Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Σπίτι μου, σπιτάκι μου!

Ο κυρ-Παναγιώτης πήρε το οικόπεδο όταν κατέβηκε από το χωριό. Γούβα τη λέγανε την περιοχή, και γούβα ήταν, μάζευε όλο το βροχόνερο και λάσπιαζε ο τόπος... Ήταν όμως κοντά στη μεγάλη πλατεία, τρεις δρόμους πίσω από τα "καλά" τα σπίτια, που μένανε οι έμποροι, οι οικογένειες πάνω, και κάτω, στο ισόγειο τα μαγαζιά τους... Φτηνό και το οικόπεδο...
Έφτιαξε με πέτρα δυο δωμάτια. Ένα στη φάτσα και τ' άλλο πίσω. Τα 'κανε μεγάλα όμως, είχε τα σχέδιά του... Περίφραξε και το οικόπεδο, και άφησε χώρο μεγάλο στη φάτσα, άνοιγμα για να περνάει το κάρο με τ' άλογο.
Το μπροστινό το δωμάτιο το' κανε κρασοπωλείο. Στην άκρη στοίβαζε και τα κάρβουνα. Το πρωί φόρτωνε το κάρο με τα κάρβουνα και γύρναγε την πόλη να πουλήσει. Τ' απόγευμα στην ταβέρνα. Ήρθανε κι οι πρόσφυγες μετά, μαζευόταν κόσμος στην ταβέρνα...

 Τ' άλογο τ' αγαπούσε πολύ. Του 'φτιαξε στάβλο, πίσω στην αυλή με το πατημένο χώμα, έβαλε και κρουνό, βρύση, να βλέπει το άλογο το νερό που τρέχει, να μη σιχαίνεται να πιει.  Γιατί το άλογο συχαινόταν όταν πηγαίνανε τα τσορομπίλια και πίνανε νερό από το στόμιο της βρύσης και πλένανε και τα χέρια τους στον κουβά. Τότε ο κυρ-Παναγιώτης τα'διωχνε..."Αμέτε απ' εδώ, μωρέ... Δεν σας είπα μακριά απ' τον κουβά; Θα μου το σκάσετε τ' άλογο..."
Πέντε του 'κανε η κυρά του. Δυο αγόρια, τρία κορίτσια. Είχε προίκες λοιπόν να φτιάξει... Όχι τρεις, δύο... η Παρασκευούλα του γεννήθηκε μες την Κατοχή. Πείνα, κακουχίες, βγήκε άρρωστο το παιδί. Μογγολάκι το λέγανε αλλά δεν ήτανε Μογγολάκι, δικό του παιδί ήτανε και τ' αγαπούσε, μόνο που ήτανε άρρωστο. Προίκα δεν τού 'φτιαξε...
Η κυρά πάστρευε τα τσορομπίλια όλη μέρα, και τ' απόγευμα φύτευε κηπευτικά στην αυλή. Δεν τη λέγανε αυλή τότε. "Πίσω" τη λέγανε... Ήταν ένας χώρος με πατημένο χώμα, το σταύλο και το "αποχωρητήριο" στη μιά πλευρά και τη βρύση στην άλλη. Γύρω γύρω φύτευε η κυρά τα κηπευτικά της να ταίσει τα στόματα...
Στο μεγάλο δωμάτιο, "πίσω" το λέγανε κι αυτό γιατί ήταν πίσω απο την ταβέρνα, ζούσε η οικογένεια. Είχανε και μιά κατσίκα για το γάλα της ένα φεγγάρι.
Μεγαλώνανε τα παιδιά και μεγάλωνε και το σπίτι. Κάνανε κουζίνα και καμπινέ μέσα, κάνανε και ξεχωριστό δωμάτιο για τον κυρ-Παναγιώτη και την κυρά...
Τ' αγόρια φύγανε... ένα στην Αθήνα, ένα στην Αμερική.... Τα κορίτσια μεγαλώνανε κι αυτά, πήγανε Γυμνάσιο, σε λίγο οι γαμπροί θα μπαίνανε στο σπίτι.
Ρίξανε κολώνες, σηκώσανε όροφο... Το πάνω σπίτι των κοριτσιών. Το δώσανε και στις δύο. Τόσο έφτανε η κουβέρτα τους...
Κι όταν με το καλό ήρθαν οι γαμπροί, όλα γίνανε με τη σειρά και καθώς πρέπει... Η μεγάλη παντρεύτηκε στην Αθήνα. Το μερίδιό της το πούλησε στην αδελφή της. Ο γαμπρός της μικρής κρατιόταν από καλό σόι... Πλούσιος, έμενε στο κέντρο, σε συνοικία του καλού κόσμου. Δεν γινόταν να μένει στη Γούβα, πλάι στα προσφυγικά....
Το 'φτιαξε όμως το σπίτι το πάνω, θα το νοίκιαζε.
Κάτω μείνανε οι δυο τους, ο κυρ-Παναγιώτης και η κυρά. Η Παρασκευούλα, έφυγε... την κηδέψανε στης Παναγίας το κοιμητήριο. Στο σπίτι έμεινε ένα πορτραίτο της σε οβάλ κορνίζα.
Ο γιος ο μεγάλος γύρισε. Δεν τον σήκωσε η Αθήνα. Τον μάζεψε και ο κυρ-Παναγιώτης, "'Οσα χαλάς εσύ εκεί μόνος σου, εδώ ζούμε οικογένεια ολόκληρη και βάζουμε και στην πάντα", του 'γραψε...
Ήρθε ο μεγάλος, δούλεψε, έκανε μαγαζί, έκανε εμπόριο, στο τέλος όμως τον κέρδισε η θάλασσα. "Καλά λεφτά, μάνα..."
Το σπίτι, άλλαζε... χτίσανε το στάβλο, τον κάνανε αποθήκη, άλογο δεν είχαν πια, ούτε πόδια είχε πια ο κυρ-Παναγιώτης να γυρίζει την πόλη. Για την ταβέρνα μόνο τον βγάζανε, αλλά του 'κανε η κόρη η μικρή μούτρα, κυρία χρυσοχόου, πια, δεν γινόταν να είναι και κόρη ταβερνιάρη. Κουράστηκε κι ο κυρ-Παναγιώτης και την έκλεισε την ταβέρνα. Να ξεκουραστεί, είπε.
Δυο δωμάτια την κάνανε την ταβέρνα. Έφερε ο γιος ο μεγάλος νύφη προσφυγοπούλα, νοικοκυρά. Κουκλιά τα 'κανε τα δωμάτια. Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι. Κουζίνα και μπάνιο κοινά με τα πεθερικά. Να τους φροντίζει, να' χει κι αυτή μια παρέα που 'λειπε ο άντρας της.
Κυρά και νύφη όμως.... δεν πήγανε καλά. Είχε κι η κυρά τα δικά της....Πέντε παιδιά έκανε και 'μεινε με την ξένη. Μα κακία και αδικία μες το σπίτι, το βαρύνανε. Ο κυρ-Παναγιώτης έπεσε στο κρεββάτι. Τα πόδια του είχαν περπατήσει αρκετά. Δεν τον βαστούσαν άλλο. Η νύφη τον αγάπαγε, τον φρόντιζε και μια φορά που 'φυγε η κυρά του στη μεγάλη την κόρη στην Αθήνα, του 'φτιαξε ένα κιλό κιμά μπιφτέκια. Έβρασε και χόρτα και τα φάγαν όλα οι δυο τους μεσημέρι βράδυ. Η κυρά ήταν σφιχτή, πολύ σφιχτή, το φαΐ στο σπίτι πάντα μετρημένο στο πιατάκι το μικρό. Κι η νύφη έγκυος. Λίγδωσε τ' άντερο τους μια βδομάδα που έλειψε η κυρά.
Η εγγόνα του τον τάιζε στο στόμα. Την πίθωνε η μάνα της στο κρεββάτι του και η μικρή του 'κανε χαρές. Οι άλλες οι εγγόνες, οι μεγαλύτερες μέναν μακριά. Οι μεγάλες στην Αθήνα, οι μικρές, σ' άλλον κόσμο. Κι ο εγγονός, είχε το όνομά του, αλλά έμενε στην Αμερική και τον φωνάζανε Πιτ. Τούτη η δω, η τελευταία, ήρθε στο σπίτι και του 'δωσε ζωή. Φύγαν οι υγρασίες του χειμώνα, άναβε η κυρά τη σόμπα λίγο παραπάνω να ζεσταθεί το βρέφος. Του 'χε αδυναμία κι αυτή γιατί είχε τ' όνομά της.
Ένα βράδυ ο κυρ-Παναγιώτης μίλησε στο σπίτι. "Εγώ σε έχτισα αλλά εσύ με στήριξες" του 'πε. "Εγώ φτάνω μέχρι εδώ. Σε σένα αφήνω το σπόρο μου, τη μικρή. Στήριξέ τον κι αυτόν όπως στήριξες και μένα. Σου την εμπιστεύομαι. Στέγασέ την, προστάτεψέ την. Αυτή είναι η δουλειά σου. Να στεγάζεις και να προστατεύεις τη ζωή που ζει μέσα σου. Όσο αντέχεις..."
Έφυγε ο κυρ-Παναγιώτης και το σπίτι, μαύρισε.
Η κυρά λευτερώθηκε, έγινε αφέντρα. Κι όταν φτάσανε οι κουβέντες να γίνουν χοντρές, πήρε ο γιος γυναίκα και παιδί και έφτιαξε σπίτι δικό του. Διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Βοήθησε κι η νύφη, πούλησε την προίκα της, δούλεψε, ξενύχτησε.
Και γύρισε ο καιρός, και από πέντε γέννες, αυτή ήταν που έδωσε στην πεθερά της το τελευταίο ποτήρι νερό. Η ξένη.
Το σπίτι πάλιωσε... Η νύφη το πόναγε όμως...ήταν η προίκα της κόρης της.... Κάθε φορά που φεύγανε από το σπίτι, απο επίσκεψη στη γιαγιά, της μίλαγε γι αυτό...Πόσο όμορφα ήταν τα μωσαϊκά, πώς θα μεγάλωνε ο χώρος αν μετέφεραν το μπάνιο στο πίσω δωμάτιο, πώς θα έδειχνε η αυλή πλακοστρωμένη....
Κι όταν η κόρη μεγάλωσε και μπορούσε πια να υπογράψει για να πάρει το σπίτι, πουλήσανε το διαμέρισμα. Έβαλαν μαστόρους, ρίξανε τοίχους, χτίσανε άλλους, έξι μήνες το πάλευαν...
Το σπίτι έγινε καινούριο. Έλαμπε. Το μόνο που δεν πειράξανε ήταν η πόρτα. Παλιά, σιδερένιος σκελετός και τζάμι για να μπαίνει το φως.
Το δωμάτιο που ήταν η ταβέρνα το δώσανε στην κόρη. Εκεί που τη φτιάξανε, εκεί κοιμότανε... κι όταν μετά από λίγα χρόνια ήρθε ο γαμπρός να τη ζητήσει, ο γιος κι η νύφη του κυρ-Παναγιώτη νοικιάσανε ένα διαμέρισμα και στείλανε εκεί τα πράγματά τους.
"Το σπίτι είναι δικό σου, της είπαν. Στέγασε και προστάτεψε την οικογένειά μας πάνω από μισόν αιώνα. Μην το πουλήσεις."
Ένα βράδυ, λίγο πριν το γάμο της, είχε μείνει μέχρι αργά να τακτοποιήσει δώρα και να ετοιμάσει πράγματα. Όταν τελείωσε κάθισε στον ολοκαίνουριο καναπέ και κοίταξε γύρω της.
"Το σπίτι δεν είναι δικό μου", σκέφτηκε. "Με στεγάζει και με προστατεύει, όπως στέγασε και προστάτεψε τόσους ανθρώπους πριν από μένα. Το σπίτι ήταν εδώ όταν γεννήθηκαν και όταν πέθαναν οι άνθρωποι που είναι η ιστορία μου, το παρελθόν μου. Είναι εδώ για να στεγάσει και να προστατέψει το παρόν και το μέλλον μου." Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε το σπίτι πραγματικά δικό της.

