναι και κόρη ταβερνιάρη. Κουράστηκε κι ο κυρ-Παναγιώτης και την έκλεισε την ταβέρνα. Να ξεκουραστεί, είπε.
Δυο δωμάτια την κάνανε την ταβέρνα. Έφερε ο γιος ο μεγάλος νύφη προσφυγοπούλα, νοικοκυρά. Κουκλιά τα 'κανε τα δωμάτια. Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι. Κουζίνα και μπάνιο κοινά με τα πεθερικά. Να τους φροντίζει, να' χει κι αυτή μια παρέα που 'λειπε ο άντρας της.
Κυρά και νύφη όμως.... δεν πήγανε καλά. Είχε κι η κυρά τα δικά της....Πέντε παιδιά έκανε και 'μεινε με την ξένη. Μα κακία και αδικία μες το σπίτι, το βαρύνανε. Ο κυρ-Παναγιώτης έπεσε στο κρεββάτι. Τα πόδια του είχαν περπατήσει αρκετά. Δεν τον βαστούσαν άλλο. Η νύφη τον αγάπαγε, τον φρόντιζε και μια φορά που 'φυγε η κυρά του στη μεγάλη την κόρη στην Αθήνα, του 'φτιαξε ένα κιλό κιμά μπιφτέκια. Έβρασε και χόρτα και τα φάγαν όλα οι δυο τους μεσημέρι βράδυ. Η κυρά ήταν σφιχτή, πολύ σφιχτή, το φαΐ στο σπίτι πάντα μετρημένο στο πιατάκι το μικρό. Κι η νύφη έγκυος. Λίγδωσε τ' άντερο τους μια βδομάδα που έλειψε η κυρά.
Η εγγόνα του τον τάιζε στο στόμα. Την πίθωνε η μάνα της στο κρεββάτι του και η μικρή του 'κανε χαρές. Οι άλλες οι εγγόνες, οι μεγαλύτερες μέναν μακριά. Οι μεγάλες στην Αθήνα, οι μικρές, σ' άλλον κόσμο. Κι ο εγγονός, είχε το όνομά του, αλλά έμενε στην Αμερική και τον φωνάζανε Πιτ. Τούτη η δω, η τελευταία, ήρθε στο σπίτι και του 'δωσε ζωή. Φύγαν οι υγρασίες του χειμώνα, άναβε η κυρά τη σόμπα λίγο παραπάνω να ζεσταθεί το βρέφος. Του 'χε αδυναμία κι αυτή γιατί είχε τ' όνομά της.
Ένα βράδυ ο κυρ-Παναγιώτης μίλησε στο σπίτι. "Εγώ σε έχτισα αλλά εσύ με στήριξες" του 'πε. "Εγώ φτάνω μέχρι εδώ. Σε σένα αφήνω το σπόρο μου, τη μικρή. Στήριξέ τον κι αυτόν όπως στήριξες και μένα. Σου την εμπιστεύομαι. Στέγασέ την, προστάτεψέ την. Αυτή είναι η δουλειά σου. Να στεγάζεις και να προστατεύεις τη ζωή που ζει μέσα σου. Όσο αντέχεις..."
Έφυγε ο κυρ-Παναγιώτης και το σπίτι, μαύρισε.
Η κυρά λευτερώθηκε, έγινε αφέντρα. Κι όταν φτάσανε οι κουβέντες να γίνουν χοντρές, πήρε ο γιος γυναίκα και παιδί και έφτιαξε σπίτι δικό του. Διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Βοήθησε κι η νύφη, πούλησε την προίκα της, δούλεψε, ξενύχτησε.
Και γύρισε ο καιρός, και από πέντε γέννες, αυτή ήταν που έδωσε στην πεθερά της το τελευταίο ποτήρι νερό. Η ξένη.
Το σπίτι πάλιωσε... Η νύφη το πόναγε όμως...ήταν η προίκα της κόρης της.... Κάθε φορά που φεύγανε από το σπίτι, απο επίσκεψη στη γιαγιά, της μίλαγε γι αυτό...Πόσο όμορφα ήταν τα μωσαϊκά, πώς θα μεγάλωνε ο χώρος αν μετέφεραν το μπάνιο στο πίσω δωμάτιο, πώς θα έδειχνε η αυλή πλακοστρωμένη....
Κι όταν η κόρη μεγάλωσε και μπορούσε πια να υπογράψει για να πάρει το σπίτι, πουλήσανε το διαμέρισμα. Έβαλαν μαστόρους, ρίξανε τοίχους, χτίσανε άλλους, έξι μήνες το πάλευαν...
Το σπίτι έγινε καινούριο. Έλαμπε. Το μόνο που δεν πειράξανε ήταν η πόρτα. Παλιά, σιδερένιος σκελετός και τζάμι για να μπαίνει το φως.
Το δωμάτιο που ήταν η ταβέρνα το δώσανε στην κόρη. Εκεί που τη φτιάξανε, εκεί κοιμότανε... κι όταν μετά από λίγα χρόνια ήρθε ο γαμπρός να τη ζητήσει, ο γιος κι η νύφη του κυρ-Παναγιώτη νοικιάσανε ένα διαμέρισμα και στείλανε εκεί τα πράγματά τους.
"Το σπίτι είναι δικό σου, της είπαν. Στέγασε και προστάτεψε την οικογένειά μας πάνω από μισόν αιώνα. Μην το πουλήσεις."
Ένα βράδυ, λίγο πριν το γάμο της, είχε μείνει μέχρι αργά να τακτοποιήσει δώρα και να ετοιμάσει πράγματα. Όταν τελείωσε κάθισε στον ολοκαίνουριο καναπέ και κοίταξε γύρω της.
"Το σπίτι δεν είναι δικό μου", σκέφτηκε. "Με στεγάζει και με προστατεύει, όπως στέγασε και προστάτεψε τόσους ανθρώπους πριν από μένα. Το σπίτι ήταν εδώ όταν γεννήθηκαν και όταν πέθαναν οι άνθρωποι που είναι η ιστορία μου, το παρελθόν μου. Είναι εδώ για να στεγάσει και να προστατέψει το παρόν και το μέλλον μου." Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε το σπίτι πραγματικά δικό της.

