Ο Μανώλης μπήκε στην αυλή κι έριξε μια ματιά γύρω. Το κοτέτσι ήταν από ώρα κλεισμένο. Μια παρδαλή γάτα γλειφόταν δίπλα στο γεράνι.
Ένα παράθυρο φωτιζόταν απαλά. Αυτό το απαλό φώς έμοιαζε να φτάνει μέχρι μέσα του, να τον φωτίζει και να τον ηρεμεί. Πριν οι ευθύνες, οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί προλάβουν να ανοίξουν δρόμο μέσα στο μυαλό του, πήρε βαθειά ανάσα και ξεκίνησε. Δεν είχε σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να χτυπήσει την πόρτα της. Μετά θα έβλεπε..
Η Ασημίνα σάστισε που τον είδε να στέκεται μπροστά της. Έκανε ένα βήμα πίσω για να τον προσκαλέσει να μπει στην κάμαρα.
Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι.
-Καλησπέρα, είπε ο Μανώλης.
- Καλησπέρα, Μανώλη, απάντησε η Ασημίνα.
Του άρεσε που άκουσε το όνομά του. Πήρε θάρρος σαν να το είχαν ξεχωρίσει μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων. Όπως όταν ήταν μικρό παιδί και αλήτευε όλη μέρα στα παιχνίδια και άκουγε ξαφνικά τη φωνή της μάνας του να τον καλεί. Μόνο εκείνον από όλο το παιδομάνι. Ήταν γλυκιά η γεύση της παιδικής ελευθερίας, μα πιο γλυκιά ακόμα η αίσθηση του να ανήκεις κάπου, να σε φωνάζουν με το όνομά σου.
Χαμογέλασε.
-Πέρασα να δω αν είναι όλα εντάξει... Αν εσύ είσαι εντάξει. ..
- Ναι. Ναι όλα είναι εντάξει. Και εγώ.
Η Ασημίνα κοίταξε γύρω-γύρω την κάμαρα. Αισθανόταν αμήχανα μ' αυτόν τον άνδρα μέσα στο σπίτι της, κι όμως δεν ήθελε να φύγει. Προσπαθούσε να βρει τρόπο για να τον κρατήσει περισσότερο. Του έδειξε μια καρέκλα για να καθίσει και γύρισε στο παραγώνι. Έβγαλε το τηγάνι και έριξε δύο αυγά. Ο Μανώλης την παρακολουθούσε.
-Άφοβη ήσουν σήμερα! Ρίχτηκες κατευθείαν στη φωτιά να βγάλεις την Παναγιώτα. Αν δεν την προλάβαινα εγώ, θα την είχες βγάλει εσύ.
-Κάποιος θα το έκανε. Εγώ, εσύ.
Έμεινε ο απόηχος των λόγων της να καμπανίζει στο δωμάτιο. Εγώ... Εσύ.. Εγώ κι εσύ...
Η Ασημίνα ακούμπησε τα πιάτα στο τραπέζι. Έφερε ψωμί, τυρί, κρασί και δύο ποτήρια. Τελευταία έφερε δυο πιρούνια και το μαχαίρι για το ψωμί, όπως έκανε ο πατέρας της. Έτσι κανείς δεν έμπαινε στον πειρασμό να ξεκινήσει να τρώει πρώτος, πριν καθίσει κι ο άλλος.
Ο Μανώλης έριξε κρασί στα ποτήρια και σήκωσε το δικό του.
-Καλώς σε βρήκα, Ασημίνα, είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Καλώς σε βρήκα και καλώς με δέχτηκες.
-Καλώς όρισες και καλώς σε δέχτηκα, Μανώλη.
Μια πορφυρή αυλαία έκλεισε έξω τη νύχτα. Έμειναν να κοιτάζονται με τα ποτήρια μετέωρα, χωρίς να νοιάζονται για αχρείαστα χειροκροτήματα..
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο 5ο "Παίζοντας με τις λέξεις", ένα παιχνίδι που το διασκέδασα πολύ.
Στέλνω και απο εδώ τα συγχαρητήριά μου και τις ευχές μου σε όσους συμμετείχαν...
Read more: http://mytripssonblog.blogspot.com/2015/12/5-6-12.html#ixzz3ulSwtoSp