Το σπίτι είχε γεράσει... Οι τοίχοι έβγαζαν υγρασία κάθε χειμώνα. Κάθε καλοκαίρι το έβαφαν και το χειμώνα μάζευε ξανά. Ο γαμπρός ήταν νοικοκυρόπαιδο. Δεν το άφηνε, κάθε ζημιά διορθωνόταν αμέσως. Στα τέσσερα χρόνια του γάμου τους το ανακαίνισαν. Στα εννιά πάλι. Είχαν πια και ένα αγόρι. Το κοίμιζαν στο δωμάτιο που ήταν ταβέρνα. Έπαιζε στην αυλή όπου κάποτε ο κυρ-Παναγιώτης ξύστριζε το άλογο και έδιωχνε τα τσορομπίλια που γυρνούσαν γύρω γύρω σαν τις μύγες. Του έδειχναν πού ήταν η βρύση παλιά και του εξηγούσαν ποιος ήταν αυτός που ο δρόμος τους είχε το όνομά του.

Όσες ανακαινίσεις κι αν έκαναν, δεν άλλαξαν ποτέ την πόρτα. Κράτησαν την παλιά σιδερένια πόρτα με το τζάμι. Η εγγονή του κυρ-Παναγιώτη επέμενε. Έλεγε ότι ο ήχος που κάνει η πόρτα κάθε φορά που κλείνει, της θυμίζει ότι είναι στο σπίτι της. Αυτό όμως ήταν ψέμα. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει και μετά τα βήματα στο διάδρομο, της δείχνουν ότι κάποιος δικός της μπήκε στο σπίτι.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Πρότυπα ομορφιάς...


Leve Frederic Louis A harem Beauty Seated On A Leopard Skin
Η Χρυσαυγή ήταν άσχημη! Αυθεντικά άσχημη, σου λέω...

Τεράστιο μέτωπο, γαμψή μύτη, μαλλιά που κρέμονταν σαν μαρουλόφυλλα αριστερά και δεξιά από το πρόσωπό της. Στόμα; Τεράστιο, με δόντια πεταχτά, μεγάλα και κίτρινα από τον καφέ και το τσιγάρο. Παχιά, όχι δεν ήταν... αλλά καμπούριαζε και μετά τα πενήντα, που τη χτύπησε η οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο, κούτσαινε κιόλας. Το δέρμα της θύμιζε πετσί, ξεραμένο στον ήλιο και μαυρισμένο από τον καιρό. Κι όταν γελούσε... τα δόντια της πετάγονταν ακόμα περισσότερο. Πετάγονταν και οι μύες του λαιμού και το δέρμα τεντωνόταν στις κλείδες...χάλια!

Ήταν η αγαπημένη μου γειτόνισσα. Και της μάνας και του πατέρα, και όποιου τη συναντούσε. Τη θαύμαζα τόσο που ακόμα και σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να τη σκέφτεται σαν μία από τις πιο γοητευτικές γυναίκες που γνώρισα. Γίνεται; Θα μου πεις!