Το σπίτι είχε γεράσει... Οι τοίχοι έβγαζαν υγρασία κάθε χειμώνα. Κάθε καλοκαίρι το έβαφαν και το χειμώνα μάζευε ξανά. Ο γαμπρός ήταν νοικοκυρόπαιδο. Δεν το άφηνε, κάθε ζημιά διορθωνόταν αμέσως. Στα τέσσερα χρόνια του γάμου τους το ανακαίνισαν. Στα εννιά πάλι. Είχαν πια και ένα αγόρι. Το κοίμιζαν στο δωμάτιο που ήταν ταβέρνα. Έπαιζε στην αυλή όπου κάποτε ο κυρ-Παναγιώτης ξύστριζε το άλογο και έδιωχνε τα τσορομπίλια που γυρνούσαν γύρω γύρω σαν τις μύγες. Του έδειχναν πού ήταν η βρύση παλιά και του εξηγούσαν ποιος ήταν αυτός που ο δρόμος τους είχε το όνομά του.

Όσες ανακαινίσεις κι αν έκαναν, δεν άλλαξαν ποτέ την πόρτα. Κράτησαν την παλιά σιδερένια πόρτα με το τζάμι. Η εγγονή του κυρ-Παναγιώτη επέμενε. Έλεγε ότι ο ήχος που κάνει η πόρτα κάθε φορά που κλείνει, της θυμίζει ότι είναι στο σπίτι της. Αυτό όμως ήταν ψέμα. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει και μετά τα βήματα στο διάδρομο, της δείχνουν ότι κάποιος δικός της μπήκε στο σπίτι.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Πρότυπα ομορφιάς...


Leve Frederic Louis A harem Beauty Seated On A Leopard Skin
Η Χρυσαυγή ήταν άσχημη! Αυθεντικά άσχημη, σου λέω...

Τεράστιο μέτωπο, γαμψή μύτη, μαλλιά που κρέμονταν σαν μαρουλόφυλλα αριστερά και δεξιά από το πρόσωπό της. Στόμα; Τεράστιο, με δόντια πεταχτά, μεγάλα και κίτρινα από τον καφέ και το τσιγάρο. Παχιά, όχι δεν ήταν... αλλά καμπούριαζε και μετά τα πενήντα, που τη χτύπησε η οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο, κούτσαινε κιόλας. Το δέρμα της θύμιζε πετσί, ξεραμένο στον ήλιο και μαυρισμένο από τον καιρό. Κι όταν γελούσε... τα δόντια της πετάγονταν ακόμα περισσότερο. Πετάγονταν και οι μύες του λαιμού και το δέρμα τεντωνόταν στις κλείδες...χάλια!

Ήταν η αγαπημένη μου γειτόνισσα. Και της μάνας και του πατέρα, και όποιου τη συναντούσε. Τη θαύμαζα τόσο που ακόμα και σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να τη σκέφτεται σαν μία από τις πιο γοητευτικές γυναίκες που γνώρισα. Γίνεται; Θα μου πεις!

Κι όμως γίνεται! Πώς; Δεν έχω ιδέα! Δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την οξύμωρη μεταμόρφωση που συντελούνταν μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα.
Τη θυμάμαι να φοράει συχνά ένα μοβ φουστάνι ινδικό. Ξέρεις, που το ύφασμα είναι σαν γάζα... Δεν την πείραζε που ήταν λίγο διαφανές, σιγά μην την πείραζε...
Καθόταν στην καρέκλα και μάζευε το ένα πόδι στο στήριγμά της. Μάλλον το πονεμένο ήταν, αλλά πού να το καταλάβεις έτσι που άρχιζε να μιλάει και να σε ταξιδεύει μέσα στο χώρο και το χρόνο...
Ότι κι αν έλεγε ήταν σαν να περιέγραφε ταξίδι... Με φωνή μακρόσυρτη, ανατολίτικη και βαριά από το τσιγάρο... Σαν να τραγούδαγε ταξίμια...και τα χέρια να φτιάχνουν και να αγγίζουν αυτό που δεν έβλεπες...θεατρικά... και στο τέλος πάντα γελούσε σαν να ήθελε να σε ξυπνήσει και να πατήσεις πάλι στη γη, απαλά όμως... Σαν να ερχόταν από μακριά αυτό το γέλιο, κελαρυστό, να σε λίκνιζε σιγά σιγά,να σε απόθετε στη γη, και να σου χάιδευε το πρόσωπο φευγαλέα, σαν να πέταξε ένα πουλί πολύ κοντά σου και τώρα πάει , έφυγε και δεν πρόλαβες να το δεις. Μόνο το' νιωσες....
Έλεγε, ας πούμε, για τη λαϊκή, που πήγε και πήρε ντομάτες κατακόκκινες φωτιά, και ζουμερές ζουμερές σαν τη νταρντάνα τη Μαρία την απέναντι... και να σου το γέλιο πάλι, εκεί που εσύ έβλεπες τη Μαρία, ντομάτα και τη ντομάτα Μαρία, να σε προσγειώσει και να ξεκαρδιστείς. Σκέψου να σου περιέγραφε έργα θεατρικά και παραστάσεις μπαλέτου όπου πήγαινε συχνά, λόγω κόρης χορεύτριας.

