Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Γειά σου, πατερουλάκη μου.

Είδα σήμερα την Καλομοίρα και το Στέλιο. Αγέραστοι!. Με ρώτησαν για σένα και τους είπα τα νέα. Οτι πέθανες το Νοέμβριο.
Είναι περίεργο πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στην είδηση ενός θανάτου. Δυο στιγμές αμηχανίας και μετά μια ερώτηση για να προχωρήσει η κουβέντα. Άλλοι ρωτάνε την αιτία..., άλλοι ρωτάνε για τη μάνα, πώς είναι, αν κρατάει γερά. Στην αρχή οι πιο πολλοί ρωτούσαν ξανά και ξανά το πότε. "Μα πότε έγινε; Πότε; Το Νοέμβρη; Τι λες, βρε παιδί μου!" Και θα αναρωτιόμουν τι δεν καταλαβαίνουν αν η σαφής ματιά στα ρούχα μου δε μου έδειχνε ξεκάθαρα το λόγο.
Δε φόρεσα μαύρα. Σχεδόν ούτε μια μέρα. Δεν σε πένθησα, πατερούλη μου!!!
Δεν υπήρχε τίποτα να πενθήσω από σένα. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι χαρούμενες, γλυκές, τρυφερές, γεμάτες αγάπη και αποδοχή. Ποτέ δεν ένιωσα οτι απογοητεύτηκες από μένα. Ποτέ δεν μου έδειξες κάτι τέτοιο. Δε θέλησα ποτέ να σε εκθέσω, να σε πικράνω, να σε προβληματίσω, αλλά, με έναν περίεργο τρόπο, ένιωθα πώς δε με στήριζες επειδή απλώς ήμουν καλό παιδί. Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως ό,τι και να έκανα, θα ήσουν δίπλα μου, θα με στήριζες και ακόμα και στο μεγαλύτερο λάθος μου, θα είχες κάτι να θαυμάσεις. Κάτι που θα σε έκανε να με κοιτάς με δέος, σαν να ήμουν ένα θαύμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια σου καθημερινά. Καθημερινά και ένα καινούριο θαύμα.
Δε θέλησα ποτέ να σε απογοητεύσω,παρόλο που ένιωθα πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο. Πώς τα κατάφερνες;
Ήμουν γεροδεμένο και μεγαλόσωμο παιδί. Η μικρή ήταν τσιροπούλι και η διαφορά μας ήταν πάντα έντονη! Τη φώναζες "πουλάκι σου" και μένα "μπουλντόζα". Κι όμως ένιωθα λες και ήμουν μια μπουλντόζα μέσα σε ένα φτωχό αγροτικό χωριό!. Με τι δέος θα κοιτούσαν ένα τεράστιο μηχάνημα οι άνθρωποι που ως τώρα είχαν συνηθίσει να δουλεύουν με τα χέρια. να τα κάνουν όλα με το δύσκολο τρόπο και ξαφνικά ανακαλύπτουν την αυτοκίνηση!! Με τι χαρά, θαυμασμό και ελπίδα θα έστρεφαν τα μάτια τους στον παραμικρό ήχο ή κίνηση του μηχανοκίνητου θαύματος! Πόσο παντοδύναμοι θα ένιωθαν στη σκέψη ότου τί θα μπορούσαν να επιτύχουν χάρη σ' αυτό! Πόσα όνειρα θα στήριζαν πάνω του!
Αυτό εισέπραξα από σένα. ένιωθα παντοδύναμη, αγαπημένη και άξια. Ότι κι αν έκανα, είτε σωστό είτε λάθος, σημαντικό ή ασήμαντο! Πώς τα κατάφερνες; Κάθε μέρα προσπαθώ να θυμίζω στον εαυτό μου να κοιτάζω έτσι το παιδί μου. Τώρα ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Πώς το έκανες να φαίνεται τόσο φυσικό;
Σε όλη μου τη ζωή δεν θυμάμαι να μου έδωσες παρά δύο συμβουλές. Να μάθω ξένες γλώσσες και οτι ο χρυσός είναι η καλύτερη επένδυση. Σε πλούτο για τους πλούσιους και σε καρδιές για τους υπόλοιπους. Τις ακολούθησα και τις δυο και βγήκα κερδισμένη.
  Επένδυσα σε γνώση που με ελευθέρωσε, έμαθα τρεις ξένες γλώσσες και πάλεψα και μία τέταρτη. Νιώθω άνετα παντού δεν φοβάμαι να φύγω, να ταξιδέψω, να αλλάξω.