Κι όμως γίνεται! Πώς; Δεν έχω ιδέα! Δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την οξύμωρη μεταμόρφωση που συντελούνταν μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα.
Τη θυμάμαι να φοράει συχνά ένα μοβ φουστάνι ινδικό. Ξέρεις, που το ύφασμα είναι σαν γάζα... Δεν την πείραζε που ήταν λίγο διαφανές, σιγά μην την πείραζε...
Καθόταν στην καρέκλα και μάζευε το ένα πόδι στο στήριγμά της. Μάλλον το πονεμένο ήταν, αλλά πού να το καταλάβεις έτσι που άρχιζε να μιλάει και να σε ταξιδεύει μέσα στο χώρο και το χρόνο...
Ότι κι αν έλεγε ήταν σαν να περιέγραφε ταξίδι... Με φωνή μακρόσυρτη, ανατολίτικη και βαριά από το τσιγάρο... Σαν να τραγούδαγε ταξίμια...και τα χέρια να φτιάχνουν και να αγγίζουν αυτό που δεν έβλεπες...θεατρικά... και στο τέλος πάντα γελούσε σαν να ήθελε να σε ξυπνήσει και να πατήσεις πάλι στη γη, απαλά όμως... Σαν να ερχόταν από μακριά αυτό το γέλιο, κελαρυστό, να σε λίκνιζε σιγά σιγά,να σε απόθετε στη γη, και να σου χάιδευε το πρόσωπο φευγαλέα, σαν να πέταξε ένα πουλί πολύ κοντά σου και τώρα πάει , έφυγε και δεν πρόλαβες να το δεις. Μόνο το' νιωσες....
Έλεγε, ας πούμε, για τη λαϊκή, που πήγε και πήρε ντομάτες κατακόκκινες φωτιά, και ζουμερές ζουμερές σαν τη νταρντάνα τη Μαρία την απέναντι... και να σου το γέλιο πάλι, εκεί που εσύ έβλεπες τη Μαρία, ντομάτα και τη ντομάτα Μαρία, να σε προσγειώσει και να ξεκαρδιστείς. Σκέψου να σου περιέγραφε έργα θεατρικά και παραστάσεις μπαλέτου όπου πήγαινε συχνά, λόγω κόρης χορεύτριας.

Ο άντρας της ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, παρακαλώ. Η ίδια δήλωνε απλή νοικοκυρά, αν και μόνο απλή δεν ήταν.
Τη θυμάμαι κάποια βράδια ντυμένη κοκέτα να έρχεται στο σπίτι για ένα τσιγαράκι μέχρι να φέρει ο Μάκης τ' αυτοκίνητο. Πώς γινόταν αυτή η μεταμόρφωση; Κραγιόν κόκκινο της φωτιάς πάντα. Και τα μάτια βαμμένα έντονα με μολύβι μαύρο και μάσκαρα πολύ. Και σκουλαρίκια μεγάλα γιατί τα μαλλιά τα είχε κότσο όταν έβγαινε. Κομμωτήριο δεν πήγαινε ποτέ. Τα μαλλιά της τα είχε πάντα μέχρι τους ώμους για να πιάνονται. Τα κούρευε μόνη της και δεν τα έβαφε ποτέ. Φορούσε μαύρα συνήθως για τα επίσημα ή τις βραδυνές εξόδους. Μαύρο ταγέρ, αλλά πάντα με το κάτι του... Θες δαντέλες στα μανίκια, θες σινουά λαιμόκοψη, θες μπουτονιέρα αέρινη και χειροποίητη, πάντα θα ξεχώριζε ακόμα και αν όλες οι γυναίκες της παρέας φορούσαν μαύρο ταγέρ. Και η γόβα, γόβα, δεν πα να πονούσε το γόνατο! Το μοναδικό άγχος της ήταν αν καθάρισε ο λιπαρός λεκές από το κερί στη φούστα. Γιατί πάντα το τσιγάρο το άναβε με το κερί. Στα τραπέζια τότε άναβαν κεριά, όχι για ατμόσφαιρα, όπως τώρα, αλλά για να διώχνουν τον καπνό από τα τσιγάρα. Αυτά τα κεριά χρησιμοποιούσε για να ανάψει το τσιγάρο της. Αποκλειόταν να ανάψει τσιγάρο όταν είχε τελειώσει τη φράση της. Σταματούσε την κουβέντα της στη μέση, έβαζε το τσιγάρο στα χείλη, τεντωνόταν να πάρει το κηροπήγιο και το έγερνε προς το μέρος της για να ανάψει. Σε κρατούσε αιχμάλωτο μέχρι να κατέβει ο καπνός στα πνευμόνια της και μετά συνέχιζε να λέει αυτό που έλεγε. Λερωνόταν συχνά με κερί γιατί συνήθως έγερνε πολύ το κηροπήγιο. Μα όσα χρόνια τη θυμάμαι, η κίνησή της αυτή δεν άλλαξε.

Τους κουραμπιέδες τους ράντιζε με ροδόνερο. Τα έπιπλά της τα γυάλιζε με κερί. Τα μόνα διακοσμητικά που έμπαιναν στο σπίτι της ήταν Γιαννιώτικα ασημικά σκαλισμένα στο χέρι. Τα τραπεζομάντιλα ήταν υφαντά και οι κουρτίνες βελούδο.
Φορούσε παλιά ινδικά φορέματα και είχε τα μαλλιά της ελεύθερα για να πάει στον μπακάλη. Φορούσε μαύρο ταγέρ με γόβες και τα μαλλιά ψηλά για να πάει στο θέατρο. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην την αναγνωρίσεις, είτε έτσι την έβλεπες, είτε αλλιώς. Όχι από την μεγάλη της ασχήμια.  Αλλά από τον αέρα της, την άνεσή της. Την ηρεμία και τη σιγουριά που έδειχνε σε κάθε βήμα της. Τη λάμψη ολοκλήρωσης στα μάτια της.

Αυτή είναι η γυναίκα που θα ήθελα να γίνω.
Η πιο άσχημη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Παιδικές αναμνήσεις....

Μικρές είχαμε ένα ροζ γαϊδαράκο, λούτρινο. Μεγάλος ήταν, μπορούσαμε να ανεβαίνουμε πάνω του και να κάνουμε πως ιππεύουμε στα εύφορα χωράφια της...Ανδαλουσίας....
Τρίχες δηλαδή... Εγώ ήμουν η μεγάλη και είχα ήδη διαβάσει αρκετά βιβλία ώστε να μη μου αρκεί η περιορισμένη φαντασία των παιχνιδιών.
Έτσι κι αλλιώς ο γάιδαρος της αδελφής μου ήταν. Και έτσι κι αλλιώς εγώ παραήμουν βαριά για να τον ιππεύω...

Της τον είχε αγοράσει ένας φίλος του μπαμπά, ο Σπηλιώρης. Είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι, δεν θυμάμαι πια που...

Ήταν μεγάλη η παρέα του πατέρα μου αλλά εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι να βγαίνουμε συνέχεια με δύο άλλα ζευγάρια, τον Σπηλιώρη και τη γυναίκα του και τον Αλέκο με τη Ζωή. 'Ήμασταν τα μόνα παιδιά στην παρέα, εγώ και η αδελφή μου. Γύρω στα 7 εκείνη, γύρω στα 9 εγώ. Τα παιδιά των άλλων ήταν μεγαλύτερα. Στην εφηβεία κάποια, κάποια ήδη φοιτητές... Οι γονείς μας παντρεύτηκαν μεγάλοι, πολύ μεγάλοι για τις εποχές εκείνες.
Στις παρέες τους η αδελφή μου ήταν πάντα η μασκότ. Χαριτωμένη, μικροσκοπική και αφελής όπως όφειλε να είναι κάθε παιδί. Εγώ ποτέ δεν ένιωθα άνετα μαζί τους. Ούτε κι αυτοί μαζί μου, νομίζω...

Ένα μεσήλικο παιδί, αυτό ήμουν πάντα. Το καμάρι των γονιών και των δασκάλων, αλλά αν το καλοσκεφτείς, λίγο τρομακτικό. Ιδιαίτερα σε μια παρέα μεσήλικων που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν άλλο. Δεν είναι και λίγο να έχεις τα μάτια ενός εννιάχρονου κολλημένα πάνω σου όταν προσπαθείς να διηγηθείς ένα σόκιν ανέκδοτο ενώ έχεις πιει και λίγο παραπάνω.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν θρίλερ θα πρέπει να με βλέπανε οι συγκεκριμένοι...
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, για κακή τύχη όλων μας εκτος της αδελφής μου και...κάποιων άλλων... το περάσαμε σχεδόν όλο μαζί.
Ταξίδια, εκδρομές και νυχτερινές έξοδοι σε ταβερνάκια αλλά και δισκοθήκες... Τρελά 80'ς. Γιακάδες, βάτες, φλούο χρώματα και "διαγωνισμοί χορού" στις "ντίσκο" και τα "πατινάζ". Και μεις, τα τσορομπίλια απο κοντά. Το ένα να χορεύει και να λυγιέται και το άλλο να κοιτάζει σοβαρό σαν να καταλαβαίνει ήδη τα πάντα.