Ο άντρας της ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, παρακαλώ. Η ίδια δήλωνε απλή νοικοκυρά, αν και μόνο απλή δεν ήταν.
Τη θυμάμαι κάποια βράδια ντυμένη κοκέτα να έρχεται στο σπίτι για ένα τσιγαράκι μέχρι να φέρει ο Μάκης τ' αυτοκίνητο. Πώς γινόταν αυτή η μεταμόρφωση; Κραγιόν κόκκινο της φωτιάς πάντα. Και τα μάτια βαμμένα έντονα με μολύβι μαύρο και μάσκαρα πολύ. Και σκουλαρίκια μεγάλα γιατί τα μαλλιά τα είχε κότσο όταν έβγαινε. Κομμωτήριο δεν πήγαινε ποτέ. Τα μαλλιά της τα είχε πάντα μέχρι τους ώμους για να πιάνονται. Τα κούρευε μόνη της και δεν τα έβαφε ποτέ. Φορούσε μαύρα συνήθως για τα επίσημα ή τις βραδυνές εξόδους. Μαύρο ταγέρ, αλλά πάντα με το κάτι του... Θες δαντέλες στα μανίκια, θες σινουά λαιμόκοψη, θες μπουτονιέρα αέρινη και χειροποίητη, πάντα θα ξεχώριζε ακόμα και αν όλες οι γυναίκες της παρέας φορούσαν μαύρο ταγέρ. Και η γόβα, γόβα, δεν πα να πονούσε το γόνατο! Το μοναδικό άγχος της ήταν αν καθάρισε ο λιπαρός λεκές από το κερί στη φούστα. Γιατί πάντα το τσιγάρο το άναβε με το κερί. Στα τραπέζια τότε άναβαν κεριά, όχι για ατμόσφαιρα, όπως τώρα, αλλά για να διώχνουν τον καπνό από τα τσιγάρα. Αυτά τα κεριά χρησιμοποιούσε για να ανάψει το τσιγάρο της. Αποκλειόταν να ανάψει τσιγάρο όταν είχε τελειώσει τη φράση της. Σταματούσε την κουβέντα της στη μέση, έβαζε το τσιγάρο στα χείλη, τεντωνόταν να πάρει το κηροπήγιο και το έγερνε προς το μέρος της για να ανάψει. Σε κρατούσε αιχμάλωτο μέχρι να κατέβει ο καπνός στα πνευμόνια της και μετά συνέχιζε να λέει αυτό που έλεγε. Λερωνόταν συχνά με κερί γιατί συνήθως έγερνε πολύ το κηροπήγιο. Μα όσα χρόνια τη θυμάμαι, η κίνησή της αυτή δεν άλλαξε.

Τους κουραμπιέδες τους ράντιζε με ροδόνερο. Τα έπιπλά της τα γυάλιζε με κερί. Τα μόνα διακοσμητικά που έμπαιναν στο σπίτι της ήταν Γιαννιώτικα ασημικά σκαλισμένα στο χέρι. Τα τραπεζομάντιλα ήταν υφαντά και οι κουρτίνες βελούδο.
Φορούσε παλιά ινδικά φορέματα και είχε τα μαλλιά της ελεύθερα για να πάει στον μπακάλη. Φορούσε μαύρο ταγέρ με γόβες και τα μαλλιά ψηλά για να πάει στο θέατρο. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην την αναγνωρίσεις, είτε έτσι την έβλεπες, είτε αλλιώς. Όχι από την μεγάλη της ασχήμια.  Αλλά από τον αέρα της, την άνεσή της. Την ηρεμία και τη σιγουριά που έδειχνε σε κάθε βήμα της. Τη λάμψη ολοκλήρωσης στα μάτια της.

Αυτή είναι η γυναίκα που θα ήθελα να γίνω.
Η πιο άσχημη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Παιδικές αναμνήσεις....

Μικρές είχαμε ένα ροζ γαϊδαράκο, λούτρινο. Μεγάλος ήταν, μπορούσαμε να ανεβαίνουμε πάνω του και να κάνουμε πως ιππεύουμε στα εύφορα χωράφια της...Ανδαλουσίας....
Τρίχες δηλαδή... Εγώ ήμουν η μεγάλη και είχα ήδη διαβάσει αρκετά βιβλία ώστε να μη μου αρκεί η περιορισμένη φαντασία των παιχνιδιών.
Έτσι κι αλλιώς ο γάιδαρος της αδελφής μου ήταν. Και έτσι κι αλλιώς εγώ παραήμουν βαριά για να τον ιππεύω...

