Η παρέα άρχισε να με τραβάει, να με σπρώχνει να προχωρήσουμε.
Πάμε να φύγουμε από δώ... Περπάτα!
Ένας ένας και όλοι μαζί άρχισαν να μου λένε ιστορίες καθώς περπατούσαμε σε εκείνο το λασπωμένο λιθόστρωτο....Μαύρες ιστορίες, σκοτεινές, γεμάτες σκιές που καραδοκούσαν πίσω απ' τα σύδεντρα της ρεματιάς. Μου έλεγαν να μην κοιτάξω πίσω γιατί θα δώ μέσα απ' τους θάμνους μάτια να μας κοιτάζουν. Μάτια τρομερά, άδεια από ζωή κι από βλέμμα. Μάτια που όταν θα τα αντίκριζα, θα πάγωνα από το φόβο, θα γινόμουν για πάντα σκλάβος τους. Μου είπαν ιστορίες για παλικάρια με σαλεμένα λογικά, για γλώσσες λαλίστατες που τους κόπηκε η μιλιά, για ανθρώπους που χάθηκαν, που εξαφανίστηκαν, ιστορίες του χαμού και του θανάτου...
Φοβήθηκα, αγριεύτηκα. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω, μα ούτε και να τρέξω μπροστά, να τους αφήσω και να κρυφτώ στο σπίτι μου, στην ασφάλεια του δωματίου μου. Σαν μουδιασμένη περπατούσα μαζί τους κι αυτό το μούδιασμα με ανακούφιζε σιγά σιγά. Ήμουν μαζί τους, ήμασταν όλοι μαζί. Φοβόμασταν όλοι αυτούς που έμεναν στη ρεματιά, "εκεί κάτω...", αλλά όσο ήμασταν μαζί, δεν θα τολμούσαν να μας πειράξουν. Όσο περισσότεροι γινόμασταν, τόσο πιο ασφαλείς θα ήμασταν. Το στόμα μου στέγνωνε από το φόβο, μα ήμουν με τους συντρόφους μου. Αυτοί θα μου έλεγαν τι πρέπει να κάνω. Αυτοί θα ήταν μαζί μου, αν μου συνέβαινε κάτι κακό. Δε θα ήμουν μόνη. Μούδιαζε το σώμα μου, μούδιαζε η γλώσσα μου, αλλά ακολουθούσα και άκουγα. Έπρεπε να τα μάθω όλα για τη ρεματιά. Όσα περισσότερα ήξερα, τόσο καλύτερα θα μπορούσα να προστατευτώ. Θα μπορούσα να μιλήσω και σε άλλους. Να τους πείσω να έρθουν μαζί μας. Να προσέχουν. Να μην κυκλοφορούν μόνοι, να μην πλησιάζουν εκεί. Να μην παίρνουν το μονοπάτι του δάσους, ούτε καν την ημέρα.
Η νύχτα προχωρούσε, το ίδιο κι εμείς. Είχαμε περάσει τα πρώτα σπίτια του χωριού και σε λίγο θα μπαίναμε στη μεγάλη πλατεία. Ο ρυθμός των οργάνων ήδη δονούσε την ατμόσφαιρα. Σε λίγο θα ακούγαμε τις νότες καθαρά. Και μόλις φτάναμε στην πλατεία θα μπαίναμε κατευθείαν στο χορό. 'Ένιωθα ασφάλεια με τους ανθρώπους γύρω μου. Με είχαν προστατέψει, με είχαν πάρει μαζί τους στο πανηγύρι και σε λίγα λεπτά θα διασκέδαζα μαζί τους και θα ξεχνούσα κάθε φόβο, κάθε περίεργη ιδέα που μπορεί να με οδηγούσε στη ρεματιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσω εκεί.
Μου έφεραν κρασί, Οι ιστορίες φαντασμάτων είχαν γίνει ανέκδοτα. Γελούσαμε, πίναμε, διασκεδάζαμε. Δεν διψούσα πια. Δε φοβόμουν. Δεν ήμουν μόνη. 'Ήμουν μαζί τους. Και ήμασταν όλοι ένα τσούρμο παιδιά, μια παρέα που περνούσε καλά. Ξεφαντώναμε, λέγαμε αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλο. Κι αν λέγαμε και καμιά χοντράδα και στενοχωρούσαμε κάποιον, δεν πείραζε και τόσο. Θα έβρισκε κι αυτός κάτι να πει για κάποιον άλλο και θα γελούσαμε όλοι με το καινούριο θύμα. Αρκεί να μην ήμουν εγώ....
Στη μεγάλη πλατεία τα λαμπιόνια και οι στύλοι φώτιζαν το χώρο, τους χορευτές, τους μουσικούς. Ήταν όλα λουσμένα σε ένα απαλό φως, χορεύαμε και γελούσαμε μέσα σ' ένα φωτεινό κύκλο. Σ' έναν μικρό, αυτόφωτο πλανήτη που περιδινούταν μέσα στο σκοτεινό σύμπαν. Κοιτούσα τα φωτεινά πρόσωπα των συντρόφων μου και γελούσα. Γλεντούσα μαζί τους, τραγουδούσα, χόρευα.... Καμιά κακιά σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό μου. Κανένας φόβος, καμία τραγωδία. Αρκεί να ήμουν μέσα στο φωτεινό μας κύκλο. Αρκεί να μην σκεφτόμουν τίποτα. Αρκεί να μην ξεστράτιζε η ματιά μου στα φοβερά σκοτάδια....
(Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια ενός παλαιότερου
και μάλλον αυτό ακριβώς κάνει....)
Πανεμορφο και ευαισθητο αλληγορικο κειμενο..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλω,να μου επιτρεψεις,ισως να το χρησιμοποιησω σαν βαση μιας ιστοριας...
@ Mαχαίρης : Θα χαρώ πολύ διαβάσω την ιστορία σου, Μαχαίρη! Ανυπομονώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο αυτό αποτελεί συνέχεια μιας άλλης ανάρτησής μου (Μπού- 23/03/2015) και συνεχίζεται...με το "Λίγες ώρες αργότερα..." που ανάρτησα μόλις τώρα.Έχω στο μυαλό μου και συνέχεια.... Δούλεψέ την κι εσύ, θα την δουλέψω κι εγώ...και θα δούμε πού θα μας πάει....(Βλέπεις, άρχισα κι εγώ να βάζω πολλά αποσιωπητικά... Τυχαίο? Δεν νομίζω!)