Το γάιδαρο τον είχε ζητήσει η αδελφή μου. Από τη στιγμή που της είπε ο Σπηλιώρης "διάλεξε κάτι να σου το πάρω, μικρή", ήταν ξεγραμμένος. Το ήξερα. Η αδελφή μου ό,τι θέλει το ζητάει έτσι κι αλλιώς, αν τη ρωτήσεις κιόλας τι θέλει, σ' έχει ξεφραγκιάσει.

"Θέλω αυτόν τον γάιδαρο!".

Ο Σπηλιώρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα! Ο δόλιος υπολόγιζε κανένα δαχτυλιδάκι με κόκκινη πετρούλα, καμιά πλαστική κούκλα με ροζ φουστάνι και υπνωτιστικά γαλάζια μάτια...
Έβγαλε το χέρι από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς.
Στην τσέπη του πουκαμίσου κρατούσε τα χαρτονομίσματα...
Ο γάιδαρος ήταν τεράστιος, ροζ και απαλός.
Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να τον πληρώσει ο ίδιος, αλλά το φιλότιμο δεν το επέτρεψε...
Δεν ήταν δα και μπατίρης, ο Σπηλιώρης, εργολάβος ήταν και μάλιστα με πολλές δουλειές. Τότε οι πολυκατοικίες πουλιώνταν από τα σχέδια ακόμα, πριν καν πέσουν τα μπετά...Και πλήρωσε.


Εκτός από μένα, η άλλη παράταιρη της παρέας ήταν η μάνα μου. Βέβαια η μάνα πάντα και παντού παράταιρη νιώθει. Πόσο μάλλον τότε ανάμεσα σε ανθρώπους γλεντζέδες, γυναίκες άνετες και ελεύθερες που δεν αναρωτιόνταν τι θα μαγειρέψουν αύριο, ούτε τι θα φάνε τα παιδιά. Σήμερα γελούσαν, χόρευαν, έπιναν, έτρωγαν χωρίς υπολογισμούς. Κι όταν ερχόταν η ώρα να σκεφτούν τα υπόλοιπα και πάλι μέσα έπεφταν...

Αν με ρωτήσεις σήμερα, τι άνθρωποι ήταν αυτοί...θα σου πω άνθρωποι-παιδιά. Άνθρωποι που περνούσαν καλά σήμερα και πλήρωναν αύριο. Και κάποιες φορές πλήρωναν πιο ακριβά από ότι έπρεπε.
Αν με ρωτήσεις τι κοινό είχε ο πατέρας μου μαζί τους, θα σου πω την ανάγκη να διασκεδάσει. Νομίζω πως εκείνη την εποχή έκανε διακοπές διαρκείας. Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα!. Η δουλειά του πήγαινε καλά, τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά για να ανησυχεί για το μέλλον τους, είχε ένα σπίτι όμορφο, μια τακτική γυναίκα, μια τακτοποιημένη ζωή. Ήθελε να χαίρεται.
Αν με ρωτήσεις γιατί μ' αυτούς, θα σου πω γιατί αυτοί διασκέδαζαν χωρίς έννοιες.
Η μάνα δεν είχε κανένα κοινό μαζί τους. Θεωρούσε τη διασκέδαση επιπολαιότητα, οι μουσικές και οι χοροί της φαίνονταν χυδαίοι, το ξενύχτι αμαρτία, για να μην πω παράβαση νόμου που λέει ότι μόνο οι εγκληματίες δεν βρίσκονται στο κρεββάτι τους μετά τις 10,00. Υπερβολική πάντα!!!
Κάποια στιγμή, όταν ήμουν πια μεγάλη, μου είπε πως εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου είχε σχέσεις με τη γυναίκα του Σπηλιώρη...

Όσο κι αν κοιτούσα τότε, δεν θα μπορούσα να καταλάβω τα μυστικά των μεγάλων. Την ειρωνεία της κατάστασης, τις κρυφές πληγές τους. Ένα παιδί ήμουν, τελικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, κάποιοι πέρασαν καλά, κάποιοι προβληματίστηκαν, κάποιοι πληγώθηκαν, κάποιοι παραγκωνίστηκαν.
Μεγαλώσαμε όλοι όμως... και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλοι μαζί...

"Και πώς θα τον βγάλεις το γάιδαρο;"
"Σπηλιώρη θα τον βγάλω, βέβαια! Αφού εσύ μου τον πήρες, θα του δώσω το όνομά σου..."

Το επόμενο καλοκαίρι η ροζ γούνα του Σπηλιώρη ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα της πίσω αυλής, βρώμικη, μουχλιασμένη. Για τη γιορτή της η αδελφή μου είχε ζητήσει ένα ποδήλατο από τη νονά της.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Δεν έχω τίποτα να πω...

Χωρίς να έχω κάτι να γράψω, πληκτρολογώ.
Έκανα μια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ και σε κάποια άλλα, τυχαία!
Και πάλι δεν έχω κάτι να σχολιάσω.
Μου φαίνεται πως συμφωνώ με όλους, αλλά δεν έχω καμία διάθεση ν'ανοίξω το στόμα μου.
Φαντάζομαι τον εαυτό μου να κάθεται την όχθη ενός ποταμού και να χαζεύει το ρεύμα. Κάποια κινέζικη παροιμία δεν λέει οτι αν το κάνεις αυτό για αρκετό καιρό, θα δείς το πτώμα του εχθρού σου να περνάει;
Αλλά εγώ δεν έχω εχθρούς, όποιος θα μπορούσε να είναι εχθρός μου απλά μου είναι τόσο αδιάφορος, που καταλήγει ανύπαρκτος.
Μάλλον πρέπει να σηκωθώ το γρηγορότερο απ'αυτή την όχθη, πριν περάσει κανένα πτώμα που δεν θα είναι εχθρός μου...

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Και μετά;...

Ονειρεύομαι έναν τόπο όπου όλα τα όνειρα θα πραγματοποιούνται
Όπου θα συγκεντρώνονται άνθρωποι που έχουν όνειρα. Που μπορούν να τα περιγράψουν και που θέλουν να τα πραγματοποιήσουν
Τυχεροί αυτοί οι άνθρωποι... Τέτοιους ανθρώπους θέλω γύρω μου.
Σήμερα σκέφτηκα πολύ για τα όνειρα.
Έγραψα σ' έναν φίλο για να του περιγράψω το δικό μου όνειρο. Μια εικόνα ξεπήδησε πάλι...
Κοιτάζει έξω από το παράθυρο την κορυφή του βουνού. Ονειρεύεται να είναι εκεί. Να κοιτάζει τον ορίζοντα και τα μάτια ανεμπόδιστα να διατρέχουν την απεραντοσύνη, το μπλε.
Αναστενάζει και...ο κήπος θέλει πότισμα. Η μανταρινιές κλάδεμα και πρέπει να ψεκάσει. Τα αγριόχορτα ξαναβγήκαν...
Αναστενάζει και... τα μάτια πάλι στην απεραντοσύνη του μπλε Ο αέρας θα είναι παγωμένος στην κορυφή. Αλλά και πόσο καθαρός...
Αναστενάζει και... ώρα να μαζέψει το μυαλό...ωραία τα όνειρα, αλλά οι δουλειές δεν περιμένουν...Πότισμα καθημερινό, ξεβοτάνισμα, λιπάσματα, ψεκασμοί και μετά συλλογή καρπών, να πονούν τα χέρια, τα πόδια... και ξανά από την αρχή...
.....................................................................................
"Εγώ θα πάω!"
Κανόνισε οδηγό, κανόνισε άδεια, αγόρασε εξοπλισμό, έκανε δίαιτα, γυμναστική, και σήμερα το πρωί ξεκίνησε για το βουνό! Όχι για το βουνό, για την κορυφή!!!
Ο οδηγός λέει ότι σε μια δυο ώρες θα είναι εκεί!
Τα πόδια πονάνε, τα χέρια μάτωσαν και η αναπνοή πιάστηκε από το ελαφρύ αέρα. Μα η χαρά δίνει φτερά. Ανυπομονεί...
.....................................................................................
Σηκώθηκε από το κρεββάτι. Μάλλον σύρθηκε είναι η σωστή λέξη! Όλο το σώμα πονάει. Μεσάνυχτα περασμένα επέστρεψαν χτες με το οδηγό. Πολύ κούραση...
Χαμογελάει και... Να βάλει καφέ και δυο κουλουράκια να στυλωθεί... Περιμένει τον καφέ να ψηθεί.
Χαμογελάει και... τι ωραία που μυρίζει αυτός ο καφές! Ξύπνησε για τα καλά! Μασουλάει ένα κουλουράκι, μμμ... κανέλα. Ρίχνει μια ματιά απο το παράθυρο.
Χαμογελάει και... οι μανταρινιές γέμισαν χρυσό καρπό, ωραίο χρώμα. Βγήκαν και μαργαρίτες, θα φτιάξει ένα στεφάνι με τη μικρή, πλάκα θα' χει.
Χαμογελάει και... Αυτή η μυρωδιά... μανταρίνια, πορτοκάλια και πρωινή δροσιά... Τι όμορφος που είναι ο κήπος!....