Της τον είχε αγοράσει ένας φίλος του μπαμπά, ο Σπηλιώρης. Είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι, δεν θυμάμαι πια που...

Ήταν μεγάλη η παρέα του πατέρα μου αλλά εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι να βγαίνουμε συνέχεια με δύο άλλα ζευγάρια, τον Σπηλιώρη και τη γυναίκα του και τον Αλέκο με τη Ζωή. 'Ήμασταν τα μόνα παιδιά στην παρέα, εγώ και η αδελφή μου. Γύρω στα 7 εκείνη, γύρω στα 9 εγώ. Τα παιδιά των άλλων ήταν μεγαλύτερα. Στην εφηβεία κάποια, κάποια ήδη φοιτητές... Οι γονείς μας παντρεύτηκαν μεγάλοι, πολύ μεγάλοι για τις εποχές εκείνες.
Στις παρέες τους η αδελφή μου ήταν πάντα η μασκότ. Χαριτωμένη, μικροσκοπική και αφελής όπως όφειλε να είναι κάθε παιδί. Εγώ ποτέ δεν ένιωθα άνετα μαζί τους. Ούτε κι αυτοί μαζί μου, νομίζω...

Ένα μεσήλικο παιδί, αυτό ήμουν πάντα. Το καμάρι των γονιών και των δασκάλων, αλλά αν το καλοσκεφτείς, λίγο τρομακτικό. Ιδιαίτερα σε μια παρέα μεσήλικων που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν άλλο. Δεν είναι και λίγο να έχεις τα μάτια ενός εννιάχρονου κολλημένα πάνω σου όταν προσπαθείς να διηγηθείς ένα σόκιν ανέκδοτο ενώ έχεις πιει και λίγο παραπάνω.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν θρίλερ θα πρέπει να με βλέπανε οι συγκεκριμένοι...
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, για κακή τύχη όλων μας εκτος της αδελφής μου και...κάποιων άλλων... το περάσαμε σχεδόν όλο μαζί.
Ταξίδια, εκδρομές και νυχτερινές έξοδοι σε ταβερνάκια αλλά και δισκοθήκες... Τρελά 80'ς. Γιακάδες, βάτες, φλούο χρώματα και "διαγωνισμοί χορού" στις "ντίσκο" και τα "πατινάζ". Και μεις, τα τσορομπίλια απο κοντά. Το ένα να χορεύει και να λυγιέται και το άλλο να κοιτάζει σοβαρό σαν να καταλαβαίνει ήδη τα πάντα.

Το γάιδαρο τον είχε ζητήσει η αδελφή μου. Από τη στιγμή που της είπε ο Σπηλιώρης "διάλεξε κάτι να σου το πάρω, μικρή", ήταν ξεγραμμένος. Το ήξερα. Η αδελφή μου ό,τι θέλει το ζητάει έτσι κι αλλιώς, αν τη ρωτήσεις κιόλας τι θέλει, σ' έχει ξεφραγκιάσει.

"Θέλω αυτόν τον γάιδαρο!".

Ο Σπηλιώρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα! Ο δόλιος υπολόγιζε κανένα δαχτυλιδάκι με κόκκινη πετρούλα, καμιά πλαστική κούκλα με ροζ φουστάνι και υπνωτιστικά γαλάζια μάτια...
Έβγαλε το χέρι από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς.
Στην τσέπη του πουκαμίσου κρατούσε τα χαρτονομίσματα...
Ο γάιδαρος ήταν τεράστιος, ροζ και απαλός.
Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να τον πληρώσει ο ίδιος, αλλά το φιλότιμο δεν το επέτρεψε...
Δεν ήταν δα και μπατίρης, ο Σπηλιώρης, εργολάβος ήταν και μάλιστα με πολλές δουλειές. Τότε οι πολυκατοικίες πουλιώνταν από τα σχέδια ακόμα, πριν καν πέσουν τα μπετά...Και πλήρωσε.


Εκτός από μένα, η άλλη παράταιρη της παρέας ήταν η μάνα μου. Βέβαια η μάνα πάντα και παντού παράταιρη νιώθει. Πόσο μάλλον τότε ανάμεσα σε ανθρώπους γλεντζέδες, γυναίκες άνετες και ελεύθερες που δεν αναρωτιόνταν τι θα μαγειρέψουν αύριο, ούτε τι θα φάνε τα παιδιά. Σήμερα γελούσαν, χόρευαν, έπιναν, έτρωγαν χωρίς υπολογισμούς. Κι όταν ερχόταν η ώρα να σκεφτούν τα υπόλοιπα και πάλι μέσα έπεφταν...