 Επένδυσα σε χρυσούς ανθρώπους. Τους μάζεψα και τους κρατάω κοντά μου όσο καλύτερα μπορώ. Τους χαίρομαι σε κάθε ευκαιρία. Και κάθε τόσο ανακαλύπτω ξανά την αξία τους.
Άλλη συμβουλή δεν μου έδωσες. Όμως με έμαθες να αγαπάω τη ζωή. Και όταν στεναχωρήθηκα ή αγχώθηκα μου είπες μόνο "Μη δίνεις σημασία, παιδάκι μου. Όλα περνάνε, δεν χρειάζεται στενοχώρια.". Όλα περνάνε... Πόσο μεγάλη αλήθεια!
Ήσουν πάντα περήφανος για εμάς, αλλά πόσο περήφανη ήμουν και εγώ για σένα! Ήσουν ο πιο ωραίος μπαμπάς στο σχολείο, στη γειτονιά, στο σόι, ο πιο ωραίος απ' όλους τους μπαμπάδες του κόσμου! Ψηλός, ευθυτενής και γοητευτικός σαν σταρ. Μποέμ, κοσμοπολίτης και περπατημένος. Δεν διηγήθηκες ποτέ ιστορίες από το παρελθόν σου, πάντα από άλλους τις μάθαινα και γι' αυτό είχαν την αίγλη του μύθου. Όταν σε ρωτούσα μου τις επιβεβαίωνες, απλά, σαν κάτι που έγινε και τελείωσε, με την απαξίωση του σοφού που έχει ζήσει αιώνες και έχει δει τα πάντα. Και τελικά βρήκε το νόημα της ζωής και το μυστικό της ευτυχίας. Και αυτό ήταν το σπίτι μας και η οικογένειά μας. Πόσο καταπληκτικός ήσουν!!!!
Δεν φόρεσα μαύρα παρά για κάποιες μέρες. Δε λυπήθηκα που έφυγες. Δεν είχα να λυπηθώ για κάτι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Νίκησες την ασθένεια που στερεί την αξιοπρέπεια απο τους ανθρώπους. Έφυγες αντρίκια, όπως ήθελες εσύ. Όχι χημειοθεραπείες, όχι επίπονες παρατάσεις, απλά και αξιοπρεπώς, χωρίς θεατρινισμούς όπως τα έκανες όλα στη ζωή σου.
Έτσι ακολουθήσαμε και εμείς, όπως είχαμε μάθει. Να νιώθουμε πραγματικά, όχι να δείχνουμε οτι νιώθουμε όπως περιμένουν οι άλλοι να νιώσουμε.
Οι άνθρωποι κοιτούσαν τα ρούχα μου και αναρωτιόνταν γιατί δεν φοράω μαύρα. Όταν κατάλαβα οτι αναρωτιόνταν γιατί δεν πενθώ, ένιωσα  άσχημα, σαν να αμαύρωσα τη  μνήμη σου, σαν να μην είχα άλλο τρόπο να δείξω πόσο υπέροχος ήσουν παρά μόνο επιδεικνύοντας το πένθος μου.
Δε μου πάει αυτός ο τρόπος, πατερούλη μου. Ούτε σε σένα.
Ντύθηκα όμορφα, χτενίστηκα και βάφτηκα. Χαμογέλασα και διασκέδασα. Και κράτησα αυτό που μου είπε ο Βύρων όταν τον ρώτησα αν όλα έγιναν σωστά. "Θα ήταν περήφανος για σένα" Και εγώ είμαι περήφανη για σένα. πάντα ήμουν, πάντα σε καμάρωνα.
Πόσο καμάρωσα, όταν οι φίλες  μου μου θύμησαν πόσο σημαντικός ήσουν και για κείνες! Η μία μου είπε οτι η πρώτη φορά που βγήκε βράδυ, σε εστιατόριο και μετά σε μπαράκι για "κοκτέιλ" (χυμό πορτοκάλι με γρεναδίνη ...τι χαριτωμένο!) ήταν μαζί μας. Μαζί σου. Και η άλλη ακόμα θεωρεί την καλύτερη πρωτοχρονιά της ζωής της αυτή που ήμασταν 15 χρονών, και μετά την αλλαγή του χρόνου με πήρες και πήγαμε να πάρουμε τις τρείς φιλενάδες μου απο τα σπίτια τους. Επιστρέψαμε στο δικό μας και για πρώτη φορά σα σωστές δεσποινίδες ήπιαμε σαμπάνια και φάγαμε δίπλες και φράουλες καλοντυμένες και επίσημες,!
Έτσι κατάλαβα πως δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι εγώ για να τιμήσω τη μνήμη σου. Είχες φροντίσει ο ίδιος να μείνεις αξέχαστος, αξιοθαύμαστος και υπέροχος!