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Βόλτα

Ήταν πολύ όμορφο το πρωινό και αφού είχα πιει τον καφέ μου και διάβασα αρκετές σελίδες από το βιβλίο μου, είπα να πάω μιά βόλτα...
Έβλεπα από μακριά τη θάλασσα να στραφταλίζει κάτω από πεντακάθαρο ουρανό, άνοιξη, τα πουλιά χορωδία και τ' αεράκι δροσιστικό , έβγαλα την απόφαση να πάω προς παραλία.
Βούτηξα το ψαθάκι μου και δυο στροφές τραγουδιστές και να μαι!
Πήρα το μονοπάτι που περνούσε απ' τα χωράφια. Μ' άρεσε να κοιτάζω γύρω γύρω... Γιορτή, και ανυπομονησία για το καλοκαιράκι που είχε ήδη στείλει τα χαιρετίσματα Μυρωδιές από χόρτα ξερά και χώμα που τα 'χε ρουφήξει τα νερά του και τώρα το μυζούσαν βλαστάρια βυζανιάρικα, νεούδια μοσκομυριστά.
Και ποιος να δουλέψει στα χωράφια.... Θες το ψαθάκι, θες το κόκκινο το φουστάνι μου, θες τα μπανιερά στην τσάντα, πριν καλοστρίψω στην πεζούλα, είχα παρέα κάμποσα φιλαράκια.
Γέλια, φωνές, κουβέντες, τα σκάσαμε τα πουλιά, τους πήραμε τη δόξα και πετούσαν μακριά απ' όπου περνούσαμε....
Η ψυχή μου γελούσε. Η λιακάδα είχε τρυπώσει και φώτιζε το μέσα μου. Τα παιδιά γίνανε δυάδες να περάσουμε το μονοπάτι το στενό. Κρατήθηκαν από το χέρι κι ακούμπησαν τους ώμους, αλλά τα γέλια και τα τραγούδια δεν σταμάτησαν. Και μετά που πλάτυνε το μονοπάτι...τα χέρια δεν αφέθηκαν, και οι ώμοι δεν ξεμάκρυναν, και το κόκκινο φουστάνι μου να χαϊδεύει ένα αγορίστικο γόνατο, και η καρδιά μου να χορεύει και να φτεροκοπά.
Δυο είπαν να λοξοδρομίσουν για το πηγάδι, να γεμίσουν τα παγούρια με νερό, τους βλέπαμε από ψηλά και να σου τα γέλια και τα πειράγματα... άλλοι δυο πιάσανε το χορό και δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, καθυστερούσαν
"'Έβαλε ζέστη" είπα, και με ρώτησε αν θέλω να πάμε από το δάσος για πιο δροσιά... "Ναι, είπα, θα φτάσουμε και πιο γρήγορα στην παραλία". Είπε πως πάντα του άρεσε η θάλασσα, αλλά είχε πολύ δουλειά στο ύψωμα. Την έβλεπε από κει ψηλά και την καμάρωνε, φανταζόταν το νερό να τον δροσίζει και καιγόταν διπλά στο λιοπύρι το καλοκαίρι. "Ελα μαζί μου, του είπα, θα σου δείξω το δρόμο και θα έρχεσαι όσο συχνά θέλεις". Συμφώνησε αλλά μου ζήτησε να περάσουμε από το ποτάμι να σφίξει τα δεσίματα στο γεφυράκι.
Λοξοδρομήσαμε μέσα στο πράσινο και ήταν τόσο όμορφα να μιλάμε και να περπατάμε ανάμεσα στα δέντρα...
Φτάσαμε στο γεφύρι, και πήγα μια βόλτα για να μαζέψω λουλούδια και βατόμουρα.
Όταν γύρισα στο γεφύρι τον είδα στην αντικρινή πλευρά. Του φώναξα και μου είπε να το περάσω το γεφύρι. "Δεν θα πάμε στη θάλασσα;" ρώτησα, και μου είπε ναι και βέβαια μα θα χρειαζόμασταν νερό και υπήρχε μια πηγή εκεί κοντά. Ευκαιρία ήταν...
Πέρασα το γεφύρι τρέχοντας για να βρεθώ κοντά του. Με πήρε από το χέρι και βγήκαμε ξανά σε ένα μονοπάτι που περνούσε από χωράφια.
Έριξα τη ματιά μου κατά τη θάλασσα και είπα "Απομακρυνόμαστε, μην αργήσουμε, ας μή χάσουμε τέτοια όμορφη μέρα". Με κοίταξε και είπε να μην είμαι κουτή, η θάλασσα δεν φεύγει από κει που είναι, ας τελειώσουμε τις δουλειές μας και θα πάμε.
Θύμωσα λίγο και είπα "Σήμερα είναι μέρα γιορτινή, δεν έχω δουλειές γιατί χθες δούλεψα διπλά. 'Ελα, ας μη χάσουμε τον ήλιο, αύριο τελειώνει η σχόλη και θα γυρίσουμε ξανά στη δουλειά". Μου χαμογέλασε και είπε ότι σε δυο λεπτά δρόμο θα φτάσουμε στη διχάλα που οδηγεί στη θάλασσα.
Και όταν φτάσαμε, η χαρά μου ήταν τέτοια που έστριψα και άρχισα να τρέχω γελώντας και λαχανιάζοντας.
Ξαφνικά ανοίχτηκε μπροστά μου ένα έλος!!! Κατατρόμαξα και σχεδόν έπεσα μέσα. Γύρισα να τον δω και με περίμενε δυο βήματα πίσω. Τον κοίταξα με τρόμο, θυμό και απόγνωση. "Πού με πας;"
Ζήτησε συγνώμη χίλιες φορές, είπε πως το ήξερε ότι υπήρχε βάλτος αλλά νόμιζε πως θα είχε στεγνώσει, πως ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν μπορούσε να μου πει πως φοβάται τη θάλασσα, πως ήθελε να είναι προετοιμασμένος για όλα όσα θα μπορούσαν να του συμβούν εκεί, πως μια μέρα ήταν στο κάτω κάτω και όταν θα ζέσταινε ο καιρός θα μπορούσαμε να πάμε. Είπε πολλά, είπε ότι με αγαπάει, αλλά εγώ ήθελα να φύγω. Δεν ήξερα πως να γυρίσω πίσω και ήμουν ήδη πολύ κουρασμένη. Τον ακολούθησα ξανά μέχρι τη διχάλα. Η φτερωτή ψυχή μου ήταν ήσυχη, σαν να κλωσούσε πιτσιλωτά αυγουλάκια σε μια φωλιά στην κορφή ενός δέντρου. Δεν φτεροκοπούσε πια, αλλά κάτι περίμενε....
Και ήξερα πως όταν φτάναμε στη διχάλα του δρόμου....

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Το Σκυλί του Ωρίωνα!

http://www.youtube.com/watch?v=lh-IndN7Z-g&feature=related

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει;

Με αφορμή μια θεατρική παράσταση, που δυστυχώς δεν είδα, αλλά για τη οποία άκουσα τόσα πολλά, σκέφτομαι!