Αν με ρωτήσεις σήμερα, τι άνθρωποι ήταν αυτοί...θα σου πω άνθρωποι-παιδιά. Άνθρωποι που περνούσαν καλά σήμερα και πλήρωναν αύριο. Και κάποιες φορές πλήρωναν πιο ακριβά από ότι έπρεπε.
Αν με ρωτήσεις τι κοινό είχε ο πατέρας μου μαζί τους, θα σου πω την ανάγκη να διασκεδάσει. Νομίζω πως εκείνη την εποχή έκανε διακοπές διαρκείας. Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα!. Η δουλειά του πήγαινε καλά, τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά για να ανησυχεί για το μέλλον τους, είχε ένα σπίτι όμορφο, μια τακτική γυναίκα, μια τακτοποιημένη ζωή. Ήθελε να χαίρεται.
Αν με ρωτήσεις γιατί μ' αυτούς, θα σου πω γιατί αυτοί διασκέδαζαν χωρίς έννοιες.
Η μάνα δεν είχε κανένα κοινό μαζί τους. Θεωρούσε τη διασκέδαση επιπολαιότητα, οι μουσικές και οι χοροί της φαίνονταν χυδαίοι, το ξενύχτι αμαρτία, για να μην πω παράβαση νόμου που λέει ότι μόνο οι εγκληματίες δεν βρίσκονται στο κρεββάτι τους μετά τις 10,00. Υπερβολική πάντα!!!
Κάποια στιγμή, όταν ήμουν πια μεγάλη, μου είπε πως εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου είχε σχέσεις με τη γυναίκα του Σπηλιώρη...

Όσο κι αν κοιτούσα τότε, δεν θα μπορούσα να καταλάβω τα μυστικά των μεγάλων. Την ειρωνεία της κατάστασης, τις κρυφές πληγές τους. Ένα παιδί ήμουν, τελικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, κάποιοι πέρασαν καλά, κάποιοι προβληματίστηκαν, κάποιοι πληγώθηκαν, κάποιοι παραγκωνίστηκαν.
Μεγαλώσαμε όλοι όμως... και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλοι μαζί...

"Και πώς θα τον βγάλεις το γάιδαρο;"
"Σπηλιώρη θα τον βγάλω, βέβαια! Αφού εσύ μου τον πήρες, θα του δώσω το όνομά σου..."

Το επόμενο καλοκαίρι η ροζ γούνα του Σπηλιώρη ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα της πίσω αυλής, βρώμικη, μουχλιασμένη. Για τη γιορτή της η αδελφή μου είχε ζητήσει ένα ποδήλατο από τη νονά της.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Δεν έχω τίποτα να πω...

Χωρίς να έχω κάτι να γράψω, πληκτρολογώ.
Έκανα μια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ και σε κάποια άλλα, τυχαία!
Και πάλι δεν έχω κάτι να σχολιάσω.
Μου φαίνεται πως συμφωνώ με όλους, αλλά δεν έχω καμία διάθεση ν'ανοίξω το στόμα μου.
Φαντάζομαι τον εαυτό μου να κάθεται την όχθη ενός ποταμού και να χαζεύει το ρεύμα. Κάποια κινέζικη παροιμία δεν λέει οτι αν το κάνεις αυτό για αρκετό καιρό, θα δείς το πτώμα του εχθρού σου να περνάει;
Αλλά εγώ δεν έχω εχθρούς, όποιος θα μπορούσε να είναι εχθρός μου απλά μου είναι τόσο αδιάφορος, που καταλήγει ανύπαρκτος.
Μάλλον πρέπει να σηκωθώ το γρηγορότερο απ'αυτή την όχθη, πριν περάσει κανένα πτώμα που δεν θα είναι εχθρός μου...

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Και μετά;...

Ονειρεύομαι έναν τόπο όπου όλα τα όνειρα θα πραγματοποιούνται
Όπου θα συγκεντρώνονται άνθρωποι που έχουν όνειρα. Που μπορούν να τα περιγράψουν και που θέλουν να τα πραγματοποιήσουν
Τυχεροί αυτοί οι άνθρωποι... Τέτοιους ανθρώπους θέλω γύρω μου.
Σήμερα σκέφτηκα πολύ για τα όνειρα.
Έγραψα σ' έναν φίλο για να του περιγράψω το δικό μου όνειρο. Μια εικόνα ξεπήδησε πάλι...
Κοιτάζει έξω από το παράθυρο την κορυφή του βουνού. Ονειρεύεται να είναι εκεί. Να κοιτάζει τον ορίζοντα και τα μάτια ανεμπόδιστα να διατρέχουν την απεραντοσύνη, το μπλε.
Αναστενάζει και...ο κήπος θέλει πότισμα. Η μανταρινιές κλάδεμα και πρέπει να ψεκάσει. Τα αγριόχορτα ξαναβγήκαν...
Αναστενάζει και... τα μάτια πάλι στην απεραντοσύνη του μπλε Ο αέρας θα είναι παγωμένος στην κορυφή. Αλλά και πόσο καθαρός...
Αναστενάζει και... ώρα να μαζέψει το μυαλό...ωραία τα όνειρα, αλλά οι δουλειές δεν περιμένουν...Πότισμα καθημερινό, ξεβοτάνισμα, λιπάσματα, ψεκασμοί και μετά συλλογή καρπών, να πονούν τα χέρια, τα πόδια... και ξανά από την αρχή...
.....................................................................................
"Εγώ θα πάω!"
Κανόνισε οδηγό, κανόνισε άδεια, αγόρασε εξοπλισμό, έκανε δίαιτα, γυμναστική, και σήμερα το πρωί ξεκίνησε για το βουνό! Όχι για το βουνό, για την κορυφή!!!
Ο οδηγός λέει ότι σε μια δυο ώρες θα είναι εκεί!
Τα πόδια πονάνε, τα χέρια μάτωσαν και η αναπνοή πιάστηκε από το ελαφρύ αέρα. Μα η χαρά δίνει φτερά. Ανυπομονεί...
.....................................................................................
Σηκώθηκε από το κρεββάτι. Μάλλον σύρθηκε είναι η σωστή λέξη! Όλο το σώμα πονάει. Μεσάνυχτα περασμένα επέστρεψαν χτες με το οδηγό. Πολύ κούραση...
Χαμογελάει και... Να βάλει καφέ και δυο κουλουράκια να στυλωθεί... Περιμένει τον καφέ να ψηθεί.
Χαμογελάει και... τι ωραία που μυρίζει αυτός ο καφές! Ξύπνησε για τα καλά! Μασουλάει ένα κουλουράκι, μμμ... κανέλα. Ρίχνει μια ματιά απο το παράθυρο.
Χαμογελάει και... οι μανταρινιές γέμισαν χρυσό καρπό, ωραίο χρώμα. Βγήκαν και μαργαρίτες, θα φτιάξει ένα στεφάνι με τη μικρή, πλάκα θα' χει.
Χαμογελάει και... Αυτή η μυρωδιά... μανταρίνια, πορτοκάλια και πρωινή δροσιά... Τι όμορφος που είναι ο κήπος!....

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Βόλτα

Ήταν πολύ όμορφο το πρωινό και αφού είχα πιει τον καφέ μου και διάβασα αρκετές σελίδες από το βιβλίο μου, είπα να πάω μιά βόλτα...
Έβλεπα από μακριά τη θάλασσα να στραφταλίζει κάτω από πεντακάθαρο ουρανό, άνοιξη, τα πουλιά χορωδία και τ' αεράκι δροσιστικό , έβγαλα την απόφαση να πάω προς παραλία.
Βούτηξα το ψαθάκι μου και δυο στροφές τραγουδιστές και να μαι!
Πήρα το μονοπάτι που περνούσε απ' τα χωράφια. Μ' άρεσε να κοιτάζω γύρω γύρω... Γιορτή, και ανυπομονησία για το καλοκαιράκι που είχε ήδη στείλει τα χαιρετίσματα Μυρωδιές από χόρτα ξερά και χώμα που τα 'χε ρουφήξει τα νερά του και τώρα το μυζούσαν βλαστάρια βυζανιάρικα, νεούδια μοσκομυριστά.
Και ποιος να δουλέψει στα χωράφια.... Θες το ψαθάκι, θες το κόκκινο το φουστάνι μου, θες τα μπανιερά στην τσάντα, πριν καλοστρίψω στην πεζούλα, είχα παρέα κάμποσα φιλαράκια.
Γέλια, φωνές, κουβέντες, τα σκάσαμε τα πουλιά, τους πήραμε τη δόξα και πετούσαν μακριά απ' όπου περνούσαμε....
Η ψυχή μου γελούσε. Η λιακάδα είχε τρυπώσει και φώτιζε το μέσα μου. Τα παιδιά γίνανε δυάδες να περάσουμε το μονοπάτι το στενό. Κρατήθηκαν από το χέρι κι ακούμπησαν τους ώμους, αλλά τα γέλια και τα τραγούδια δεν σταμάτησαν. Και μετά που πλάτυνε το μονοπάτι...τα χέρια δεν αφέθηκαν, και οι ώμοι δεν ξεμάκρυναν, και το κόκκινο φουστάνι μου να χαϊδεύει ένα αγορίστικο γόνατο, και η καρδιά μου να χορεύει και να φτεροκοπά.
Δυο είπαν να λοξοδρομίσουν για το πηγάδι, να γεμίσουν τα παγούρια με νερό, τους βλέπαμε από ψηλά και να σου τα γέλια και τα πειράγματα... άλλοι δυο πιάσανε το χορό και δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, καθυστερούσαν
"'Έβαλε ζέστη" είπα, και με ρώτησε αν θέλω να πάμε από το δάσος για πιο δροσιά... "Ναι, είπα, θα φτάσουμε και πιο γρήγορα στην παραλία". Είπε πως πάντα του άρεσε η θάλασσα, αλλά είχε πολύ δουλειά στο ύψωμα. Την έβλεπε από κει ψηλά και την καμάρωνε, φανταζόταν το νερό να τον δροσίζει και καιγόταν διπλά στο λιοπύρι το καλοκαίρι. "Ελα μαζί μου, του είπα, θα σου δείξω το δρόμο και θα έρχεσαι όσο συχνά θέλεις". Συμφώνησε αλλά μου ζήτησε να περάσουμε από το ποτάμι να σφίξει τα δεσίματα στο γεφυράκι.
Λοξοδρομήσαμε μέσα στο πράσινο και ήταν τόσο όμορφα να μιλάμε και να περπατάμε ανάμεσα στα δέντρα...
Φτάσαμε στο γεφύρι, και πήγα μια βόλτα για να μαζέψω λουλούδια και βατόμουρα.
Όταν γύρισα στο γεφύρι τον είδα στην αντικρινή πλευρά. Του φώναξα και μου είπε να το περάσω το γεφύρι. "Δεν θα πάμε στη θάλασσα;" ρώτησα, και μου είπε ναι και βέβαια μα θα χρειαζόμασταν νερό και υπήρχε μια πηγή εκεί κοντά. Ευκαιρία ήταν...
Πέρασα το γεφύρι τρέχοντας για να βρεθώ κοντά του. Με πήρε από το χέρι και βγήκαμε ξανά σε ένα μονοπάτι που περνούσε από χωράφια.
Έριξα τη ματιά μου κατά τη θάλασσα και είπα "Απομακρυνόμαστε, μην αργήσουμε, ας μή χάσουμε τέτοια όμορφη μέρα". Με κοίταξε και είπε να μην είμαι κουτή, η θάλασσα δεν φεύγει από κει που είναι, ας τελειώσουμε τις δουλειές μας και θα πάμε.
Θύμωσα λίγο και είπα "Σήμερα είναι μέρα γιορτινή, δεν έχω δουλειές γιατί χθες δούλεψα διπλά. 'Ελα, ας μη χάσουμε τον ήλιο, αύριο τελειώνει η σχόλη και θα γυρίσουμε ξανά στη δουλειά". Μου χαμογέλασε και είπε ότι σε δυο λεπτά δρόμο θα φτάσουμε στη διχάλα που οδηγεί στη θάλασσα.
Και όταν φτάσαμε, η χαρά μου ήταν τέτοια που έστριψα και άρχισα να τρέχω γελώντας και λαχανιάζοντας.
Ξαφνικά ανοίχτηκε μπροστά μου ένα έλος!!! Κατατρόμαξα και σχεδόν έπεσα μέσα. Γύρισα να τον δω και με περίμενε δυο βήματα πίσω. Τον κοίταξα με τρόμο, θυμό και απόγνωση. "Πού με πας;"
Ζήτησε συγνώμη χίλιες φορές, είπε πως το ήξερε ότι υπήρχε βάλτος αλλά νόμιζε πως θα είχε στεγνώσει, πως ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν μπορούσε να μου πει πως φοβάται τη θάλασσα, πως ήθελε να είναι προετοιμασμένος για όλα όσα θα μπορούσαν να του συμβούν εκεί, πως μια μέρα ήταν στο κάτω κάτω και όταν θα ζέσταινε ο καιρός θα μπορούσαμε να πάμε. Είπε πολλά, είπε ότι με αγαπάει, αλλά εγώ ήθελα να φύγω. Δεν ήξερα πως να γυρίσω πίσω και ήμουν ήδη πολύ κουρασμένη. Τον ακολούθησα ξανά μέχρι τη διχάλα. Η φτερωτή ψυχή μου ήταν ήσυχη, σαν να κλωσούσε πιτσιλωτά αυγουλάκια σε μια φωλιά στην κορφή ενός δέντρου. Δεν φτεροκοπούσε πια, αλλά κάτι περίμενε....
Και ήξερα πως όταν φτάναμε στη διχάλα του δρόμου....