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει;

Πριν λίγο καιρό θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη, ο έρωτας!
Και ως αιώνια ρομαντική και επί δεκαεπτά συναπτά ερωτευμένη με τον ίδιο χοντρό πλην τίμιο, θα υπερασπιζόμουν την άποψή μου με το ζήλο του εθισμένου στις ουσίες του έρωτα.
Εδώ και λίγο καιρό όμως, η ζωή μου δίνει απανωτά χαστουκάκια για να ξυπνήσω...
Μέχρι τώρα αναρωτιόμουν γιατί, μέχρι που πήρα την απόφαση να σταματήσω να ασχολούμαι με ανθρώπους και να καταπιαστώ με τα συναισθήματα.
Κατάλαβα λοιπόν ότι αυτά είναι που μας κάνουν να πελαγοδρομούμε στις ρότες της ζωής μας, των ζωών, γενικώς...
Νομίζω τελικά πως αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αλλάξει, είναι τα συναισθήματά του. Το βάθος, η ένταση και η ποιότητα των συναισθημάτων του.
Έτσι, ο έρωτας σε κάνει ν' ανθίζεις και να σκορπάς ευωδιές, η αγάπη ζεσταίνει εσένα και όποιον βρίσκεται γύρω, το πάθος σε καίει και σαν τη φωτιά μαζεύει ανθρώπους γύρω σου αλλά δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει πολύ, η ζήλια δηλητηριάζει, καταστρέφει σαν το οξύ, η ευγνωμοσύνη ανοίγει τις πόρτες σαν αεράκι ανοιξιάτικο, η αγνωμοσύνη και η αχαριστία τις κλείνουν, η χαρά σε κάνει παιδί και η μιζέρια γέρο. Και ο θυμός...δεν ξέρω....μήπως σαν μπόρα δυνατή σε τρομάζει, σε μαστιγώνει με αέρα και νερό, σε κάνει να κρύβεσαι κάτω από τα σκεπάσματα ακούγοντας τον να φυσομανάει και να αστραποβροντά.. και ξαφνικά... ανοίγεις τα μάτια και τα πάντα λάμπουν φρεσκοπλυμένα και καθαρά κάτω από τον ολόλαμπρο ήλιο!!!
Και μόνο κάποιο λυγισμένο δέντρο, κάποιο σπασμένο κεραμίδι, κάποιο σπασμένο τζάμι, μικροπράγματα, θυμίζουν το κακό που πέρασε.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Κάθησα στην άκρη. Δεν ήθελα να με βλέπουν, δεν ήθελα να με ρωτήσουν τι κάνω, πώς πάει, τα παιδιά καλά;
Έριξα και τη φράντζα μπρός στα μάτια μου. Ούτε να τους βλέπω ήθελα.
Θα σου την κόψω κι άλλο, να φαίνονται τα μάτια σου... Κόψε όσο θες, Απόστολε, φιλάρισέ τα και λίγο πίσω...
Ευτυχώς που μάκρυναν απο τότε και φτάνει η φράντζα να κρυφτώ πίσω της...
Ψηλά το κεφάλι, μην καμπουριάζεις... άσε μας, ρε μάνα...
Έκλεισα τα μάτια να ηρεμήσω λίγο. Συγκεντρώθηκα στην αναπνοή μου...Έτσι κι αλλιώς πάντα λοξή με θεωρούσαν, δεν με ένοιαζε αν με κοιτούσαν.
Εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή....
Ένα γαλάζιο φώς απλώθηκε μέσα μου....
Εισπνοή..., εκπνοή...., εισπνοή..., εκπνοή..., εισπνοή...,
Οι χτύποι της καρδιάς επιβραδύνθηκαν....
Εισπνοή.., εκπνοή..., εισπνοή..., εκπνοή...,
Μια μεταλλική γεύση ήρθε στο στόμα μου...
Εισπνοή..., εκπνοή..., εισπνοή...,
Σήκωσα αργά το κεφάλι,
Εισπνοή..., εκπνοή...,
Άνοιξα τα μάτια...
Εισπνοή...,
Μπάμ!

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Η πεντάμορφη και το τέρας...

Η Γυναίκα είναι το κόσμημα ανάμεσα στα έμψυχα, το αριστούργημα της Πλάσης, αυτή που συντηρεί τη φωτιά της εστίας και τρέφει τη Ζωή με το γάλα της।
Η Γυναίκα είναι παντοδύναμη γι'αυτό τη φοβήθηκαν। Την ταπείνωσαν, έντυσαν το σώμα της με ρούχα και το πνεύμα της με ενοχές και σκοτάδι।
Κι όταν μετατρέψεις τη χάρη σε προστυχιά, την απόλαυση σε ενοχή, όταν συντηρείς χωρίς να σέβεσαι, όταν δίνεις υποχρεώσεις χωρίς να αναγνωρίζεις δικαιώματα, όταν καταλογίζεις ευθύνες χωρίς να προσφέρεις αναγνώριση, δημιουργείς ένα Τέρας, Άγριο Θηρίο। Και η Αγάπη που μόνο η Γυναίκα ήξερε να κρατάει στα χέρια της, γίνεται ένα διαμάντι στα χέρια ενός Θηρίου। Θα πεταχτεί στις λάσπες, θα ποδοπατηθεί και θα βρομίσει। Θα ξεχαστεί। Κι όλα αυτά γιατί η Γυναίκα δεν σκέφτηκε ποτέ πως έχει τη δύναμη να τ' αλλάξει όλα। Πως μπορεί να γεννήσει έναν καινούριο κόσμο μαζί με τα παιδιά που γεννάει και μεγαλώνει।
Κι αν το σκέφτηκε, αφέθηκε στο τέλος। Υπέκυψε και δέχτηκε το μήλο। Αυτό ήταν το πεπρωμένο της।

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011


Μετά τα "Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά","Κλειστόν λόγω μελαγχολίας". Κύριε Μουσρελά, σας κατακλέψαμε...
Τα μαλλάκια μου τείνουν πλέον προς το καστανό (αν και ο ήλιος πάντα τα κάνει να "κοκκινίζουν"). Και τα παραθυράκια μου πλέον κλειστά λόγω μελαγχολίας.


Καλά είμαι και μόνη μου, δε λέω. Πάντα κάναμε καλή παρέα με τον εαυτό μου. Αλλά, να, τώρα θα θέλαμε πολύ να μπει και κάποιος τρίτος στην παρέα...

Τα μαλλάκια μου μάκρυναν, τα περιποιούμαι και είναι απαλά και ευωδιάζουν. Το μόνο που τους λείπει είναι ένα χάδι...και τα μάγια θα λυθούν...
Μόνο που γεμίσαμε μαγεμένες πριγκίπισσες και οι ήρωες δεν προλαβαίνουν..Οι Δον Κιχότες πολεμούν ανεμόμυλους και μόνο κάτι ταλαίπωροι Σάντσο Πάντσα διατρέχουν την υφήλιο πάνω στα γαϊδουράκια τους.
Αλλά ποια πριγκίπισσα ξύπνησε ποτέ από το χάδι ή το φιλί του Σάντσο Πάντσα;

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Καλή Χρονιά, λοιπόν! Άν και δεν νιώθω ν'αρχίζει κάτι καινούριο. Αλλά πιά δεν με πειράζουν και τα παλιά. Οπότε...είμαι καλά! Σταθερά... στα ίδια. Όλα καλά, όλα ανθηρά!
Αναχωρίσεις είχαμε...
Το σπίτι άδειο, κρύο, σαν βρώμικο. Ο Γιώργης έκανε να σηκώσει το τζάκι...Στ'αστεία, για να γελάσουμε. Και γελάσαμε, όλοι. Μια φορά, πρωί, δεκαπέντε χρονών, περίμενα τη φιεναδίτσα μου να ετοιμαστεί για να φύγουμε για σχολείο. Οι άλλοι κοιμούνταν. Καθώς περίμενα, λοιπόν, μου φάνηκε οτι το σβηστό τζάκι κουνιώταν! Οτι μεγάλωνε, μίκραινε, δεν ξέρω, τρόμαξα τόσο που άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει...Στείλωσα τα μάτια στο μάυρο φόντο και περίμενα κατατρομαγμένη...έναν τρομακτικό ήχο...μια εξωπραγματική παρουσία... Στο λαιμό μου χτυπούσε μια φλέβα και ακουγα καθαρά τον ήχο...Η πόρτα άνοιξε και η φιλεναδίτσα μου ακροπάτησε στο σαλόνι. Τα μάτια μου ξαφνικά συνήθησαν στο μισοσκόταδο...σήκωσα την τσάντα μου και φύγαμε...
Τριάντα χρόνια μετά, το τζάκι με τρόμαξε για δεύτερη φορά. Σαν στόμα ανοιχτό στο άδειο σπίτι. Πώς γίνονται τρομαχτικά τα αντικείμενα όταν δεν τα ζεσταίνει η φωτιά της εστίας....

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Σ.



Μια τρικυμία μέσα μου
και συ βαρκούλα,
μιά βρίσκεσαι, μιά χάνεσαι...

Μέσα μου βράχια κοφτερά
σκίζω τα χέρια μου
και μες στα αίματα
κρατώ, μαντεμένιο πουλί,
την ψυχή μου.

Φωτιές κλείνουν τα μάτια μου
κι ονειρεύομαι,
Να 'ταν λέει περιστέρι λευκό,
με κλαδί ελιάς να σου το ΄στελνα...

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Κάτι ήθελα να σου πώ....όλο το ξεχνάω...Μάλλον κάτι που είχε γίνει παλιά... Δεν θυμάμαι που ήμασταν... Υπήρχαν δέντρα ψηλά, φθινόπωρο, με πυρόξανθα φύλλα. Απο κάπου ακουγόταν ένα ποτάμι... Και ψηλά, (σε φαράγγι ήμασταν; δε θυμάμαι...), απο ψηλά να μας φωνάζουν οι μανάδες μας, έξαλλες! Νόμιζαν πως είχαμε χαθεί!
Δεν ειχαμε χαθεί. Δεν φοβόμασταν. Σαν να ζούσαμε απο πάντα εκεί... Περίεργος τόπος...Το φώς επεφτε ανάμεσα απο τα φύλλα, σαν όνειρο. Μυρωδιά γής νοτισμένης απο βροχή ποτιστική, φύση χαρούμενη, και η δροσιά να μας χαιδεύει το μπράτσα, τα μάγουλα, τα μαλλιά, τα χείλη....έσερνα τα πόδια μου να κανω να θροίζουν τα πεσμένα φύλλα.
Εσυ; Θυμάσαι εκείνη τη μέρα; Νόμιζα πως θα τη θυμόσουν...
Νόμιζα πως θα θυμόμουν πού ήμασταν. Πως ήξερα πώς να ξαναπάω. Δοκίμασα εφηβη, με την παλιοπαρέα να βρω το άνοιγμα στο βράχο απο όπου είχαμε περάσει. Αργούσα, δεν το έβρισκα και οι άλλοι φώναζαν, πεινάσαμε...
Μία άλλη φορά με τον έρωτα μαζί μου ξεκίνησαμε για εκεί...Ήθελα να του δείξω... Μα έκανε ζέστη, αφόρητη, λοξοδρομήσαμε για τη θάλασσα και μετά... για έρωτα..., ξεχάστηκα...
Κι άλλη μια φορά, άφησα τους άλλους πίσω και κίνησα για να περάσω το άνοιγμα. Νομίζω πως θα το έβρισκα μόλις έστριβα στο μονοπάτι, αλλά είχε πολύ λάσπη και κολλούσαν τα τακούνια μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια...Και μερικές φορές μου φαίνεται πως θυμάμαι τα πάντα καθαρά, για μια στιγμή όμως. Σαν φλάς φωτογραφικής. Σαν ν'άναψα ενα σπίρτο σε μπουρίνι.
Μια μέρα όμως θα ξαναπάω εκεί. Θα φορέσω αθλητικά, και δεν θα πάρω παρέα...Θα μείνω όσο χρειαστεί για να βρώ το άνοιγμα στο βράχο...
Φοβάμαι λιγάκι...Θα 'ρθεις μαζί μου;

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Η καρδιά μου έχει βουλιάξει στην υγρή άμμο.

Είμαι πια πολύ κουρασμένη για να ψάξω. Θα καθίσω εδώ στην άκρη να περιμένω.

Μ' αρέσει να χαζεύω την ασημένια επιφάνεια της θάλασσας.

Θα περιμένω μέχρι τα κύματα να βγάλουν την καρδιά μου από την άμμο. Θα την δω ν' ασπρίζει στον ήλιο σαν λευκό κοχυλάκι. Θα την πάρω στην παλάμη μου, θα την κοιτάξω, θα χαμογελάσω και θα φύγω από την παραλία αλαφροπατώντας.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Μονάδα...στα γραπτά

Πώς μου ταιριάζει η νύχτα!!!

Πώς μ'αρέσει!!!

Νιώθω ήρεμη και ασφαλής! Σπάνια φοβήθηκα να περπατήσω μόνη μου τη νύχτα στην πόλη. Όχι στην εξοχή, όμως. Η εξοχή με τρομάζει ακόμα και τη μέρα... Στην εξοχή έχω μια περίεργη αίσθηση ανασφάλειας, σαν να με παρακολουθούν.. Στην πόλη όμως όχι.

Η πόλη μου είναι όμορφη τη νύχτα. Έχω την ευτυχία να ζω στην επαρχία, σε ένα λιμάνι. Μ' αρέσει να βγαίνω βόλτα τη νύχτα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είμαι στο κέντρο. Μπαράκια, τραπεζάκια έξω και κόσμος που ακόμα και αν δεν ξέρεις σίγουρα έχεις ξαναδεί. Η υπάλληλος που σε εξυπηρέτησε το πρωί, ο ταχυδρόμος, το αγόρι από την τρίτη Λυκείου που σου άρεσε όταν εσύ ήσουν στην πρώτη.

Προσπαθούν να με πείσουν οτι κινδυνεύω όταν περπατώ μόνη μου τη νύχτα. Ίσως να μην έχουν και άδικο τώρα πια... Άλλωστε δεν είμαι πια ανεξάρτητη, έχω και ένα παιδί να σκεφτώ. Τι θα γίνει αν εγώ καταλήξω ένα στρουμπουλό περίγραμμα από κιμωλία; -Σωστό. Έχουν δίκιο.

Γιατί ο Βύρων λείπει. Και έτσι είμαι μάνα και πατέρας. Και κόρη και αδελφή και φίλη και υπάλληλος. Και τι θα γίνουν όλοι αυτοί αν με χάσουν? Πώς θα κυλήσει η καθημερινότητα χωρίς εμένα; -Σωστό. Έχουν δίκιο.

Μάλλον είναι επικίνδυνο να κυκλοφορώ μόνη μου τη νύχτα... εξακολουθεί να μ'αρέσει όμως.

Πάμε μια βόλτα μαζί; Θα νιώσω μεγαλύτερη ασφάλεια...

Νύχτωσε, ναι το βλέπω.. Αα! θα πέσεις για ύπνο! Ναι, πολύ κούραση...σωστά. Άλλωστε η νύχτα είναι επικίνδυνη, που να πάμε τέτοια ώρα... Ναι, σωστά...Έχουμε και δουλειές αύριο...

Εγώ πάντως φεύγω. Μόνη μου. Όπως ακριβώς κυκλοφορώ και τη μέρα. Γιατί, όπως μαθαίνω και στο γιο μου, ο,τι υπάρχει στο φως, υπάρχει και στο σκοτάδι. Και εγώ φοβάμαι τη μέρα, κι όμως τα πάω μια χαρά, ως μάνα και πατέρας, κόρη, αδελφή, φίλη, υπάλληλος.

Κοιμήσου εσύ... τα λέμε αύριο....