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Το Σκυλί του Ωρίωνα!

http://www.youtube.com/watch?v=lh-IndN7Z-g&feature=related

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει;

Με αφορμή μια θεατρική παράσταση, που δυστυχώς δεν είδα, αλλά για τη οποία άκουσα τόσα πολλά, σκέφτομαι!

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει;

Πριν λίγο καιρό θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη, ο έρωτας!
Και ως αιώνια ρομαντική και επί δεκαεπτά συναπτά ερωτευμένη με τον ίδιο χοντρό πλην τίμιο, θα υπερασπιζόμουν την άποψή μου με το ζήλο του εθισμένου στις ουσίες του έρωτα.
Εδώ και λίγο καιρό όμως, η ζωή μου δίνει απανωτά χαστουκάκια για να ξυπνήσω...
Μέχρι τώρα αναρωτιόμουν γιατί, μέχρι που πήρα την απόφαση να σταματήσω να ασχολούμαι με ανθρώπους και να καταπιαστώ με τα συναισθήματα.
Κατάλαβα λοιπόν ότι αυτά είναι που μας κάνουν να πελαγοδρομούμε στις ρότες της ζωής μας, των ζωών, γενικώς...
Νομίζω τελικά πως αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει, είναι τα συναισθήματά του. Το βάθος, η ένταση και η ποιότητα των συναισθημάτων του.
Έτσι, ο έρωτας σε κάνει ν' ανθίζεις και να σκορπάς ευωδιές, η αγάπη ζεσταίνει εσένα και όποιον βρίσκεται γύρω, το πάθος σε καίει και σαν τη φωτιά μαζεύει ανθρώπους γύρω σου αλλά δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει πολύ, η ζήλια δηλητηριάζει, καταστρέφει σαν το οξύ, η ευγνωμοσύνη ανοίγει τις πόρτες σαν αεράκι ανοιξιάτικο, η αγνωμοσύνη και η αχαριστία τις κλείνουν, η χαρά σε κάνει παιδί και η μιζέρια γέρο. Και ο θυμός...δεν ξέρω....μήπως σαν μπόρα δυνατή σε τρομάζει, σε μαστιγώνει με αέρα και νερό, σε κάνει να κρύβεσαι κάτω από τα σκεπάσματα ακούγοντας τον να φυσομανάει και να αστραποβροντά.. και ξαφνικά... ανοίγεις τα μάτια και τα πάντα λάμπουν φρεσκοπλυμένα και καθαρά κάτω από τον ολόλαμπρο ήλιο!!!
Και μόνο κάποιο λυγισμένο δέντρο, κάποιο σπασμένο κεραμίδι, κάποιο σπασμένο τζάμι, μικροπράγματα, θυμίζουν το κακό που πέρασε.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Κάθησα στην άκρη. Δεν ήθελα να με βλέπουν, δεν ήθελα να με ρωτήσουν τι κάνω, πώς πάει, τα παιδιά καλά;
Έριξα και τη φράντζα μπρός στα μάτια μου. Ούτε να τους βλέπω ήθελα.
Θα σου την κόψω κι άλλο, να φαίνονται τα μάτια σου... Κόψε όσο θες, Απόστολε, φιλάρισέ τα και λίγο πίσω...
Ευτυχώς που μάκρυναν απο τότε και φτάνει η φράντζα να κρυφτώ πίσω της...
Ψηλά το κεφάλι, μην καμπουριάζεις... άσε μας, ρε μάνα...