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Πώς το 'πε, τελικά, εκείνος... Κάτσε να θυμηθώ....
Αισιόδοξος, λέει, είναι εκείνος που πιστεύει ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα και απαισιόδοξος είναι εκείνος που φοβάται πως έτσι ακριβώς είναι...
Ορίστε, λοιπόν, που στα 35 μου ανακαλύπτω ότι ένα "πιστεύω" και ένα "φοβάμαι" μπορούν ν' αλλάξουν την κοσμοθεωρία σου...
Δεν αισθάνομαι και πολύ αισιόδοξη τώρα τελευταία... Ίσως φταίει που ο Βύρων δεν πιστεύει ότι φοβάμαι... Και όταν το πιστεύει, μου λέει να κλειδώνω τις πόρτες και ν' αφήνω ένα φως αναμμένο για να μη φοβάμαι...
Αχ, βρε Βύρωνα..., αχ!

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Γιατί μας πονάνε?

Πιές ενα κρασάκι μαζί μου,...μετά θα πάμε για ύπνο,...

Σήμερα δεν ήταν και τόσο καλή μέρα,... ήμουν θλιμμένη,...

Όχι, δεν έγινε κάτι που με πείραξε,...ή μάλλον έχουν γίνει πολλά που με πείραξαν,...και συνεχίζουν να γίνονται.

Ίσως τελικά να τα αναλύω πολύ τα πράγματα,...

Ίσως πάλι όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου να είναι πολύ πιο σύνθετα απ' ο,τι μπορώ να καταλάβω.

Κάποτε έλεγα οτι η αγάπη ζεσταίνει τα πάντα,...

Έχεις δίκιο, δεν ήταν και τόσο παλιά που σου το είχα πει,....

Μμμμ, θυμάμαι που είπες οτι αυτό σου θυμίζει τον ήλιο, κάπως έτσι το είχα και γώ στο μυαλό μου. Ένα ηλιόλουστο, καταπράσινο τοπίο και ένα ήσυχο ποτάμι να το δροσίζει.

Ε, λοιπόν σήμερα η ζωγραφιά μου είχε συννεφιά. Και ψύχρα. Τα σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο μου και δεν μπορούσε ουτ'εμένα καλά καλά να ζεστάνει,...Πόσο μάλλον όλο τον κόσμο (γιατί αυτή ήταν η φιλοδοξία μου, τι ανοησία!!!).

Πώς μπορεί κανείς να σκοτώσει έναν άνθρωπο? Πώς γίνεται να σταματήσεις το Καλό πρίν ακόμα φτάσει στον προορισμό του? Πώς ζούν οι άνθρωποι χωρίς αισθήματα, χωρίς αισθήσεις?
Το μυαλό μου σταματάει εδώ. Αρνούμαι να δώ λοβοτομημένα ανθρωποειδή να καταπατούν τη ζωγραφιά μου,...

Τί λές, δε μέθυσα! Πάντα έτσι μου λές όταν μιλάω για ζωγραφιές και τοπία μέσα μου,....

Λοιπόν, θα σου πώ τί νιώθω,... Αγκάλιασέ με, όμως πρώτα γιατί φοβάμαι,...

Νιώθω ένα φόβο παιδικό. Νιώθω ανεπαρκής,...μικρή,...ευάλωτη,...μ'ενα παιδικό παράπονο για ο,τι δεν μου αρέσει,...αλλά πρέπει να το δεχτώ,....χωρίς να καταλαβαίνω γιατί,...

Αύριο?...

Ναι, μάλλον θα νιώθω καλύτερα, αύριο,...όταν ξυπνήσουμε,...

Ζαλίστηκα τελικά,...

Πάμε για ύπνο._





Κυριακή 23 Μαΐου 2010

ζωντανό ραδιόφωνο | ραδιόφωνο

ζωντανό ραδιόφωνο Εν λευκώ. 87,7http://http://live24.gr/radio/enlefko.jsp#

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Σήμερα είναι μια άλλη μέρα.

Σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Μιά άλλη μέρα ήταν και χτές. Και αύριο θα είναι μια άλλη μέρα, αλλά αυτή την ατάκα την έχει προλάβει άλλος. Και εγώ μέσα σ'αυτό το χαμό των άλλων ημερών να επιμένω πως δεν αλλάζει τίποτα! Κι ο Βύρωνας να αναρωτιέται μ'ένα γλυκύτατο ειρωνικό χαμόγελο "Μα τί θέλεις; Τί ψάχνεις επιτέλους;"

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μου που ενα απειροελάχιστο φώς τρυπώνει στα μύχια της ψυχής και ζεσταίνει το σώμα μου. Το πνεύμα μου. Την ψυχή μου. Γίνεται ανακωχή σ'αυτό το διαρκές πεδίο μάχης μέσα μου. Οι δυο πολεμιστές μου αφήνουν τη μάχη και ξεκουράζονται.

Ο ποιητής ξαπλώνει στις ρίζες ενός πλάτανου. Ακούει τον ήχο του νερού και χαμογελάει με τον ήλιο που τον κρυφοκοιτάζει μέσα από τα φύλλα. Ανοίγει το βιβλίο του και μισοκλείνει ηδονικά τα μάτια. Αφήνεται στον αιώνιο ποταμό του πνεύματος και παρασύρεται απο τα ρεύματα.

Ο τεχνίτης ανεβαίνει στο ξέφωτο και κάθεται σ'ένα φιλόξενο βραχάκι. Βγάζει απο την τσέπη το κουτί που σκαλίζει. Με τις μάχες το καθυστέρησε και πρέπει να το παραδώσει άμεσα. Πρίν αρχίσει τη δουλειά ρίχνει μια ματιά πέρα, να δεί τι κάνει ο άλλος.

Ο ποιητής σηκώνει για μιά στιγμή το βλέμμα. Ο άλλος κάθησε πάλι στο βραχάκι να δουλέψει.

Ένα γλυκύτατο ειρωνικό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη τους.

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Εν αρχη ην... η απορια...

... και πώς να αρχίσεις..; Αλλά κυρίως γιατί ν'αρχίσεις;
Θ΄αρχίσω όπως πάντα! Επειδή έτσι θέλω! Και μην αρχίσει κανείς τα "γιατί θέλεις;" και τα "γιατί τώρα;"... Είπαμε. Επειδή έτσι!
Άλλωστε οι μόνοι που εχω δεί ποτέ να κερδίζουν επειδή βρήκαν την απάντηση σε κάποια ερώτηση ήταν κατι γελοίοι παίχτες γελοίων τηλεπαιχνιδιών. Και δεν είπαν πια και καμιά σοφία! Τις ήξερα και γω τις απαντήσεις. Ακόμα και αυτές που τους μπέρδευαν. Ο Bύρων εντυπωσιαζόταν απο τις γνώσεις μου. "Κι αυτό το ήξερες; Μπράβο, μωρό μου! Να δηλώσες συμμετοχή, αγάπη μου! Θα τους πάρουμε και τα σώβρακα!"
Εγώ, εννοείται, κανένα ενδιαφέρον δεν είχα να αποδείξω τις γνώσεις μου και να πάρω τα ξένα σώβρακα. Το μόνο σώβρακο που επιθυμούσα να πάρω ήταν του Βύρωνα. Που δεν χρειαζόταν και απαντήσεις!
Έτσι ήμουν πάντα!... Ανώτερος άνθρωπος... Διαβασμένος... Ποτέ δεν με ενοιαξαν τα έπαθλα, τα δώρα, τα βραβεία... Για μένα σημασία είχε το ταξίδι... και όχι η Ιθάκη... Ούτε για το Βύρωνα... Γι'αυτόν σημασία είχε αν το ξενοδοχείο στην Ιθάκη είχε air condition... Χαίρε χάος!
Ε, να λοιπόν τι είναι ο έρωτας! Να μη μιλάς την ίδια γλώσσα, να λες εσύ άσπρο και κείνος μαύρο, ν'ακους Αλκίνοο και κεινος Ρουβά, να διαβάζεις Εσσε και κείνος "Στοίχημα", να σου αρέσει το περπάτημα και κεινος να παίρνει μηχανάκι για να πάει στο περίπτερο, και όλος αυτός ο χαμός να μην έχει καμία σημασία!!! Για να μην πώ οτι βρίσκεις και εξαιρετικά αστεία την όλη κατάσταση. Και χαριτωμένη. Και όμορφη. Και...υπέροχη... Αχ!