Έκλεισα τα μάτια να ηρεμήσω λίγο. Συγκεντρώθηκα στην αναπνοή μου...Έτσι κι αλλιώς πάντα λοξή με θεωρούσαν, δεν με ένοιαζε αν με κοιτούσαν.
Εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή....
Ένα γαλάζιο φώς απλώθηκε μέσα μου....
Εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή..., εισπνοή...,
Οι χτύποι της καρδιάς επιβραδύνθηκαν....
Εισπνοή.., εκπνοή..., εισπνοή..., εκπνοή...,
Μια μεταλλική γεύση ήρθε στο στόμα μου...
Εισπνοή..., εκπνοή..., εισπνοή...,
Σήκωσα αργά το κεφάλι,
Εισπνοή..., εκπνοή...,
Άνοιξα τα μάτια...
Εισπνοή...,
Μπάμ!

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Η πεντάμορφη και το τέρας...

Η Γυναίκα είναι το κόσμημα ανάμεσα στα έμψυχα, το αριστούργημα της Πλάσης, αυτή που συντηρεί τη φωτιά της εστίας και τρέφει τη Ζωή με το γάλα της।
Η Γυναίκα είναι παντοδύναμη γι'αυτό τη φοβήθηκαν। Την ταπείνωσαν, έντυσαν το σώμα της με ρούχα και το πνεύμα της με ενοχές και σκοτάδι।
Κι όταν μετατρέψεις τη χάρη σε προστυχιά, την απόλαυση σε ενοχή, όταν συντηρείς χωρίς να σέβεσαι, όταν δίνεις υποχρεώσεις χωρίς να αναγνωρίζεις δικαιώματα, όταν καταλογίζεις ευθύνες χωρίς να προσφέρεις αναγνώριση, δημιουργείς ένα Τέρας, Άγριο Θηρίο। Και η Αγάπη που μόνο η Γυναίκα ήξερε να κρατάει στα χέρια της, γίνεται ένα διαμάντι στα χέρια ενός Θηρίου। Θα πεταχτεί στις λάσπες, θα ποδοπατηθεί και θα βρομίσει। Θα ξεχαστεί। Κι όλα αυτά γιατί η Γυναίκα δεν σκέφτηκε ποτέ πως έχει τη δύναμη να τ' αλλάξει όλα। Πως μπορεί να γεννήσει έναν καινούριο κόσμο μαζί με τα παιδιά που γεννάει και μεγαλώνει।
Κι αν το σκέφτηκε, αφέθηκε στο τέλος। Υπέκυψε και δέχτηκε το μήλο। Αυτό ήταν το πεπρωμένο της।

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011


Μετά τα "Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά","Κλειστόν λόγω μελαγχολίας". Κύριε Μουσρελά, σας κατακλέψαμε...
Τα μαλλάκια μου τείνουν πλέον προς το καστανό (αν και ο ήλιος πάντα τα κάνει να "κοκκινίζουν"). Και τα παραθυράκια μου πλέον κλειστά λόγω μελαγχολίας.


Καλά είμαι και μόνη μου, δε λέω. Πάντα κάναμε καλή παρέα με τον εαυτό μου. Αλλά, να, τώρα θα θέλαμε πολύ να μπει και κάποιος τρίτος στην παρέα...

Τα μαλλάκια μου μάκρυναν, τα περιποιούμαι και είναι απαλά και ευωδιάζουν. Το μόνο που τους λείπει είναι ένα χάδι...και τα μάγια θα λυθούν...
Μόνο που γεμίσαμε μαγεμένες πριγκίπισσες και οι ήρωες δεν προλαβαίνουν..Οι Δον Κιχότες πολεμούν ανεμόμυλους και μόνο κάτι ταλαίπωροι Σάντσο Πάντσα διατρέχουν την υφήλιο πάνω στα γαϊδουράκια τους.
Αλλά ποια πριγκίπισσα ξύπνησε ποτέ από το χάδι ή το φιλί του Σάντσο Πάντσα;